Πως να πάρεις S-400 και να μη τα χαλάσεις με τους Αμερικανούς
22/06/2019Συνηθίζεται σε ελληνικά ΜΜΕ να παρουσιάζονται ή να αναδημοσιεύονται ενδιαφέροντα άρθρα από ξένους αναλυτές, όσον αφορά τις οικονομικές και γεωπολιτικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζει η γειτονική Τουρκία. Αν οι αναλύσεις είναι έγκυρες, τότε είναι εξαιρετικά ωφέλιμες τέτοιες παρουσιάσεις. Ωστόσο, είναι λιγότερο συχνό το φαινόμενο να δίνονται στο ελληνικό κοινό ολόκληρες αναλύσεις που είναι μάλλον υποστηρικτικές στην Τουρκία. Πρόσφατα, το German Marshall Fund, ένα πανίσχυρο αμερικανικό think tank που προωθεί τις ευρωατλαντικές σχέσεις, δημοσίευσε μεταξύ άλλων μια ενδιαφέρουσα ανάλυση.
Ενδεικτικά, πρόκειται για ένα think tank που προωθεί και σχετική αρθρογραφία για τη «Μακεδονία» αντί για «Βόρεια Μακεδονία». Ο συντάκτης του επίμαχου άρθρου λοιπόν, Nicholas Danforth, παρακινεί το αμερικανικό establishment να διατηρήσει τις καλές σχέσεις με την Τουρκία ακόμα και αν η τελευταία αγοράσει τους ρωσικούς πυραύλους.
Στην ανάλυσή του, μεταφέρονται οι απόψεις τουρκικών κέντρων, όπως για παράδειγμα ότι η Τουρκία αναγκάζεται να προμηθεύεται τέτοιου είδους συστήματα και να απομακρύνεται από το ‘αμερικανικό στρατόπεδο’ λόγω της απειλητικής ενίσχυσης που παρέχουν οι ΗΠΑ και Ισραήλ στην Κύπρο! Το άρθρο του ειδικού για τουρκικά θέματα Danforth έχει τη σημασία του για τον τρόπο διαμόρφωσης/επηρεασμού πολιτικών στην Ουάσινγκτον.
Επίσης ο Nicholas Danforth είναι από τους ειδικούς που εξισώνουν τις μειονοτικές πολιτικές της Τουρκίας και της Ελλάδας! “Στην περίπτωση της Κύπρου” έχει υποστηρίξει “η εισβολή της Τουρκίας το 1974 ήταν τόσο για την υπεράσπιση της στρατηγικής της θέσης όσο και για την προστασία της τουρκικής κοινότητας του νησιού“. Ας δούμε λοιπόν πως ερμηνεύει ο εν λόγω αναλυτής την αμερικανοτουρκική διαμάχη και τι προτείνει για να ξεπεραστεί η κρίση:
Με την Τουρκία να επιμένει ότι θα παραλάβει τους ρωσικούς πυραύλους S-400, όπως είχε προγραμματιστεί, και τις ΗΠΑ από την πλευρά τους να επιμένουν ότι κάτι τέτοιο θα προκαλέσει σοβαρές κυρώσεις, έχουμε κάθε λόγο να φοβόμαστε για μια πραγματική κρίση. Για τους πολιτικούς ιθύνοντες των δύο χωρών που αντιλαμβάνονται την αξία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, είναι πλέον καιρός να αρχίσουν να σκέφτονται πως θα περιορίσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ο κίνδυνος είναι ότι και οι δύο πλευρές, έχοντας φθάσει σε αυτό το σημείο λόγω συστηματικών αλληλοπαρεξηγήσεων, θα μπορούσαν εύκολα να αντιδράσουν σε μια κρίση κάνοντας τα πράγματα χειρότερα.
Πέρυσι, έγινε σαφές ότι ούτε οι ΗΠΑ ούτε η Τουρκία αντιλήφθηκαν πλήρως τον βαθμό της αμοιβαίας εχθρότητας – ή τουλάχιστον τις συνέπειες αυτής της εχθρότητας. Πολλοί στην Ουάσινγκτον έδειχναν μέχρι πρόσφατα πεπεισμένοι, ότι η τουρκική κυβέρνηση θα εγκαταλείψει τελικά τα S-400, ίσως μετά τη μόχλευση της προγραμματισμένης αγοράς με αντιστάθμισμα παραχωρήσεις από πλευράς ΗΠΑ. Στην Άγκυρα, εν τω μεταξύ, πολλοί φάνηκαν εξίσου πεπεισμένοι ότι οι αντιρρήσεις των ΗΠΑ θα ήταν διαχειρίσιμες, ίσως μέσω απευθείας επαφών με τον Τραμπ για την αποφυγή κυρώσεων. Με άλλα λόγια, και οι δύο χώρες πίστευαν ότι θα υποχωρούσε η άλλη και μόνο όταν ήταν πλέον αργά συνειδητοποίησαν ότι είχαν να κάνουν με έναν εξίσου επίμονο συνομιλητή.
