Σε λάθος κατεύθυνση το νομοσχέδιο για τις Ένοπλες Δυνάμεις
08/12/2025
Το προτεινόμενο νομοσχέδιο του ΥΠΕΘΑ για τη βαθμολογική και ιεραρχική εξέλιξη των Αξιωματικών, Υπαξιωματικών και Επαγγελματιών Οπλιτών (ΕΠΟΠ) φιλοδοξεί να απαντήσει σε χρόνιες παθογένειες του συστήματος διοίκησης και σταδιοδρομίας των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων. Αναμφίβολα, η πρόθεση της κυβέρνησης είναι θετική, καθόσον επιδιώκει την εξομάλυνση αδικιών, την τακτοποίηση εκκρεμοτήτων δεκαετιών, την αναβάθμιση του ρόλου των στελεχών και την προσαρμογή στις σύγχρονες ανάγκες. Ωστόσο οι αγαθές προθέσεις δεν εξασφαλίζουν και σωστά αποτελέσματα, όταν το προϊόν είναι πρόχειρο και αποσπασματικό.
Άλλωστε, είναι γνωστό με τι είναι στρωμένος ο δρόμος προς την κόλαση. Το νομοσχέδιο αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα δομικά-οργανωτικά-επιχειρησιακά προβλήματα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και ιδιαιτέρως του Ελληνικού Στρατού. Δεν αγγίζει τις βαθιές παθογένειες που καθορίζουν την καθημερινή λειτουργία των Μονάδων, περιορίζεται σε επιφανειακές βαθμολογικές ρυθμίσεις, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν την κουλτούρα διοίκησης και τον ρόλο που καλείται να επιτελεί ένας σύγχρονος επαγγελματικός στρατός.
Παρά την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, ο Ελληνικός Στρατός εξακολουθεί να διατηρεί νοοτροπία που προσομοιάζει περισσότερο σε σοβιετικού τύπου, παρά σε δυτικού. Εάν εξεταστούν ο Αμερικανικός και Βρετανικός στρατός, οι οποίοι αποτελούν τα πρότυπα οργάνωσης των περισσότερων νατοϊκών στρατευμάτων, η κυριότερη απόκλιση αφορά στον ρόλο και το κύρος των υπαξιωματικών.
Ο ΕΣ είναι απόλυτα “αξιωματικοκεντρικός”. Η ηγεσία, εκπαίδευση και καθημερινή λειτουργία των Μονάδων βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά στους αξιωματικούς. Οι υπαξιωματικοί αντιμετωπίζονται ως εκτελεστικά όργανα, παρά ως φυσικοί ηγέτες των μικρών κλιμακίων. Αντίθετα, στους δυτικούς στρατούς οι υπαξιωματικοί αποτελούν τη θεσμική “ραχοκοκαλιά” του συστήματος διοίκησης και διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην πειθαρχία, την εκπαίδευση, την επιχειρησιακή ετοιμότητα και την καθημερινή ηγεσία.
Ακόμα και ως απόστρατοι υφίσταται αυτός ο διαχωρισμός, καθόσον υπάρχει το θεσμικό όργανο που ονομάζεται Ένωση Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού, χωρίς την ύπαρξη αντίστοιχου θεσμικού οργάνου για τους Υπαξιωματικούς. Η Ελλάδα δεν συγκρότησε ποτέ υπηρεσία αντίστοιχη του Αμερικανικού Υπουργείου Υποθέσεων Αποστράτων ή της Βρετανικής Ένωσης Αποστράτων.
Η ίδια η γλώσσα αποκαλύπτει την στρεβλή αντίληψη. Ο όρος “υπαξιωματικός” προέρχεται από μετάφραση των όρων sous-officier και Unteroffizier, δηλαδή “κατώτερος αξιωματικός” και όχι από τον Αγγλοσαξονικό Non-Commissioned Officer, ο οποίος υποδηλώνει έναν θεσμό ηγεσίας μη διορισμένης με βασιλικό ή κυβερνητικό διάταγμα, αλλά ένα στέλεχος με ανεξάρτητη επαγγελματική ταυτότητα και αυξημένη επιχειρησιακή αυτενέργεια. Αυτό δείχνει τις βαυαρικές και γαλλικές καταβολές του 19ου και αρχών του 20ου αιώνα οι οποίες διαμόρφωσαν το νεοελληνικό στράτευμα, όπου ο υπαξιωματικός είχε περιορισμένη πρωτοβουλία και χαμηλή κοινωνική θέση.
