Μια μαρτύρια για το τέλος της ελληνικής κοινότητας στη Νίκαια
23/12/2025
Η άφιξη του Πάπα Λέοντος IΔ’ και του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στη Νίκαια της Βιθυνίας (σήμερα Iznik), για να τιμηθεί από κοινού η συμπλήρωση των 1700 χρόνων από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο, που έλαβε εκεί χώρα, παρόντος του τότε αυτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου, μας θύμισε ιστορίες ξεχασμένες. Τότε διαμορφώθηκαν από 200 επισκόπους οι βασικές πτυχές της χριστιανικής πίστης, οι οποίες έως σήμερα εξακολουθούν να αποτελούν τη βάση της χριστιανικής θεολογίας.
Η τελετή έγινε στον αρχαιολογικό χώρο στις όχθες της Νίκαιας, στα ερείπια βασιλικής του 4ου αιώνα, για την οποία υπάρχουν δύο εκδοχές: η πρώτη είναι ότι τα ερείπια αντιστοιχούν στη Βασιλική του Αγίου Νεοφύτου και η δεύτερη στην Εκκλησία των Αγίων Πατέρων, όπου έλαβε χώρα η Οικουμενική Σύνοδος. Στην ίδια περιοχή, κατά τις μεγάλες σφαγές που προκάλεσαν οι κεμαλικές συμμορίες, το καλοκαίρι του 1920, ο παπα-Ιορδάνης, ο ιερέας της ελληνικής κοινότητας, δολοφονήθηκε από τους τσέτες του Κιορ Παϊράκ Τζεμάλ βέη.
Όπως μας λέει ο αυτόπτης μάρτυς, Μιχαήλ Αγγέλου, στα απομνημονεύματά του: «Μετά, αφού εβασανίσθη, οδηγήθη παρά την λίμνην και εσφάγη ακριβώς εις τα ερείπια όπου εγένετο η Οικουμενική Σύνοδος». Το συγκεκριμένο γεγονός της ενθύμησης της Α’ Οικουμενικής Συνόδου ανακάλεσε στη μνήμη δύο πράγματα: τη σημασία της περιοχής για τη διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού και για τη στιγμή που έπαψε οριστικά η ελληνική παρουσία στην περιοχή.
Οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, κατά τον 8ο-7ο αιώνα π.χ. Από εκείνη την εποχή έως το δραματικό 1922, οι Έλληνες υπήρχαν στην περιοχή με θαυμαστή συνέχεια και αντοχή μέσα στο χρόνο, παρ’ όλες τις μεγάλες ανατροπές που έφερε η ιστορία. Σημείο τομής στην πολιτική ιστορία της περιοχής είναι η δημιουργία ενός μεσαιωνικού κράτους, της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, ως απόρροια της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, την άνοιξη του 1204.
Οι σταυροφόροι διέλυσαν τον κεντρικό ιστό του Βυζαντίου, του μοναδικού χριστιανικού κράτους της Aνατολής, που θα μπορούσε να αποτελέσει ουσιαστικό εμπόδιο στο επεκτατικό Iσλάμ, αραβικό και τουρκικό. H πράξη αυτή της καθολικής Δύσης θα υψώσει εφεξής αξεπέραστο τείχος μεταξύ της δυτικής και ανατολικής χριστιανοσύνης και θα διευκολύνει την επικράτηση των Tούρκων μουσουλμάνων.
Ο νέος Ελληνισμός
Mετά την κατάληψη της Πόλης, οι Έλληνες θα ιδρύσουν τρία κράτη, ένα στα Bαλκάνια και δύο στη Mικρά Aσία. Mε κέντρα τη Nίκαια της Bιθυνίας, την Ήπειρο και την Tραπεζούντα του Πόντου, θα ξεκινήσουν οι προσπάθειες για ανακατάληψη της πρωτεύουσας. Mακροβιότερο από τα τρία αυτά κράτη υπήρξε η αυτοκρατορία της Tραπεζούντας, το οποίο θα επιζήσει 257 χρόνια. Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας θα είναι όμως ο κύριος κληρονόμος του Βυζαντίου. Με σημείο αναφοράς το 1204, θα συμβούν σημαντικές ιδεολογικές ζυμώσεις στον ελεύθερο ελληνικό κόσμο. Η ιστορική πορεία του πληθυσμού και οι μεταβολές στην ταυτότητα και την αυτοαντίληψή του, εντάσσονται μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της πορείας του συνολικού νέου Eλληνισμού.
