Γιατί η Ρωσία ακολουθεί στρατηγική φθοράς στην Ουκρανία
03/12/2025
Η ρωσική στάση στην Ουκρανία προκαλεί έντονο αναλυτικό ενδιαφέρον, διότι δεν συνάδει με το συμβατικό πρότυπο συμπεριφοράς μιας μεγάλης δύναμης, που διαθέτει σημαντική υπεροχή μέσων και δυνατοτήτων. Η ασυμμετρία ανάμεσα στις δυνατότητες της Μόσχας και στις επιλογές της μοιάζει αντιφατική μόνο όταν ο πόλεμος εξετάζεται μέσα από το πρίσμα της άμεσης και θεαματικής νίκης.
Στην πραγματικότητα, η στρατηγική που ακολουθεί η Μόσχα αποκτά συνοχή, όταν προσεγγιστεί μέσα από δύο θεμελιώδη ερωτήματα, τα οποία ξεκλειδώνουν τη μεθοδολογία και τους στόχους της Ρωσίας. Αυτά τα ερωτήματα αποτελούν το σημείο εκκίνησης της τριλογίας των άρθρων που ακολουθεί:
- Γιατί η Μόσχα αποφεύγει μια γενικευμένη επίθεση και δεν διακόπτει ριζικά τη δυτική στρατιωτική βοήθεια;
- Ποιο είναι το γεωγραφικό όριο, που θεωρεί αναγκαίο να φτάσει, ώστε να εξασφαλίσει μια βιώσιμη και μακροχρόνια αρχιτεκτονική ασφαλείας μετά τη λήξη των επιχειρήσεων;
Η επιλογή αυτή δεν οφείλεται αποκλειστικά σε στρατιωτικές ελλείψεις, οι οποίες φυσικά υφίστανται και περιορίζουν το επιχειρησιακό εύρος, αλλά συνδέεται με το γεγονός ότι η Μόσχα διεξάγει πόλεμο παρατεταμένης εξάντλησης με μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η στρατηγική της κρίνεται από την αναλογία κόστους και οφέλους και από τη δυνατότητα διατήρησης των διεθνών ισορροπιών χωρίς απότομες ανατροπές. Σε αυτό το πλαίσιο αναδεικνύονται επτά καθοριστικά στοιχεία που διαμορφώνουν τη σημερινή της συμπεριφορά.
Εστιάζει στην προοδευτική εξάντληση της ΕΕ
Η Μόσχα συνειδητοποιεί ότι η παρατεταμένη ένταση βαρύνει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, πυροδοτεί πολιτικές διαιρέσεις και υπονομεύει την εσωτερική αλληλεγγύη της Ένωσης. Καθώς η αντιπαράθεση παρατείνεται, τα μέλη της δυσκολεύονται να διατηρήσουν ομοιόμορφη στάση απέναντι στη Ρωσία. Σε αυτό το κλίμα, η Μόσχα εκμεταλλεύεται την κούραση για δύο κεντρικούς σκοπούς:
- Προβάλλεται ως μεσολαβητική παρουσία μεταξύ Ανατολής και Δύσης, χωρίς να δεσμεύεται πλήρως στο κινεζικό στρατόπεδο,
- Περιορίζει την εξάρτησή της από το Πεκίνο, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στον αναδυόμενο παγκόσμιο πλαίσιο.
Η δυναμική με τον Ντόναλντ Τραμπ
Η Ρωσία δρα σε ένα περιβάλλον, όπου η Ουάσινγκτον την αντιμετωπίζει όχι ως υπαρξιακή απειλή, αλλά ως πιθανό εταίρο συνεννόησης υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Υπό αυτήν την προοπτική, ενδέχεται να υπάρχει μια ανεπίσημη αμοιβαία κατανόηση. Η Μόσχα απέχει από κινήσεις, που θα υποχρέωναν τον Αμερικανό ηγέτη να αντιδράσει σθεναρά για λόγους γοήτρου, μετατρέποντας έτσι το ουκρανικό μέτωπο σε πεδίο ελεγχόμενης πίεσης ή, καλύτερα, ως βαλβίδα αποσυμπίεσης των αμερικανορωσικών σχέσεων και όχι σε χώρο άμεσης αμερικανορωσικής σύγκρουσης.
Η διαχείριση στρατιωτικών και κοινωνικών ορίων αντοχής:
Η Ρωσία συγκρατείται από το να εκθέσει όλο το φάσμα των ικανοτήτων της και διατηρεί σημαντικές μονάδες σε εφεδρεία, χρησιμοποιώντας την απόκρυψη ως μέσο εξαπάτησης έναντι της Δύσης. Μια εκτεταμένη επιχείρηση κρίνεται επιλογή υψηλού κινδύνου και περιορισμένων κερδών, λόγω των ανθρωπίνων απωλειών, που η σύγχρονη ρωσική κοινωνία, λιγότερο ιδεολογικά συσπειρωμένη σε σχέση με τη Σοβιετική Ένωση, δυσκολεύεται να αποδεχτεί. Για τον ίδιο λόγο, αποφεύγεται και η γενική κινητοποίηση, που θα άνοιγε εσωτερικά μέτωπα και αντίθετα επιλέγεται μετρημένη κλιμάκωση και στοχευμένες δράσεις, ώστε ο ρυθμός των επιχειρήσεων να συνάδει με τις κοινωνικές αντοχές.