Το Σώμα Αξιωματικών
Μία πιθανή αρνητική συνέπεια για το Σώμα των Αξιωματικών από τη δολοφονία του Καποδίστρια, ήταν ότι αυτό που δημιουργήθηκε από τον Όθωνα και τους Γκλίγκσμπουργκ σχεδόν μονοπωλήθηκε από γόνους της αστικής τάξης (αυτής που υπήρχε), μη επιτρέποντας την όσμωση μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, όπως γίνονταν την ίδια περίοδο στις ΗΠΑ. Φυσικά το Σώμα των Αξιωματικών που προέκυψε το 1922, μετά τη δεκαετή εποποιία που διπλασίασε την Ελλάδα, δεν είχε καμία σχέση με αυτό του1912. Ακολούθως η σύστασή του το 1949 ήταν διαφορετική ως προς την κοινωνική και πολιτική/κομματική ταυτότητα, αλλά οι νοοτροπίες είχαν πλέον καθιερωθεί.
Από την άλλη πλευρά το Σώμα των Μονίμων Υπαξιωματικών είναι ένας σχετικά νεοσύστατος θεσμός που ιδρύθηκε το 1950 κατόπιν προτροπής της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής, η οποία είχε αναλάβει την αναδιοργάνωση του ΕΣ, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο. Η ειρήνη που ευτυχώς απολαμβάνει έκτοτε η χώρα δεν επέτρεψε στους Μόνιμους Υπαξιωματικούς να αποδείξουν την αξία του θεσμού στο πεδίο της μάχης.
Στα παραπάνω να προστεθεί ότι λόγω της μακράς ειρηνικής περιόδου τα κριτήρια αξιολόγησης και προαγωγών των αξιωματικών στους ανώτατους βαθμούς είναι τυπικά και όχι ουσιαστικά, με αποτέλεσμα να προωθούνται στην ηγεσία του στρατεύματος οι κομφορμιστές, και όσοι έχουν τη “σωστή” προέλευση και γνωριμίες. Στη σημερινή εποχή της “πολιτικής ορθότητας” δεν υπάρχει περίπτωση να προαχθεί στους ανώτατους βαθμούς ένας δύστροπος χαρακτήρας, αλλά εξαίρετος διοικητής όπως ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος, ή να αναλάβει την ηγεσία του ΓΕΣ κάποιος που προέρχεται εξ υπαξιωματικών, όπως ο Γεώργιος Κοσμάς.
Λαμβάνοντας αυτά υπόψη είναι αναμενόμενο ότι οι αξιωματικοί δεν είναι διατεθειμένοι να αφήσουν σοβαρά περιθώρια αυτενέργειας στους υφισταμένους, που ενδεχομένως θα τους εκθέσουν και θα βλάψουν την καριέρα τους. Διοικούν κάνοντας μικροδιαχείριση της καθημερινότητας, υποβαθμίζοντας ακόμη περισσότερο το ρόλο και το κύρος των Υπαξιωματικών. Οι νέοι αξιωματικοί έχοντας αυτούς ως παράδειγμα δρουν αναλόγως όταν προαχθούν στην ιεραρχία, διαιωνίζοντας τον φαύλο κύκλο.
Επιπρόσθετα, οι τεράστιες ελλείψεις των Μονάδων σε προσωπικό, σε συνδυασμό με το δημογραφικό και τη μικρή διάρκεια θητείας των εφέδρων, αναγκάζουν τις διοικήσεις να αναθέτουν στους υπαξιωματικούς καθήκοντα και εργασίες που κάποτε εκτελούσαν στρατιώτες. Οι μαζικές προαγωγές μετά τη συμπλήρωση των απαιτούμενων χρόνων υπηρεσίας, έχουν εξαλείψει τη διάκριση των βαθμών και των καθηκόντων και έχουν απαξιώσει το κύρος τους. Όλα αυτά οδήγησαν σε πολιτικές πιέσεις για προαγωγή των υπαξιωματικών σε αξιωματικούς, προκειμένου να βελτιώσουν τη θέση τους τόσο μισθολογικά, όσο και εργασιακά.
