ΓΝΩΜΗ

Η ελληνική παιδεία της Διασποράς – Παραλειπόμενα από τη συνέντευξη Σαμαρά

Η σημασία της ελληνικής παιδείας της Διασποράς: Παραλειπόμενα από την συνέντευξη Σαμαρά, Χριστόφορος Τρυπουλάς
ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΙΤΣΑΡΑΣ

Η συνέντευξη του πρώην πρωθυπουργού κ. Αντώνη Σαμαρά στην δημοσιογράφο, κα Ιρένα Αργύρη, αποτέλεσε σημαντική πολιτική είδηση, με τους περισσότερους αναλυτές να την εκλαμβάνουν ως προανάκρουσμα ίδρυσης κόμματος. Ως εικός, αυτό τροφοδότησε σειρά αντιδράσεων από τα υπάρχοντα κόμματα, τα οποία έσπευσαν να τοποθετηθούν απέναντι στον κ. Σαμαρά.

Πέρα από την κριτική του στο σύστημα Μητσοτάκη και τον κώδωνα του κινδύνου, που έκρουσε για τις άμεσες απειλές που αντιμετωπίζει η χώρα, ένα σημείο της συνέντευξης, που δεν έτυχε ευρύτερης ανάλυσης, ήταν η θέση του για την λανθασμένη πολιτική, που ακολουθείται όσον αφορά στην παιδεία των Ελλήνων του εξωτερικού, καθώς και στην χρηματοδότηση και στήριξή της. Ήταν σημαντικό να επισημανθεί η ανάγκη αυτή από έναν πολιτικό του εκτοπίσματος του κ. Σαμαρά, διότι αφορά σε βασικό συνεκτικό στοιχείο του απανταχού της γης Ελληνισμού.

Μάλιστα, η αναφορά ήταν και ιδιαίτερα επίκαιρη, διότι πρόσφατα η ΟΥΝΕΣΚΟ όρισε την 9η Φεβρουαρίου ως Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας. Πέρα όμως από τα 58 αμιγή ελληνικά σχολεία σε οκτώ χώρες του εξωτερικού (με 3.280 μαθητές συνολικά) και τα κατά τόπους Τμήματα Ελληνικής Γλώσσας, που λειτουργούν συμπληρωματικά, τι ακριβώς κάνει η ελληνική πολιτεία για να προωθήσει την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας; Και δεν αναφερόμαστε τόσο στην ανάγκη οικονομικής υποστήριξης, όσο στην ανάγκη ηθικής υποστήριξης.

Η πρόσφατη κρίση, που κορυφώθηκε με το ξέσπασμα των γονέων και μελών στην Ελληνορθόδοξη Κοινότητα του Αγ. Δημητρίου Αστόριας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αυτό που δείχνει να λείπει είναι ο συντονισμός και διαμοιρασμός επιτυχημένων στρατηγικών και μοντέλων μεταξύ των διαφόρων σχολείων. Αυτό είναι κάτι που θα μπορούσε να αναλάβει και προωθήσει η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση σε κορυφαίο επίπεδο. Σε έναν κόσμο που γίνεται ολοένα και πιο μικρός και όπου οι τάσεις συγκλίνουν λόγω της ραγδαίας τεχνολογικής προόδου, δεν υπάρχει λόγος να υπάρχουν τόσες αποκλίσεις στην οργανωτική δομή των ελληνικών σχολείων του εξωτερικού.

Είναι λογικό να υπάρχουν κάποιες επιμέρους διαφορές λόγω των ιδιαιτεροτήτων εκάστης πόλεως ή περιοχής, αλλά η στρατηγική με την οποία προσεγγίζουν τη διδασκαλία και διάδοση της γλώσσας πρέπει λίγο-πολύ να είναι η ίδια. Ας περιοριστούμε μόνο στο παράδειγμα της Αμερικής, ώστε να ενισχυθεί το επιχείρημά μας περί παράλογων αποκλίσεων μεταξύ των εκεί ελληνικών σχολείων. Πώς είναι δυνατόν να λειτουργούν σχολεία όπου τα ελληνικά διδάσκονται για μία μόνο διδακτική ώρα την ημέρα (περίπου ως ξένη γλώσσα) και άλλα όπου λειτουργεί το δίγλωσσο μοντέλο και τα ελληνικά χρησιμοποιούνται για την διδασκαλία της ύλης των λοιπών μαθημάτων, όπως τα μαθηματικά και την ιστορία; Δεν πρέπει να εξεταστούν τα αποτελέσματα της εκάστοτε προσέγγισης και να συγκριθούν και με τις βέλτιστες πρακτικές, που ακολουθούνται από την εκπαιδευτική κοινότητα εν γένει;

Τα μοντέλα διδασκαλίας και τα σχολεία “τσάρτερ”

Και για να γίνουμε ακόμη πιο συγκεκριμένοι, το αναχρονιστικό μοντέλο της διδασκαλίας των ελληνικών ως ξένη γλώσσα χρησιμοποιείται κυρίως στα ημερήσια σχολεία, που λειτουργούν υπό την αιγίδα της Αρχιεπισκοπής Αμερικής (ή επί το ακριβέστερον, υπό την αιγίδα των ενοριακών κοινοτήτων της). Αυτό το μοντέλο υιοθέτησαν όταν ιδρύθηκαν προ δεκαετιών, αυτό το μοντέλο διατηρούν ως σήμερα. Το δεύτερο μοντέλο χρησιμοποιείται από τα πειραματικά σχολεία τύπου “τσάρτερ”, που αξιολογούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα από τις αρμόδιες πολιτειακές αρχές, ώστε να ανανεώνεται η χρηματοδότησή τους. Τα μοντέλα που ακολουθούν βασίζονται σε επιτυχημένα πρότυπα, που εφαρμόζονται διεθνώς και στηρίζονται σε επιστημονικές έρευνες.