Η Άγκυρα δεν κατάφερε να εκτιμήσει πόσο πολύ είχε αποξενώσει το αμερικανικό Κογκρέσο, προκαλώντας τη δημιουργία μιας διακομματικής συναίνεσης όσον αφορά την υιοθέτηση αυστηρότερης στάσης έναντι της Τουρκίας. Η Ουάσινγκτον δεν συνειδητοποίησε ότι οι ενέργειές της, όχι μόνο εξόργισαν του Τούρκους ιθύνοντες αλλά στην πραγματικότητα τους έπεισαν ότι ήταν αδήριτη η ανάγκη υιοθέτησης μιας συγκρουσιακής προσέγγισης των ΗΠΑ. Αν δεν αντιμετωπιστεί προσεκτικά μια κρίση αναφορικά με τους S-400 θα μπορούσε να οδηγήσει και τις δύο πλευρές να κάνουν προκλητικά βήματα που θα επιδεινώσουν αυτή την αμοιβαία εχθρότητα, μετατρέποντας μια διαρρηγμένη συμμαχία σε μια διαρκή αντιπαράθεση.
Η αντίληψη ότι οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις είναι πλέον συνεχώς σε κατάσταση κρίσης ίσως παραδόξως ενθάρρυνε έναν κάποιον εφησυχασμό και στις δύο πρωτεύουσες για να προσπαθήσουν περισσότερο. Όσοι στην Ουάσινγκτον πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ δεν επωφελούνται πλέον από τις σημερινές αμερικανοτουρκικές σχέσεις δεν έχουν υπολογίσει πλήρως τις προκλήσεις που μπορεί να επιφέρει μια εχθρότητα με την Τουρκία.
Όσοι στην Άγκυρα, από την άλλη, είναι σίγουροι ότι ΗΠΑ είναι ήδη αντίπαλος, δεν έχουν καταλάβει τι πρόκειται να συμβεί όταν οι ΗΠΑ θα είναι πραγματικά αντίπαλη χώρα. Η αναγνώριση αυτών των κινδύνων θα πρέπει να ενθαρρύνει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να ανταποκρίνονται με συγκρατημένο τρόπο σε οποιαδήποτε νέα κρίση, αποφεύγοντας έτσι τα χειρότερα σενάρια, φροντίζοντας για μια πιθανή επαναφορά των αμερικανοτουρκικών σχέσεων στο μέλλον.
Αμοιβαίες εσφαλμένες αντιλήψεις
Αξίζει να σημειωθεί ότι χρειάστηκαν σχεδόν δύο χρόνια για την Τουρκία και τις ΗΠΑ για να δηλώσουν επανειλημμένα πόσο σοβαρή ήταν η καθεμιά για το ζήτημα των S-400. Υπήρχαν σίγουρα λόγοι για αυτή την παρανόηση. Βλέποντας οι ΗΠΑ την Τουρκία να απομακρύνεται από την προγραμματισμένη αγορά κινεζικών πυραύλων το 2015, άρχισαν να υποπτεύονται ότι οι S-400 ήταν άλλη μια προσπάθεια που θα προκαλούσε περισσότερο δυσαρέσκεια παρά θα ήταν ένα συγκεκριμένο σχέδιο προμήθειας. Η απελευθέρωση του πάστορα Μπράνσον, το καλοκαίρι του 2018, ενίσχυσε την εντύπωση στην Ουάσινγκτον ότι η Άγκυρα τελικά θα αναδιπλωνόταν λόγω των σοβαρών πιέσεων.