Αγνοείται η προσφορά των Υπαξιωματικών
Η Ελλάδα δεν δημιούργησε ποτέ ένα συγκροτημένο, θεσμικά αναγνωρισμένο και κοινωνικά αποδεκτό Σώμα Μονίμων Υπαξιωματικών, αλλά βασίζονταν κατά βάση στους εφέδρους. Για λόγους που δεν είναι της παρούσης, παρά την καθοριστική τους παρουσία στα πεδία των μαχών, οι υπαξιωματικοί έμειναν εκτός δημόσιας μνήμης. Με απλά λόγια, ενώ έχει γραφτεί “Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας” και δικαίως τιμάται ο Υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος, ως ο «πρώτος νεκρός αξιωματικός του Ελληνοϊταλικού Πολέμου», η ιστοριογραφία δεν μίλησε και δεν τίμησε τον ρόλο των υπαξιωματικών, όχι μόνο στον Β΄ ΠΠ, αλλά σε όλους τους πολέμους. Η περίπτωση του Λοχία Δημήτριου Ίτσιου και της ηρωικής άμυνάς του στο Πολυβολείο Π8 (και κατοπινής εκτέλεσης από Γερμανό αξιωματικό), αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα αναγνώρισης από την Πολιτεία της συνεισφοράς των Υπαξιωματικών.
Ακόμη και στα πολεμικά στρατιωτικά μετάλλια, με την εξαίρεση του Αριστείου Ανδραγαθίας που είναι κοινό για όλους και ανώτερο όλων, τα Αριστείο Ανδρείας και Πολεμικός Σταυρός, έχουν διαφορετικές διαβαθμίσεις απονομής, αναλόγως του βαθμού που φέρει ο τιμώμενος. Αντίθετα, τόσο ο Αμερικανικός όσο και ο Βρετανικός Στρατός (από το 1993 και εντεύθεν) δεν έχουν “ταξικούς” διαχωρισμούς στην απονομή των πολεμικών στρατιωτικών μεταλλίων.
Το “Σχολείο Υπαξιωματικών” δεν εκπαίδευε υπαξιωματικούς για τις ανάγκες του στρατεύματος, αλλά την αφρόκρεμά τους για να τους προάγει σε αξιωματικούς που θα κάλυπταν κενά ιδιαίτερα στο Όπλο του Πεζικού, το οποίο θεωρούνταν “κατώτερο” από τους αξιωματικούς της εποχής, καθόσον ως γόνοι “καλών οικογενειών” επέλεγαν τα “ευγενή” Όπλα του Πυροβολικού και του Μηχανικού ή το Ιππικό. Φυσικά, κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν μπορεί να αμφισβητήσει τον πατριωτισμό, τον ηρωισμό και την αυτοθυσία του Παύλου Μελά. Όμως ήρωες αξιωματικοί όπως ο Βελισσαρίου, ο Πλαστήρας ή ο Κοντούλης δεν προέρχονταν από την ΣΣΕ, αλλά ξεκίνησαν τη σταδιοδρομία τους ως εθελοντές και αποφοίτησαν από το παραπάνω σχολείο.
Στην Ελληνική λαϊκή κουλτούρα δεν υπήρξε τηλεοπτική σειρά όπως η “Μάχη”/Combat με πρωταγωνιστή έναν “Λοχία Σόντερς”. Δεν υπήρξε λαϊκό ανάγνωσμα αντίστοιχο του “Bravo Two Zero”, το οποίο αφορούσε τις περιπέτειες μιας ομάδας υπαξιωματικών-οπλιτών με εξαίρεση το συγκλονιστικό “Η Ζωή εν Τάφω” του Μυριβήλη.
Τί απαιτεί η κουλτούρα του Σώματος
Η δημιουργία κουλτούρας Σώματος Υπαξιωματικών στο στράτευμα και η κοινωνική αποδοχή του ρόλου τους δεν αποτελεί νομική πράξη που επιτυγχάνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά εξελικτική διαδικασία σε βάθος χρόνου με απαίτηση θεσμικής και οργανωτικής συνέπειας. Αυτή η κουλτούρα δεν οικοδομείται με την ύπαρξη υπαξιωματικών δύο ταχυτήτων, όπως ισχύει τώρα και σχεδιάζει να διαιωνίσει το νομοσχέδιο, ούτε με αποπροσανατολιστικές βαθμολογικές διευθετήσεις και φυσικά ούτε με διακρίσεις προέλευσης.
Αντιθέτως, διαμορφώνεται μόνο με σαφώς διακριτούς ρόλους και καθήκοντα ανά βαθμό, με αξιοκρατικά, αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια προαγωγής, καθώς και με σαφώς καθορισμένες οργανικές θέσεις ανά βαθμό στους Πίνακες Οργάνωσης και Υλικού (ΠΟΥ) των Μονάδων και Επιτελείων. Πρωτίστως απαιτείται αλλαγή κουλτούρας στην ίδια την στρατιωτική ιεραρχία και στο Σώμα των Αξιωματικών στην αντιμετώπιση των υπαξιωματικών.
