Προεκλογικές προσδοκίες και μετεκλογική ανώμαλη προσγείωση
27/06/2019Οι προεκλογικές προσδοκίες είναι σχεδόν κανόνας κι αυτό αφορά και στις μελλοντικές οικονομικές εξελίξεις. Τις περισσότερες φορές αυτές οι θετικές προσδοκίες εκφράζουν τις ιδιωτικές επιθυμίες του καθενός, οι οποίες διογκώνονται τεχνηέντως από τις συνήθεις ρητορείες των πολιτικών κομμάτων. Οι τελευταίες κατά κανόνα απέχουν από την πραγματικότητα της οικονομίας και τους συγκεκριμένους περιορισμούς που αυτή επιβάλλει καθορίζοντας με αυτό τον τρόπο και τα όρια των δυνατοτήτων για δράση.
Η δημιουργία και η διόγκωση των προσδοκιών, όμως, που δεν εφάπτονται με την πραγματικότητα, ώστε να μπορεί να διαμορφωθεί με υψηλό βαθμό πιθανοτήτων το άμεσο μέλλον, πολλές φορές λειτουργεί αρνητικά και θέτει την οικονομία σε κίνδυνο. Σήμερα, π.χ. έχουν καλλιεργηθεί υψηλές προσδοκίες, κυρίως από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, ενόψει των επερχόμενων εκλογών και συγκεκριμένα με το σενάριο η νέα κυβέρνηση να προέρχεται από τη ΝΔ.
Αυτό φαίνεται από τις εξελίξεις στις αγορές κεφαλαίων: η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου υποχώρησε την περασμένη εβδομάδα έως και το 2,67% και την Παρασκευή έκλεισε σε μικρή απόσταση από το ιστορικό αυτό ναδίρ, στο 2,71%. Το κόστος δανεισμού της χώρας (με βάση το ομόλογο αναφοράς) έχει μειωθεί κατά 72 μονάδες βάσης μόνο τον τελευταίο μήνα, ενώ είναι 175 μονάδες βάσης χαμηλότερο σε σχέση με τον Ιούνιο του 2018.
Για τις αγορές αιτία της ευφορίας είναι η προσμονή της κάλπης και η προσδοκία ότι από αυτήν θα προκύψει μία πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις κυβέρνησης. Το διεθνές περιβάλλον που ευνοεί τη στροφή στο κρατικό χρέος βοηθά επίσης τα μέγιστα τα ελληνικά ομόλογα, που προσφέρουν στους επενδυτές έναν συνδυασμό ασφάλειας και άκρως ικανοποιητικών αποδόσεων συγκριτικά με τους ανάλογους τίτλους των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης.
Προεκλογικές προσδοκίες και αδήριτη πραγματικότητα
Όμως, αυτές οι καλλιεργούμενες προσδοκίες κάποια στιγμή θα πρέπει να βρεθούν αντιμέτωπες με την αδήριτη πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας και τα βασικά προβλήματα που την διέπουν. Και δεν είναι λίγα. Η αλήθεια φθάνει με κάποια καθυστέρηση αλλά πάντα φθάνει. Συγκεκριμένα:
Πρώτον, η πορεία που θα διαγράψει η ελληνική οικονομία το 2019, αλλά και στα επόμενα χρόνια, εξαρτάται και συναρτάται από σειρά αλληλοεπηρεαζόμενων παραγόντων τόσο του εγχώριου πολιτικού και οικονομικού περιβάλλοντος όσο και του αντίστοιχου ευρωπαϊκού και διεθνούς. Στη διεθνή οικονομία, επικρατούν συνθήκες ήπιας επιβράδυνσης που ανά πάσα στιγμή μπορεί να χειροτερεύσουν, καθώς οι αγορές κεφαλαίων έχουν εισέλθει σε αμυντική φάση.
Η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή από μια πιθανή εντατικοποίηση των εμπορικών πολέμων παγκοσμίως σε συνδυασμό και ένα ασύντακτο Brexit. Παράλληλα, ενδέχεται να επιτείνει το πρόβλημα της απουσίας ενιαίας πολιτικής γραμμής σε καίρια ζητήματα της ΕΕ που σχετίζονται με τη χώρα μας (προϋπολογισμός, γεωργική πολιτική, εμβάθυνση Ευρωζώνης, μεταναστευτικό).