Ο όρος “νέος Eλληνισμός” δεν έχει μια στατική ιστορική μορφή, αλλά καθορίζεται από τις πλούσιες και ποικίλες επιδράσεις, που προκάλεσαν την ιδιοτυπία του, τις οποίες περιγράφει αναλυτικά ο Κ. Δημαράς. Ως “νέος Eλληνισμός” περιγράφεται η μορφή εκείνη που διαμορφώνεται από τον 13ο αιώνα, όταν ο Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις ονόμαζε την Αυτοκρατορία της Νίκαιας “Ελλάδα” και θεωρούσε ότι οι ανατολικοί Ρωμαίοι ήταν εθνικά Έλληνες, γράφοντας χαρακτηριστικά «Ελλήνων χριστωνυμούμενον κλέος ου σβέννυται».
Το ιστορικό γεγονός που θα κρίνει την μοίρα της περιοχής θα είναι η εμφάνιση των τουρκικών φυλών και η έλευση του Ισλάμ ως ένα νέο ιδεολογικό εργαλείο εμπέδωσης της τουρκικής κυριαρχίας. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού θα αλλαξοπιστήσει για διάφορους λόγους και μαζί με τους νεήλυδες εποίκους θα διαμορφώσουν τη βάση του σύγχρονου πληθυσμού. Σημαντικό μέρος των Ελλήνων θα παραμείνει στην παλιά ελληνορθόδοξη ταυτότητα και θα σημειώσει μεγάλη πολιτιστική ανάπτυξη την περίοδο των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ. Όμως η κατάληψη της οθωμανικής εξουσίας από τους Νεότουρκους, θα διαμορφώσει τις νέες συνθήκες, εισάγοντας όλη την Αυτοκρατορία στην εποχή των σκληρών εθνικιστικών αντιπαραθέσεων, με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μια μαρτυρία από την κεμαλική εποχή
Για τα γεγονότα που συνέβησαν στην περιοχή υπάρχουν καταγεγραμμένες μαρτυρίες των επιζησάντων. Στην κατηγορία αυτή ανήκει και η καταγεγραμμένη μνήμη του Μιχαήλ Αγγέλου (*). Ο Αγγέλου ήταν ένας διανοούμενος Μικρασιάτης, γεννημένος στην κωμόπολη Κιουπλιά της Βιθυνίας, ο οποίος βρέθηκε μέσα στη δίνη των γεγονότων, έχοντας τη δυνατότητα ερμηνείας της ιστορικής στιγμής. Ο λόγος του είναι άμεσος, βιωματικός και αδιαμεσολάβητος, καθώς είναι άμεσος μάρτυρας των όσων περιγράφει.
Το σύνολο αυτών των μαρτυριών συγκροτούν μια κατηγορία κειμένων, με τα οποία τα θύματα μιας μεγάλης Καταστροφής προσπαθούν να αποτρέψουν τον αφανισμό τους από τη Μνήμη της ανθρωπότητας. Ένας αφανισμός, που είναι απόρροια της επικράτησης της ερμηνείας που έχουν οι θύτες για τα ιστορικά γεγονότα. Οι καταγεγραμμένες αυτές μαρτυρίες φέρνουν στο προσκήνιο κοινωνικές ομάδες, που βρέθηκαν στη δίνη των ιστορικών γεγονότων και στη συνέχεια αποκλείστηκαν από τα κέντρα εξουσίας και από τα μέσα που διαμορφώνουν τη συλλογική μνήμη της κοινωνίας. Ο ίδιος επιγράφει ως εξής το κείμενό του: «Αι σφαγαί και εξοντώσεις των Χριστιανών της Ανατολής υπ’ αυτόπτου μάρτυρος».