Το προτεινόμενο νομοσχέδιο όχι μόνο δεν θεραπεύει τα παραπάνω δομικά ελλείμματα, αλλά αποφεύγει να απαντήσει σε κρίσιμα λειτουργικά ερωτήματα όπως: Ποιος διοικεί καθημερινά τα μικρά κλιμάκια, ποιος αναλαμβάνει την εκπαίδευση και πειθαρχία εντός των Μονάδων, πώς αξιοποιείται η εμπειρία των παλαιών στελεχών και πώς εξασφαλίζεται η επάρκεια ύπαρξης αξιωματικών καθηκόντων υποστήριξης διοικητικής μέριμνας; Βασικά δεν απαντάει στο πιο κρίσιμο ερώτημα που είναι ο τρόπος με τον οποίο θα ανανεώνεται ηλικιακά το στράτευμα, με σκοπό να διατηρείται ένας λογικός ηλικιακός μέσος όρος προκειμένου να μην καταντήσει μια ράθυμη γερασμένη δημόσια υπηρεσία ανίκανη να ηγηθεί των εφέδρων στην υπεράσπιση της πατρίδας.
Με δεδομένο ότι τα τελευταία χρόνια αποφοιτούν ετησίως από τη ΣΣΕ λιγότεροι από 200 ανθυπολοχαγοί, οι οποίοι κατανέμονται σε όλα τα Όπλα και Σώματα, είναι αδύνατον να καλυφθούν μόνο από αυτούς οι ανάγκες σε αξιωματικούς για τη διοίκηση Λόχων Διοικήσεως, διμοιριών Μισθοτροφοδοσίας, Μεταφορών, κλπ.
Το νομοσχέδιο δεν διαμορφώνει αντίστοιχο πρότυπο με αυτό των Late Entry Officers του Βρετανικού Στρατού για κάλυψη αυτών των θέσεων. Πρόκειται για αξιωματικούς που προέρχονται, κατόπιν αυστηρής επιλογής και με διαφανή και αξιοκρατικά κριτήρια, από υπαξιωματικούς μεγάλης εμπειρίας. Ονομάζονται συνήθως απευθείας Λοχαγοί, εξελίσσονται μέχρι Ταγματάρχες ή ακόμη και Συνταγματάρχες και καλύπτουν καίριες θέσεις.
Αντίστοιχα, ο Αμερικανικός Στρατός λειτουργεί το Officer Candidate School, το οποίο όμως δίνει έμφαση στα ακαδημαϊκά προσόντα. Οι επιτυχόντες υπαξιωματικοί ονομάζονται Ανθυπολοχαγοί και δεν υφίστανται τυπικό φραγμό στο βαθμό εξέλιξης. Παράλληλα, κομβικό ρόλο διαδραματίζει το Σώμα Ανθυπασπιστών – ένας ενδιάμεσος θεσμός υψηλής εξειδίκευσης όπου οι υπηρετούντες ανθυπασπιστές αναλαμβάνουν εξειδικευμένη τεχνική και διοικητική ηγεσία μικρών κλιμακίων ή μέσων (πχ χειριστές ελικοπτέρων). Τέτοιοι θεσμοί απουσιάζουν εντελώς από τον ημέτερο προτεινόμενο σχεδιασμό.
Ο στρεβλός διαχωρισμός στο νομοσχέδιο
Το νομοσχέδιο εισάγει τον τεχνητό και λανθασμένο διαχωρισμό υπαξιωματικών σε προερχόμενους από ΣΜΥ και από ΕΠΟΠ. Αυτή η επιλογή δημιουργεί δύο κατηγορίες στελεχών χωρίς επιχειρησιακό όφελος, υπονομεύει το ηθικό και σπέρνει τη διχόνοια. Το νομοσχέδιο αποφεύγει να θίξει τον πυρήνα του προβλήματος που είναι η λειτουργία και ο ρόλος της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών. Στο πλαίσιο μιας σοβαρής μεταρρύθμισης, υπάρχουν δύο ρεαλιστικές επιλογές:
Η πρώτη είναι το κλείσιμο της ΣΜΥ και οι υπαξιωματικοί να προέρχονται αποκλειστικά από τους ΕΠΟΠ, με απολύτως διαφανή κριτήρια, αντικειμενικές εξετάσεις, ψυχομετρικές δοκιμασίες και αξιολόγηση υπηρεσιακής απόδοσης. Έτσι διαμορφώνεται ένα ενιαίο Σώμα Υπαξιωματικών χωρίς εσωτερικές διακρίσεις. Σε αυτό το πλαίσιο η ΣΜΥ μπορεί να μετασχηματιστεί σε αυθεντικό Σχολείο Εκπαίδευσης Υπαξιωματικών, στα πρότυπα των Σχολείων Εφαρμογής των Όπλων και Σωμάτων.