Η αποφυγή ενεργειών που θα πυροδοτούσαν αμερικανική απάντηση
Η Ρωσία γνωρίζει ότι μια άμεση ή ασύμμετρη κλιμάκωση θα υποχρέωνε τις ΗΠΑ να επέμβουν στρατιωτικά για λόγους γοήτρου. Μια τέτοια εξέλιξη θα διέλυε τον ρόλο, που επιδιώκει να διατηρήσει η Μόσχα ως μεσάζουσα δύναμη μεταξύ δυτικού και ανατολικού μπλοκ. Γι’ αυτό αποφεύγει χτυπήματα, που θα οδηγούσαν σε αναγκαστική αμερικανική εμπλοκή, κρατώντας τη σύγκρουση σε διαχειρίσιμη ένταση.
Το μέτωπο ως πεδίο δοκιμών για τη Μόσχα
Το ουκρανικό σκηνικό λειτουργεί ως πραγματικό εργαστήριο αμυντικής καινοτομίας. Η Ρωσία πειραματίζεται με νέα οπλικά συστήματα, drones, μέσα ηλεκτρονικού πολέμου και τακτικές παρεμβολής, ενώ ταυτόχρονα αξιολογεί σε πραγματικές συνθήκες την αξιοπιστία της δυτικής συνοχής και εξοπλισμών. Η αντιπαράθεση μετατρέπεται σε δοκιμασία ανθεκτικότητας του σύγχρονου πολέμου, τροφοδοτώντας την ρωσική αμυντική βιομηχανία και επιταχύνοντας την τεχνολογική της εξέλιξη.
Η ρωσική οπτική
Για τη Μόσχα, η Ουκρανία δεν αντιμετωπίζεται ως πλήρως κυρίαρχο κράτος, αλλά ως τμήμα του παραδοσιακού ρωσικού γεωπολιτικού και πολιτισμικού χώρου. Με βάση την αυτοκρατορική της κληρονομιά, η Ρωσία θεωρεί τη διένεξη εσωτερικό ζήτημα, γι’ αυτό απορρίπτει εξαρχής κάθε προσπάθεια πολιτικής νομιμοποίησης ουκρανικής ηγεσίας, καθώς κάτι τέτοιο θα υπονόμευε το θεμελιώδες αφήγημά της. Στο ίδιο πλαίσιο υιοθετεί τον όρο “ειδική στρατιωτική επιχείρηση” και αποφεύγει κάθε διάλογο με τον Ζελένσκι, τον οποίο θεωρεί αναξιόπιστο και αποκομμένο από τον “ρωσικό κόσμο”, άρα προδότη του ρωσικού έθνους, σύμφωνα με τη ρωσική οπτική.
Από αυτή την οπτική, η Ρωσία βλέπει τον χρόνο ως βασικό σύμμαχο και στοχεύει στην προοδευτική εξάντληση του αντιπάλου, αντί για θεαματική επικράτηση. Η στρατηγική της παράδοση δίνει έμφαση στην επιμονή και όχι στη βίαιη σύγκρουση, όπως αποτυπώνεται στη διάσημη ρήση του στρατηγού Κουτούζωφ ότι “ο χρόνος και η υπομονή είναι οι πιο αξιόπιστοι σύμμαχοί μου”. Αυτή η ιδέα συμπυκνώνει την πεμπτουσία της ρωσικής στρατιωτικής φιλοσοφίας.
Σε αυτή τη λογική εντάσσεται και ο παράγοντας, που η ρωσική παράδοση αποκαλεί ανεπίσημα “Στρατηγό Χειμώνα”. Το ρωσικό επιχειρησιακό περιβάλλον ιστορικά αξιοποιεί τον χειμώνα ως φυσικό πολλαπλασιαστή ισχύος, με το ψύχος, την μεταβολή του εδάφους και τις δυσκολίες ανεφοδιασμού να ευνοούν ιστορικά τις ρωσικές δυνάμεις, επιβραδύνοντας ουσιαστικά την ουκρανική κινητικότητα και κατ’ επέκταση να αυξάνουν το κόστος της δυτικής βοήθειας.
Άρα ουσιαστικά, η επιλογή κατά της μαζικής επίθεσης δεν οφείλεται μόνο σε περιορισμούς, αλλά και σε σκόπιμη προτίμηση. Η Μόσχα εκτιμά ότι μια μεγάλης κλίμακας επίθεση ενέχει υπερβολικό κίνδυνο και ελάχιστα οφέλη. Αντίθετα, επιτρέπει στον αντίπαλο να καταρρεύσει φυσικά, μέχρι η ίδια η δυναμική του μετώπου να οδηγήσει σε κατάρρευση χωρίς δαπανηρή τελική αναμέτρηση.