Στην αφήγησή του περιγράφει αναλυτικά σημείο προς σημείο, χωριό προς χωριό, τον τρόπο με τον οποίον οι κεμαλικές συμμορίες εξόντωσαν τους Ρωμιούς. Για την περίπτωση της ελληνικής κοινότητας της πόλης της Νίκαιας, ο Μιχαήλ Αγγέλου αφηγείται και καταγράφει τα γεγονότα σε χρόνο προγενέστερο του Αυγούστου του 1922: «Η Νίκαια έχει περί τους 5.000 χιλ. κατοίκους, εξ΄ ών χίλιοι Έλληνες παρά τας όχθας της Ασκανίας λίμνης.
Η Νίκαια εχρημάτισεν έδρα των Αυτοκρατόρων του Βυζαντίου μετά την άλωσιν της Κων/πόλεως υπό των Λατίνων. Εν τη πόλει ταύτη συνεκροτήθησαν η πρώτη και η έβδομη οικουμενική σύνοδος, όπου και παρά την λίμνην σώζονται τα ερείπια, ως και πολλοί αρχαίοι Βυζαντινοί ναοί μετατραπέντες εις τεμένη. Ο ναός της Παναγίας εχρησίμευσεν ως εκκλησία των κατοίκων μέχρι της 25 Αυγούστου 1920. Περί του ναού τούτου περιέγραψεν ιδιαίτερον βιβλίον ο Μητροπολίτης Νικαίας Βασίλειος υπό τον τίτλον “Η Μονή Υακίνθου”, εν τη οποία εσώζοντο αρχαία και πολύτιμα κειμήλια.
»Η ιερά ταύτη πόλις, ύστερα από την Ιερουσαλήμ, που ο χρόνος εσεβάσθη τα μνημεία τα οποία εμαρτύρουν το αρχαίον της μεγαλείο, επέπρωτο να γίνη παρανάλωμα του πυρός και οι κάτοικοί της, οι δυστυχείς χριστιανοί, να σφαγούν σαν αρνιά στους δρόμους και εις τας οικίας. Την 15ην Αυγούστου 1920, ημέραν της Πανηγύρεως, ο ιερεύς παπα-Ιορδάνης, εκ των πρώτων έβαψεν το χώμα με το αίμα του. Συνελήφθη υπό των τσετών του Κιοκ Παϊράκ Τζεμάλ βεη και μετεβλήθη εις όνον τιθεμένου σαμαρίου επί του ώμου και επί του σαμαρίου δισακίου και εις το στόμα χαλινόν, μετεφέρθη εις την πλατείαν της πόλεως, όπου και επεταλώθη, αφού περιεφέρθη χλευαζόμενος υπό των τσετών και του μουσουλμανικού όχλου. Μετά, αφού εβασανίσθη, οδηγήθη παρά την λίμνην και εσφάγη ακριβώς εις τα ερείπια όπου εγένετο η Οικουμενική Σύνοδος.
»Όλοι δε οι Έλληνες βασανισθέντες και ατιμασθέντες παντοιοτρόπως εσφάγησαν. Τα δε πτώματά τους ερίφθησαν εις τα φρέατα. Εις κλίβανον τινά εκρύβησαν δέκα πέντε Έλληνες όπως απαλλαγώσιν εκ της σφαγής, αλλά από τας φωνάς μικρού βρέφους επροδόθησαν και τους έκαψαν όλους ζωντανούς. Και ούτως εξετελέσθη η παντελής εξόντωσις απάντων των Ελλήνων κατοίκων της. Η δε πόλις, μετά την λεηλασίαν, παρεδόθη εις τας φλόγας του πυρός και σήμερον μόνον τέφρα βλέπει τις. Εξ όλων των χριστιανών μόνον 8 άτομα εσώθησαν, οι οποίοι διαμένουσι εν Προύση και Κίω….».
(*) Η μαρτυρία του Μιχαήλ Αγγέλου εκδόθηκε προσφάτως με τον τίτλο “Escape from the Asia Minor” Greek Genocide Resource Center και είναι διαθέσιμο παγκόσμια από το Amazon. Επίσης την ελληνική έκδοση μπορείτε να την κατεβάσετε ελεύθερα από εδώ.