Και όσο η Τουρκία αναμενόταν να εγκαταλείψει τελικά τα S-400, οι αμερικανικοί στρατιωτικοί κύκλοι δίσταζαν να συζητήσουν την πιθανότητα απομάκρυνσης της Τουρκίας από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των F-35. Με αυτόν τον τρόπο ενίσχυαν τις τουρκικές υποψίες ότι ολόκληρο το ζήτημα των S-400 θα ξεχνιόταν. Η Τουρκία έχει επίσης δει ξανά την Ουάσιγκτον στο παρελθόν να υποχωρεί, όπως όταν ήρε την απαγόρευση χορήγησης θεωρήσεων εισόδου σε Τούρκους τον Δεκέμβριο του 2017 παρά το γεγονός ότι η Τουρκία είχε υπο κράτηση υπαλλήλους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Η εσωτερική πολιτική και στις δύο χώρες συνέβαλε αναμφισβήτητα σε τέτοιες παρεξηγήσεις. Ο Τραμπ δημιούργησε μια άνευ προηγουμένου σύγχυση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνησή του διαχειρίζεται την εξωτερική πολιτική, συνεχίζοντας να στέλνει στον Ερντογάν μεικτά ή παραπλανητικά μηνύματα στις προσωπικές συνομιλίες τους. Ο Ερντογάν, με τη σειρά του, έχει δείξει ξεκάθαρη προτίμηση να ακούει ότι θέλει να ακούσει και να δείχνει μια αδικαιολόγητη προσωπική εμπιστοσύνη στον Τραμπ. Η Τουρκία έχει επίσης δώσει προτεραιότητα στην επικοινωνία με φιλικά προσκείμενους συνομιλητές στις ΗΠΑ, αγνοώντας τον ρόλο της αμερικανικής κοινής γνώμης και συστηματικά λογοκρίνοντας τα ρεπορτάζ που αποκάλυπταν τα όρια αυτής της προσέγγισης με την Τουρκία.
Σε βαθύτερο επίπεδο, όμως, όταν τα πράγματα στριμώχτηκαν, οι δύο χώρες υπολόγισαν ότι ο καθένας ήταν πολύ σημαντικός για τον άλλο ώστε διακινδυνεύσει την αποξένωση. Αυτό οδήγησε την Τουρκία να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εάν επιμείνει στη δέσμευσή της να επιδιώξει μια πιο ισχυρή και ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική -μέσω της στρατιωτικής δράσης στην Afrin της Συρίας ή της αυξημένης αμυντικής συνεργασίας με τη Ρωσία- οι ΗΠΑ θα αναγκάζονταν να ‘μαλακώσουν’.
Έτσι, θα εγκατέλειπαν την προκλητική πολιτική έναντι της Τουρκίας και θα επανέφεραν τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις σε ευνοϊκά για την Τουρκία επίπεδα. Πράγματι, ο τρόπος σκέψης των ΗΠΑ αντικατόπτριζε μια τέτοια πεποίθηση. Πίστευαν δηλαδή πως –κατανοητό αυτό για μια υπερδύναμη– όταν τελικά θα ερχόταν η στιγμή για την Τουρκία να επιλέξει, θα συνειδητοποιούσε την αξία της αμερικανικής φιλίας και θα επέστρεφε στη συμμαχία με την Ουάσιγκτον.
Κλιμάκωση της δυσπιστίας
Το σημερινό αδιέξοδο αποκαλύπτει πόσο επιζήμιο θα μπορούσε να είναι εάν αυτές οι υποθέσεις αποδειχθούν ψευδείς. Είναι σίγουρο ότι στην Ουάσινγκτον, και πιθανόν στην Άγκυρα, ορισμένοι θα συνεχίσουν να ελπίζουν ότι η επιμονή σε μια αποφασιστική στάση θα επιβάλει τελικά στην άλλη πλευρά να έρθει στα λογικά της. Οι πολιτικές τους εισηγήσεις αλληλοεπικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό με εκείνες συναδέλφων τους που έχουν ήδη καταλήξει ότι η άλλη πλευρά δεν θα συνέλθει ποτέ. Καθώς ο αριθμός των αξιωματούχων που βλέπει την άλλη πλευρά ως στρατηγική απειλή αυξάνεται, αυτό δείχνει να εξελίσσεται σε μια αυτο-εκπληρούμενη προφητεία.
Τα πρόσφατα ρεπορτάζ υποδεικνύουν πόσο έχει προχωρήσει αυτή η σκέψη. Ένα άρθρο σχετικά με την προτεινόμενη νομοθεσία για την άρση του εμπάργκο όπλων του Κογκρέσου στην Κύπρο, για παράδειγμα, ανέφερε έναν υποστηρικτή της πρότασης λέγοντας ότι αυτό θα ενίσχυε τις προσπάθειες της Ελλάδας, του Ισραήλ και της Κύπρου για να σχηματίσουν ένα «μέτωπο εναντίον του τουρκικού αντιδυτικού αυταρχισμού, της ρωσικής επιθετικότητας και τρομοκρατίας». Μέρες αργότερα, ένα άρθρο σχετικά με το γιατί η Τουρκία θα μπορούσε να αναπτύξει τα S-400 στη νότια ακτή της, ανέφερε τα λόγια ενός αναλυτή τουρκικού think tank στην Άγκυρα: “Η Τουρκία νιώθει ολοένα και περισσότερο απειλούμενη στη Μεσόγειο λόγω της υποστήριξης των ΗΠΑ και του Ισραήλ στην Κύπρο».