Πού αποσκοπεί η Ρωσία γεωγραφικά;
Η απάντηση εστιάζει στην Οδησσό. Η εξασφάλιση της πόλης λειτουργεί ως κεντρικός στόχος, καθώς εξασφαλίζει απ’ ευθείας επίγεια επαφή με την Υπερδνειστερία και μετατρέπει έναν αδύναμο γεωπολιτικό κρίκο σε βασικό πυλώνα στρατηγικής ολοκλήρωσης. Ταυτόχρονα, η στέρηση θαλάσσιας πρόσβασης καθιστά την Ουκρανία αποκλεισμένη, υπονομεύοντας τη ναυτική της δύναμη, περιορίζοντας τις εμπορικές της δυνατότητες και ακυρώνοντας τον ρόλο της ως κανάλι πίεσης από τη Δύση προς τη Μόσχα.
Ακόμη και το σχέδιο Τραμπ των 28 σημείων δεν μπορεί να παρακάμψει αυτό το δεδομένο, γιατί για τη Μόσχα η Οδησσός δεν είναι διαπραγματεύσιμο περιουσιακό στοιχείο, αλλά στο worst case scenario θα πρέπει να ενταχθεί υπό ειδικό καθεστώς που να εγγυάται την ουδετεροποίησή της. Γι’ αυτό είχα ήδη γράψει σε δημόσια ανάρτησή μου από τις 10 Μαρτίου 2022, ότι η Οδησσός είναι η πόλη κλειδί.
Στην εξίσωση εντάσσεται και ο δυτικός παράγοντας, καθώς η Μόσχα γνωρίζει ότι το πολιτικό εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών παραμένει ρευστό και ότι μια αλλαγή κυβέρνησης μπορεί να ανατρέψει τις παρούσες ισορροπίες. Μια πιθανή επάνοδος των Δημοκρατικών και γενικότερα η ιστορικά τεκμηριωμένη δυτική ασυνέπεια στη διατήρηση συμφωνιών καθιστούν για τη Ρωσία αναγκαίο να δημιουργήσει τετελεσμένα, που αντέχουν σε μελλοντικές μεταβολές. Η κατοχύρωση της Οδησσού λειτουργεί ως μηχανισμός αντιστάθμισης της δυτικής αβεβαιότητας και ως θεμέλιο της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής, που επιδιώκει η Μόσχα.
Γιατί τώρα; Επειδή βρισκόμαστε σε φάση αναδιάρθρωσης του διεθνούς συστήματος. Σε περιόδους μετάβασης δημιουργούνται ρήγματα, πριν σταθεροποιηθεί η νέα τάξη και οι μεγάλοι δρώντες σπεύδουν να σφυρηλατήσουν πραγματικότητες, που θα εγγυηθούν την επιρροή τους στο επερχόμενο τοπίο. Η Μόσχα θεωρεί τη σημερινή συγκυρία ιστορικό παράθυρο για να επιλύσει τα μακροχρόνια ζητήματα ασφαλείας της, πριν παγιωθεί η νέα διεθνής ισορροπία.
Κατά την εκτίμησή μου, τα βασικά πλαίσια των αμερικανορωσικών σχέσεων έχουν χαραχθεί ήδη από τη σύνοδο της Αλάσκας. Η ουκρανική κρίση εντάσσεται σε αυτήν την εξίσωση ως εργαλείο διαπραγμάτευσης και όχι ως αυτόνομη σύγκρουση. Οι εξελίξεις αποκτούν παγκόσμια διάσταση, καθώς συνδέονται με την αναδιαμόρφωση της διεθνούς τάξης. Η Αλάσκα δεν είναι Γιάλτα, χαρτογραφεί όμως μια πορεία προς σύγχρονη εκδοχή της με πιθανή κορύφωση τριμερή συνάντηση ανάμεσα στον Τραμπ, τον Πούτιν και τον Σι.
Στην ουσία το δόγμα Τραμπ ισοδυναμεί με τη μεγαλύτερη de facto αναγνώριση ρωσικής σφαίρας επιρροής από το 1991 και η ίδια λογική να αντανακλάται στην περίπτωση της Κίνας. Με πολλαπλά μέτωπα ήδη ανοικτά, η Ουάσινγκτον δεν μπορεί να ανοίξει νέο πλήρες μέτωπο με το Πεκίνο. Εκτιμώ ότι η αποδοχή ρωσικής σφαίρας επιρροής λειτουργεί ως προάγγελος της μερικής ανοχής, που ενδέχεται να επιδείξει απέναντι στην Κίνα, σε ζητήματα όπως η Ταϊβάν και η Νότια Σινική Θάλασσα. Ουσιαστικά η πιθανή αναγνώριση περιφερειακών ζωνών επιρροής αποτελεί το τίμημα, με το οποίο η Ουάσινγκτον αγοράζει τον στρατηγικό χρόνο που χρειάζεται.