Δεύτερον, οι προβλέψεις εθνικών και διεθνών οργανισμών συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι το 2019 και το 2020 η ελληνική οικονομία θα καταγράψει θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ λίγο πάνω από το 2%. Τα στοιχεία του Α’ τριμήνου προκαλούν πλέον περισσότερες επιφυλάξεις για την επίτευξη αυτού του στόχου. Στο μεσοπρόθεσμο διάστημα οι εκτιμήσεις για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ δεν επιτρέπουν αισιοδοξία για τη γρήγορη ανάκτηση των απωλειών που έχουν συντελεστεί την προηγούμενη δεκαετία. Η ανάπτυξη παραμένει εγκλωβισμένη σε χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, με ορατό τον κίνδυνο υποτροπής.
Αδύναμη επενδυτική δαπάνη
Τρίτον, η μακροχρόνια διατήρηση της επενδυτικής δαπάνης στα έτη εφαρμογής του μνημονιακού προγράμματος σε επίπεδο χαμηλότερο από το ύψος των αποσβέσεων εξασθένισε το απόθεμα του παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας τόσο σε όρους αξίας, όσο και μη ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογικών καινοτομιών που έλαβαν πρόσφατα χώρα.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η παραγωγικότητα της εργασίας ή να φθίνει ή να παραμένει υποτονική. Η ελληνική οικονομία την επόμενη διετία βρίσκεται αντιμέτωπη με αυτή τη σημαντική πρόκληση. Οι ιδιωτικές επιχειρηματικές επενδύσεις είναι σήμερα χαμηλότερες από το επίπεδο πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Οι δημόσιες επενδύσεις, επίσης, έχουν συμπιεσθεί σε ανεπίτρεπτα χαμηλό επίπεδο, με πολλές δημόσιες υποδομές σε μεγάλη ανάγκη αναβάθμισης.
Τέταρτον, η υψηλή υπερχρέωση του ελληνικού ιδιωτικού τομέα και η αδυναμία του τραπεζικού συστήματος (με τη συμπερίληψη των μη αποτελεσματικών δανείων) να τροφοδοτήσει με την απαιτούμενη ρευστότητα την οικονομία αποτελούν ακόμη δύο πολύ δύσκολα προβλήματα. Για να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω προκλήσεις και για να καλυφθεί η αποεπένδυση και η απώλεια των εισοδημάτων που προκάλεσε η παρατεταμένη ύφεση, απαιτείται η ενίσχυση της παραγωγικότητας της χώρας. Η αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας θα πρέπει να αναζητηθεί μέσω της αύξησης των επενδύσεων και δει των ιδιωτικών.
Υπερβολικά πρωτογενή πλεονάσματα
Πέμπτον, μια ακόμη πρόκληση για την ελληνική οικονομία για το 2019 αλλά και τα προσεχή έτη είναι η επαναφορά της αγοράς εργασίας σε ένα ρυθμισμένο σχέδιο ανάλογο με αυτό που επιβάλλει η κανονικότητα και το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Έκτον, παρά τα ληφθέντα μέτρα για τη βελτίωση της βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους, αυτό εξακολουθεί να παραμένει ο βασικός υπερκείμενος αρνητικός καθορισμός της ελληνικής οικονομίας. Υπενθυμίζεται ότι η συμφωνία για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022. Στη συνέχεια υποχώρηση στο 2,2% του ΑΕΠ, το οποίο και θα παραμείνει κατά μέσον όρο έως το 2060. Η απαίτηση για το συγκεκριμένο ύψος πρωτογενών πλεονασμάτων συνάδει απολύτως με την βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους σύμφωνα με τη λογική των δανειστών.
Ο πρώτος κίνδυνος συνίσταται στο να μην επιτευχθούν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα δεδομένου ότι ποτέ καμία χώρα δεν πέτυχε τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τόσο μεγάλο διάστημα. Όμως, υπάρχει και δεύτερος κίνδυνος. Η απαίτηση για τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα ή επίτευξη τόσο υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων λειτουργεί ανασχετικά –χωρίς απολύτως καμία αμφιβολία– στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Το ωθεί σε χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης σε σχέση με αυτούς που δυνητικά θα μπορούσε να πραγματοποιήσει με διαφορετικά ύψη πρωτογενών πλεονασμάτων.