Η δομή της θα μπορούσε να περιλαμβάνει τμήματα εκπαίδευσης Λοχιών, Επιλοχιών, Αρχιλοχιών κ.ο.κ. Τα διδακτέα αντικείμενα να αφορούν τη διοίκηση μικρών κλιμακίων, τακτική, ηγεσία, στρατιωτική νομοθεσία, διαχείριση προσωπικού, εκπαιδευτική μεθοδολογία και ό, τι άλλο κρίνεται απαραίτητο εφόδιο για την άσκηση των καθηκόντων των υπαξιωματικών αντιστοίχου βαθμού.
Η δεύτερη είναι η δραστική αλλαγή της αποστολής της ΣΜΥ, με ριζική αναμόρφωση του προγράμματος σπουδών. Δηλαδή τη μετατροπή της σε Σχολή Ανθυπασπιστών, με καθιέρωση δύο βαθμών Ανθυπασπιστή και δυνατότητα εξέλιξης, υπό προϋποθέσεις, έως τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη ή Συνταγματάρχη. Τα στελέχη αυτά θα αποκτούν μοναδικές ειδικότητες, δεν θα καταλαμβάνουν θέσεις που προορίζονται για αξιωματικούς από τη ΣΣΕ και θα αναλαμβάνουν τη διοίκηση ή διαχείριση ειδικών τμημάτων ή υπηρεσιών, όπως είναι τα στρατιωτικά πρατήρια, οι λέσχες, τα στρατιωτικά ταχυδρομεία, κλπ.
Άλλοι θα αποκτούν εξειδικευμένες γνώσεις σε αντικείμενα όπως είναι ο Κυβερνοπόλεμος, οι Πληροφορίες, ο χειρισμός ελικοπτέρων και άλλα ειδικά τεχνικά ή επιτελικά αντικείμενα. Όσοι από αυτούς αποκτούν πανεπιστημιακό πτυχίο και πληρούν τις προϋποθέσεις θα δύνανται, εφόσον το επιθυμούν, να εξελίσσονται στην στρατιωτική ιεραρχία και να φθάνουν μέχρι τους ανώτατους βαθμούς, υπό τις ίδιες ακαδημαϊκές και επιχειρησιακές απαιτήσεις με τους αποφοίτους ΣΣΕ.
Συμπεράσματα για το νομοσχέδιο
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το νομοσχέδιο δεν αποτελεί μεταρρύθμιση, αλλά ακόμη μία χαμένη ευκαιρία. Δεν επιλύει κανένα ουσιαστικό πρόβλημα του Στρατού Ξηράς. Δεν αναδομεί τον ρόλο του υπαξιωματικού, δεν καλύπτει τα υπάρχοντα κενά, δεν δημιουργεί επαγγελματικό σύστημα ηγεσίας και παραμένει δέσμιο παρωχημένων λογικών. Αντί να εστιάζει στην εξεύρεση τρόπων ανίχνευσης, αξιολόγησης και επιλογής κατάλληλων και φιλόδοξων υπαξιωματικών, οι οποίοι εφόσον το επιθυμούν θα προωθηθούν σε αξιωματικούς, διχάζει και απολιθώνει τη διοικητική και βαθμολογική εξέλιξη των πρώτων.
Το μεγάλο λάθος είναι ότι αγνοεί τις ριζωμένες αντιλήψεις όχι μόνο εντός του στρατεύματος, αλλά και εντός της ελληνικής κοινωνίας, η οποία είναι αυτή η οποία θα στείλει τα παιδιά της να στελεχώσουν το στράτευμα. Αυτές δεν αλλάζουν σε μία νύχτα, ούτε “με ένα νόμο”… έστω με πολλά άρθρα! Οι εισηγητές του εν λόγω νομοσχεδίου παρέχουν κακές υπηρεσίες στην πατρίδα για τη μακροπρόθεσμη εύρυθμη λειτουργία του στρατεύματος. Θα έπρεπε να έχουν λάβει υπόψη τους τη ρήση του Λίντον Τζόνσον, ο οποίος είχε πει ότι: «Δεν εξετάζεις τη νομοθεσία υπό το πρίσμα των καλών που θα κάνει εάν εφαρμοστεί ορθά, αλλά υπό το πρίσμα των αδικιών που θα προκαλέσει και των δεινών που θα επιφέρει εάν εφαρμοστεί λάθος».