Ο Τούρκος αναλυτής Şaban Kardaş ισχυρίστηκε πρόσφατα ότι η Τουρκία φοβάται ότι πρόκειται να “είναι θύμα μιας διπλής αμερικανικής πολιτικής ανάσχεσης παράλληλα με το Ιράν” και «ότι θα στριμωχτεί από μια σειρά κυρώσεων». Αυτό, υποθέτει ο ίδιος, ότι θα οδηγήσει την Τουρκία «να αναπτύξει νέους μηχανισμούς αντιμετώπισης για τη διαχείριση αυτών των νέων πιέσεων» βελτιώνοντας περαιτέρω τους δεσμούς με τη Ρωσία. Η σημερινή προσέγγιση των ΗΠΑ για την Τουρκία δεν είναι ανάσχεση, αλλά αυτή η ιδέα αρχίζει να έχει υποστηρικτές στην Ουάσινγκτον. Οι “μηχανισμοί αντιμετώπισης” της Άγκυρας είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ενισχύσουν αυτή την ομάδα σκέψης.
Υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι για την Τουρκία και τις ΗΠΑ να επιλύσουν την κρίση με τους S-400. Μέχρι στιγμής, όμως, όλες οι προτεινόμενες λύσεις της Ουάσινγκτον έχουν οδηγήσει την Τουρκία να μην αγοράσει τους πυραύλους, και όλες οι προτάσεις της Άγκυρας έχουν οδηγήσει την Ουάσινγκτον να μην επιβάλλουν κυρώσεις. Εάν δεν μπορεί να βρεθεί άλλη εναλλακτική λύση ή καθυστέρηση, θα υπάρξει μια κρίσιμη στιγμή μετά την άφιξη των S-400 στην Τουρκία και οι κυρώσεις των ΗΠΑ θα τεθούν σε ισχύ. Σε εκείνο το σημείο, είναι σχεδόν σίγουρο θα υπάρξει μια καυγάς στους Τούρκους και Αμερικανούς πολιτικούς ώστε να προτείνουν μέτρα αντιποίνων που πρέπει να ληφθούν. Οι πιο επιθετικές προτάσεις, όσο περιθωριακοί και να είναι αυτοί που θα τις εκφράζουν, αναμφίβολα θα κερδίσουν έδαφος.
Η αντίσταση σε αυτές τις φωνές θα διατηρήσει, τουλάχιστον, τη δυνατότητα μιας ενδεχόμενης συμφιλίωσης. Για εκείνους που επιθυμούν να συγκρίνουν τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις με έναν γάμο, θα ήταν καιρός και οι δύο πλευρές να αντισταθούν στις πιο εκδικητικές τους παρορμήσεις και να αγωνιστούν για ένα φιλικό διαζύγιο. Για όσους προτιμούν τις παρομοιώσεις που να θυμίζουν παρτίδα τάβλι, αυτή θα ήταν η στιγμή στο παιχνίδι για να σταματήσουμε να προσπαθούμε να κερδίσουμε.
Συγκεκριμένα, αυτό συνεπάγεται ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να διατηρούν τις κυρώσεις και να απομακρύνουν την Τουρκία από το πρόγραμμα των F-35 χωρίς να επιβάλλουν πρόσθετα μέτρα επιβολής κυρώσεων. Η Τουρκία, από την πλευρά της, θα μπορούσε να αναπτύξει διακριτικά τους S-400 και να αποφύγει να κάνει νέες συμφωνίες για εξοπλισμούς με τη Ρωσία. Μια κοινή απόφαση για να σημειωθεί πρόοδος στις διαπραγματεύσεις για τη Συρία, όσο δυσάρεστες είναι αυτές οι ίδιες, θα συμβάλει επίσης στην άμβλυνση των ζημιών.
Στην ιδανική περίπτωση, αυτή θα είναι η στιγμή που κάθε πλευρά, έχοντας επιδείξει την αποφασιστικότητά της, μπορεί να σταματήσει να εκτιμά ότι διαθέτει και η άλλη πλευρά την ίδια αποφασιστικότητα. Αυτό θα πρέπει να ενθαρρύνει τους ιθύνοντες να σταματήσουν να πιστεύουν ότι μπορούν να επανεκκινήσουν τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις υιοθετώντας ακροσφαλείς πολιτικές και έτσι να δεχτούν ότι το status quo, όσο απογοητευτικό και αν είναι, είναι καλύτερο από μια σκέτη αντιπαλότητα.