Παρεμπιπτόντως, τις δύο τελευταίες δεκαετίες, τα σχολεία της Αρχιεπισκοπής αντιμετωπίζουν υπαρξιακή κρίση, με περίπου τα μισά στη Νέα Υόρκη να έχουν κλείσει και τα περισσότερα εναπομείναντα να εμφανίζουν ανησυχητικά προβλήματα, όπως παρατηρήθηκε πρόσφατα στην κρίση που ξέσπασε στην Αστόρια, στο μοναδικό δωδεκατάξιο σχολείο της Αρχιεπισκοπής Αμερικής. Αντιθέτως, τα σχολεία “τσάρτερ” αυξάνονται, με πρόσφατα παραδείγματα το Hellenic Classical Charter School στην Νέα Υόρκη, Archimedean Charter School στην Φλόριδα και το Odyssey Charter School στο Ντελαγουέρ. Με μια πρώτη ματιά, τα δεδομένα μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το μοντέλο της Αρχιεπισκοπής είναι παρωχημένο, χρεοκοπημένο και δεν εξυπηρετεί το ζητούμενο, δηλαδή την ανάπτυξη διγλωσσίας και ακαδημαϊκών ικανοτήτων στην ελληνική γλώσσα.

Συχνά επικαλούνται την αλλοίωση του ελληνικού στοιχείου στις κατά τόπους γειτονιές, όπου λειτουργούν τα ημερήσια κοινοτικά σχολεία της Αρχιεπισκοπής, αλλά αυτό δεν εξηγεί γιατί τα αντίστοιχα ελληνικά σχολεία τύπου “τσάρτερ” πάνε καλά, με (μη αποκλειστικά Έλληνες) μαθητές από την ευρύτερη αμερικανική κοινωνία. Άρα, το θέμα δεν εξηγείται απλώς με μια μοιρολατρική αναφορά σε δημογραφικές αλλαγές, αλλά αφορά και στην ικανότητα των σχολείων αυτών να προσφέρουν ένα αποτελεσματικό και δελεαστικό μαθησιακό πρόγραμμα.

Αν συνοπολογίσουμε και τα δίδακτρα των ιδιωτικών ελληνοαμερικανικών σχολείων, μέσα σε μια οικονομία όπου καλπάζει συνεχώς η ακρίβεια και δυσκολεύονται όλο και περισσότερο οι οικογένειες να ανταποκριθούν στο κόστος της ζωής, το “προϊόν” των σχολείων πρέπει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των γονέων, να είναι σύγχρονο και αποδεδειγμένα αποτελεσματικό, να εφαρμόζει τις καλύτερες στρατηγικές που ακολουθούνται σήμερα διεθνώς.

Μπορεί να το πει αυτό με το χέρι στην καρδιά το κάθε ελληνικό σχολείο που λειτουργεί στις ΗΠΑ, και αν ναι, πώς δικαιολογείται τότε η απόκλιση στα μοντέλα λειτουργίας; Εάν τα προβλήματα αυτά παρουσιάζονται στις ΗΠΑ, είναι εύλογο να υπάρχουν και στις υπόλοιπες ελληνικές παροικίες ανά την υφήλιο. Προφανώς, απαιτείται καλύτερος συντονισμός και διαχείριση του θέματος της ελληνικής παιδείας από το εθνικό κέντρο. Γι’ αυτό και η αναφορά και τοποθέτηση του ζητήματος υψηλά στην ιεραρχία αναγκών-αξιών από έναν πρώην πρωθυπουργό (και εν δυνάμει πολιτικό αρχηγό, που ενδεχομένως να καθορίσει την σύνθεση μελλοντικής ελληνικής κυβέρνησης και ίσως να την ηγηθεί) είναι τόσο σημαντική.

Η πολιτική επένδυση στη Διασπορά

Η Διασπορά ήταν πάντα σημαντικό κεφάλαιο για τον Ελληνισμό. Για να συνεχίσει όμως την ιστορική της διαδρομή, θα πρέπει να επενδύσει σε αυτήν και το ελληνικό κράτος. Και όπως αναφέραμε, η επένδυση αυτή δεν χρειάζεται να είναι αποκλειστικά οικονομική. Στον δικτυοκεντρικό κόσμο όπου ζούμε, μπορεί να αφορά στην ανάγκη συντονισμού και συνδιάλεξης. Αυτή την στιγμή, δεν έχει γίνει ακόμη γνωστό τι περιλαμβάνουν τα μελλοντικά σχέδια του κ. Σαμαρά για την πολιτική ζωή του τόπου. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ελπίζεται ότι θα κάνει ό,τι μπορεί για να στηρίξει την ελληνική παιδεία στην Διασπορά, απ’ όποιο μετερίζι και να βρίσκεται.

Ως εγγονός της Πηνελόπης Δέλτα και συνομιλητής του Οδυσσέα Ελύτη, δείχνει να καταλαβαίνει ότι τα ελληνικά σχολεία στο εξωτερικό δεν προσφέρονται μόνο για συμβολικές επισκέψεις από περιοδεύοντες πολιτικούς και ιεράρχες. Αποτελούν βασικό κύτταρο του Ελληνισμού και πρέπει να εγκύπτει η πολιτεία επί των προβλημάτων τους, αν είναι να εξακολουθούν να εκπαιδεύουν τους Έλληνες του μέλλοντος και να τους μαθαίνουν να εκτιμούν, να αγαπούν και να συντρέχουν την πατρίδα τους.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx