Ένα τρυφερό αντίο στον αγαπημένο μου Νάννι Μπαλεστρίνι
22/05/2019Τον Νάννι Μπαλεστρίνι τον γνώρισα χάρη στον Βασίλη Βασιλικό. Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ΄80, τότε που ο μεγάλος Έλληνας συγγραφέας ήταν εγκατεστημένος στη Ρώμη και βλεπόμασταν πολύ συχνά. ‘Όταν έμαθε ότι ο αγαπημένος μου Ιταλός συγγραφέας ήταν ο Μπαλεστρίνι, αμέσως φρόντισε να τον γνωρίσω. Το πρώτο του μυθιστόρημα, ο «Tristano», κυκλοφόρησε το 1964, αλλά δεν είχε την επιτυχία που του άξιζε. Όχι τόσο διότι ακολουθεί τα δύσβατα χνάρια του Finnegans Wake, όσο διότι βγήκε στις προσθήκες των ιταλικών βιβλιοπωλείων ένα χρόνο μετά μια σπουδαία συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στο Παλέρμο και που θέσπισε τη δημιουργία εκείνου που έμεινε στην ιστορία της ιταλικής λογοτεχνίας ως Gruppo 53 ή «Νεοπρωτοπορία».
Ανάμεσα στους συμμετέχοντες και ξακουστά ονόματα όπως ο Ουμπέρτο Έκο, ο Ακίλε Μπονίτο Ολίβα, ο Τζόρτζο Μανγκανέλι και πολλοί άλλοι. Με άλλα λόγια, το πρώτο εκείνο πεζό του Μπαλεστρίνι θεωρήθηκε κατά κάποιον τρόπο πρωτοποριακή «μανιέρα». Ο συγγραφέας επανακυκλοφόρησε τον «Τριστάνο» πριν από μια δεκαετία, εμβαθύνοντας ακόμη περισσότερο την πρωτοποριακή μορφή του: χρησιμοποίησε υπολογιστή ώστε να κάνει άπειρες μίξεις του κειμένου. Δημιουργήθηκαν έτσι άπειρες εκδοχές του βιβλίου, η κάθε μια από τις οποίες είναι αφιερωμένη στον φίλο που κατονομάζεται στο εξώφυλλο. Υπάρχει λοιπόν και η δική μου εκδοχή του «Τριστάνου».
Η διεθνής αναγνώριση έφτασε για τον Μπαλεστρίνι με το δεύτερο μυθιστόρημα του, το «Τα θέλουμε όλα» (στα ελληνικά στις εκδόσεις Στοχαστής) που κυκλοφόρησε το 1971 και αμέσως έγινε μπεστ σέλερ στα νεανικά και κινηματικά περιβάλλοντα. Τότε τον διάβασα κι εγώ, καθώς με έπεισαν οι συμμαθητές μου στη Ρώμη. Και ήταν κεραυνοβόλος έρωτας. Τόσο που θέλησα να μεταφράσω εκείνο που θεωρώ το αριστούργημα του, τους «Αόρατους» του 1987. Μια μετάφραση περιπετειώδης καθώς ο εκδότης που την παρήγγειλε και χρηματοδότησε λίγο αργότερα έκλεισε.
Τελικά ανέλαβαν τα θαρραλέοι νέοι των εκδόσεων Βιβλιοπέλαγος και κυκλοφόρησε στα μέσα της περασμένης δεκαετίας. Θυμάμαι την παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα, όταν εκτελούσα χρέη διερμηνέα και ταυτόχρονα ενθουσιώδους θαυμαστή του συγγραφέα. Πιο αργά, μου είχε πει ο ίδιος, τον είχαν καλέσει να μιλήσει και σε μια κατάληψη στη Θεσσαλονίκη. Και το σχόλιο του ήταν πως η επαφή του με την Ελλάδα πάντα λειτουργούσε πολύ θετικά: του έδινε δύναμη και ιδέες για νέες πνευματικές περιπέτειες.
Έμπνευση από πραγματικές ιστορίες
Στο μεταξύ είχαν κυκλοφορήσει «Ο Εκδότης» (εκδόσεις Γνώση) με θέμα την τραγική ιστορία του φίλου του Τζαντζάκομο Φελτρινέλι, «Οι Φουριόζοι» που με είχε αφήσει άναυδο καθώς ποτέ δεν τον είχαν ακούσει να ενδιαφέρεται για ποδόσφαιρο. Πιο πρόσφατα, κυκλοφόρησε στα ελληνικά και το «Σαντοκάν» σε πολύ καλή μετάφραση του Αχιλλέα Καλαμάρα.
Όλα τα πεζά του Μπαλεστρίνι, αλλά και μεγάλο μέρος από τα ποιήματα του, ιδίως εκείνα της σειράς της «Δεσποινίδος Ρίτσμοντ», αντλούν την έμπνευση τους από πραγματικές ιστορίες, κατά κανόνα βιογραφίες. Ένας Αυτόνομος της Πάντοβας που ο συγγραφέας συνάντησε όταν ήταν αμφότεροι φυγάδες στο Παρίσι ήταν η πηγή εμπνεύσεως για τους Αόρατους. Όσο για τους Φουριοζους, ο ίδιος απάντησε στις επίμονες ερωτήσεις μου, εξηγώντας ότι ήταν μια τυχαία συνάντηση με έναν οργανωμένο οπαδό στην κατάληψη Λεονκαβάλο του Μιλάνου.
«Σε αυτή τη μάχη ανάμεσα στους χούλιγκανς των δυο ομάδων στις ράγες του τρένου διέκρινα ένα επικό στοιχείο και θέλησα να το αποδώσω με αυτή την αφήγηση χωρίς σημεία στίξεως, αλλά χωρισμένη σε μεγάλες παραγράφους με είκοσι ή εικοσιπέντε αράδες η κάθε μία», μου εξήγησε. Η πειραματική γραφή απέδωσε και αργότερα όλα τα πεζά ακολούθησαν αυτό το σχήμα χωρίς σημεία στίξεως.
Το ζητούμενο του Μπαλεστρίνι ήταν να μεταφέρει στο γραπτό λόγο καταστάσεις, ιδέες κι εκφράσεις από τον προφορικό, χωρίς όμως να μετατραπεί σε τοπικιστή λογοτέχνη που γράφει με ιδιωματισμούς ή διαλέκτους. Ήταν η καλλιτεχνική όψη της πολιτικής του στράτευσης που ξεκίνησε ήδη το 1968 και που γρήγορα τον οδήγησε στις τάξεις της οργάνωσης Potere Operaio (Εργατική Εξουσία) και από εκεί στην Αυτονομία.
Αριστερός και πρωτοποριακός επαναστάτης
Στις 7 Απριλίου 1979, όταν ο εισαγγελέας της πόλης Πάντοβα Πιέτρο Καλότζερο εξαπέλυσε κύμα συλλήψεων εναντίον ηγετικών στελεχών αλλά και απλών αγωνιστών της Αυτονομίας, με την κατηγορία ότι ήταν ένα και το αυτό με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, ο Μπαλεστρίνι κατέφυγε στο Παρίσι. Θα αθωωθεί πανηγυρικά από τις πιο σοβαρές κατηγορίες πριν ακόμη γίνει η πρώτη δίκη το 1983.
Η οριστική αρχειοθέτηση του ’68 και της δεκαετίας του ΄70 ήταν το τεράστιο ερευνητικό έργο του που κατέληξε στην ανθολογία «Η Χρυσή Ορδή» που κυκλοφόρησε το 1988 σε συνεργασία με τον Πρίμο Μορόνι. Η συνέντευξη που μου παραχώρησε καθώς γευματίζαμε στο εστιατόριο της Ένωσης Ξένων Ανταποκριτών δημοσιεύεται ως εισαγωγή στην επανέκδοση του «Τα θέλουμε όλα» από τις εκδόσεις Στοχαστής. Είναι ο ίδιος ο βαθύτατα αριστερός και πρωτοποριακός επαναστάτης, αλλά η περιπέτεια της Αυτονομίας και, ακόμη χειρότερα, της ένοπλης πάλης, δεν είχε περάσει χωρίς επακόλουθα.
Από πολιτική άποψη είχε γίνει πιο ρεαλιστής, πιο μετρημένος και λιγότερο επιεικής προς την αριστερίστικη συνθηματολογία. Θεωρούσε την ελληνική εμπειρία της κρίσης σημαντική για τη διαμόρφωση μιας νέας αριστεράς στην Ευρώπη. Ο τομέας όπου ο συγγραφέας παρέμεινε μέχρι το τέλος επαναστάτης και πρωτοποριακός ήταν η τέχνη. Από τότε που βρισκόταν στο Παρίσι είχε αρχίσει να πειραματίζεται με τα εικαστικά με κολάζ και βίντεο. Την τελευταία φορά είχαμε ειδωθεί σε βερνισάζ του στη Ρώμη γύρω στο 2015.