«Πώς δει λογοτεχνίαν μεταφράζειν»;
18/05/2018Η γλώσσα μας, υπέροχη και ιδιαιτέρως πλούσια, αλλά συχνά δύσκολη και στριφνή απαιτεί από τον μεταφραστή πολλαπλή και μακρόχρονη συναναστροφή μαζί της. Μόνο έτσι μπορεί να επιτευχθεί το βέλτιστο αποτέλεσμα. Μεταφραστή που θα έχει στη φαρέτρα του τα αναγκαία, αλλά θα διαθέτει και εκείνο το πολιτισμικό κεφάλαιο που θα του επιτρέπει να μας συστήσει με ασφάλεια εξαιρετικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ή να μεταφράσει τη δική μας λογοτεχνική παραγωγή.
Η μετάφραση ενός κειμένου συνιστά από μόνη της ένα εξόχως δύσκολο εγχείρημα. Η καλή μετάφραση ενός λογοτεχνικού έργου συνιστά έναν άθλο. Γιατί είναι την ίδια στιγμή ερμηνεία και δημιουργία μαζί. Το «μεταφράζειν» συνιστά μία πολυσύνθετη ενδοκειμενική και εξωκειμενική διαδικασία που δεν συντελείται μονάχα σε επίπεδο λέξεων και φράσεων.
Ούτε πρέπει να γίνεται αντικείμενο μελέτης με βάση τη σύγκριση ή την αντιπαραβολή δύο κειμένων (πρωτοτύπου και μετάφρασης), αλλά να εξετάζεται ως πραξιακή αλληλεπίδραση μεταξύ συγγραφέα, μεταφραστή και αναγνώστη της μετάφρασης. Τα λογοτεχνικά κείμενα είναι πράξεις επικοινωνίας και όχι απλώς σωροί γλωσσικών χαρακτηριστικών.
O Jones (On aboriginal suffrance: A process model of poetic translating. Target 1 (2): 685-689, 1989) εντοπίζει τρία κύρια στάδια που πρέπει συνειδητά και ουσιαστικά να βιώσει ο κάθε μεταφραστής: το στάδιο της κατανόησης, το οποίο ενέχει την προσεκτική ανάλυση του κειμένου – πηγής.
Το στάδιο της ερμηνείας, όπου ο μεταφραστής αντιμετωπίζει το κάθε επιμέρους πρόβλημα, αναζητώντας τις διακειμενικές ισοδυναμίες με συνεχείς αναφορές στο κείμενο-πηγή και στο κείμενο-στόχο. Και τέλος, το στάδιο της δημιουργίας, όπου το κείμενο-στόχος μορφοποιείται ως τεχνούργημα, το οποίο αποκτά αξία μέσα στο πλαίσιο του πολιτισμού υποδοχής και το οποίο βρίσκεται σε σχέση μεγαλύτερης ή μικρότερης ισοδυναμίας με το κείμενο – πηγή.
Ερωτήματα-κλειδιά
Οι περισσότερες πάντως θεωρίες της λογοτεχνικής μετάφρασης δεν μπορούν να εξηγήσουν το πολυσύνθετο μεταφραστικό εγχείρημα ή ακόμη και την εφευρετικότητα την οποία χρειάζεται να επιδείξει ο μεταφραστής. Καταγράφεται λοιπόν μια σειρά σημαντικών ερωτημάτων, από αυτά που δεν προφέρονται για εύκολες και μονοσήμαντες απαντήσεις.
- Πώς μεταφράζουμε λογοτεχνικά έργα ή για να γίνουμε πιο ακριβείς πώς μεταφράζουμε με τον σωστό τρόπο λογοτεχνικά έργα;
- Πώς αποτιμάται τελικά το μετάφρασμα -το αποτέλεσμα της μεταφραστικής πράξης;
- Μια μετάφραση πρέπει να αποδίδει τις λέξεις ή τις ιδέες του αρχικού κειμένου;
- Μια μετάφραση πρέπει να αντανακλά το ύφος και την αίσθηση του πρωτότυπου έργου;
- Μια μετάφραση πρέπει να δίνει την αίσθηση ότι ανήκει στην ίδια εποχή με το κείμενο – πηγή ή στην εποχή του μεταφραστή;
- Ο μεταφραστής μπορεί, δικαιούται, να προσθέτει ή ν’ αφαιρεί στοιχεία από το πρωτότυπο;
- H μετάφραση έμμετρου λόγου πρέπει να γίνεται σε έμμετρο αποκλειστικά λόγο ή και σε πεζό;
- Νομιμοποιείται ένας μεταφραστής να προσπαθήσει να συλλάβει την ηχητική αίσθηση του αρχικού κειμένου σε βάρος των άλλων στοιχείων που το απαρτίζουν, και έτσι να παραγάγει μια “φωνηματική” μετάφραση ή μπορεί ν’ αποφασίσει ότι το περιεχόμενο είναι περισσότερο σημαντικό;
- Επίσης, μπορεί ν’ αποφασίσει ότι το κύριο διαφοροποιητικό στοιχείο του κειμένου – πηγής είναι το μέτρο του και να επιλέξει να το διατηρήσει ή τουλάχιστον να το μεταφέρει στο κείμενο – στόχο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο;
Όπως οι αγριομέλισσες
Ο μεταφραστής συχνά τίθεται αντιμέτωπος με διάφορες θεωρίες της λογοτεχνικής μετάφρασης και αισθάνεται να ασφυκτιά. Είναι ενδιαφέρων πάντως ο σχετικός παραλληλισμός που μας καταθέτει ο Holmes (Translated! Papers on Literary Translation and Translation Studies. Άμστερνταμ: Rodopi, 1988).
Επισημαίνει ότι η αγριομέλισσα, θεωρητικά τουλάχιστον, δεν είναι ικανή να πετάει, μιας και το σώμα της είναι πολύ βαρύ για τα μικρά σε μέγεθος φτερά της. Όμως η αγριομέλισσα δεν το ξέρει αυτό, και έτσι πετάει.
Καταλήγει μάλιστα λέγοντας ότι “Επί αιώνες οι μεταφραστές πέταγαν όπως ακριβώς και οι αγριομέλισσες, χωρίς να έχουν συνειδητοποιήσει ότι, θεωρητικά τουλάχιστον, δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα, ότι έχουν καταφέρει κάτι το οποίο είναι πρακτικά αδύνατο”.
Ειδική συνθήκη επικοινωνίας
Οι θεωρίες πάντως της λογοτεχνικής μετάφρασης βοηθούν τους μεταφραστές και τους παρέχουν μία σειρά διαθέσιμων στρατηγικών για την αντιμετώπιση των όποιων προβλημάτων συναντούν.
Στρατηγικές οι οποίες πρέπει να εξετάζονται σε σχέση με το επικοινωνιακό περιβάλλον, καθώς η χρήση της λογοτεχνικής γλώσσας σε κείμενα αντιπροσωπεύει μια ειδική συνθήκη επικοινωνίας. Καθιστούν μάλιστα πιο ενσυνείδητες τις επιλογές των μεταφραστών. Καμία όμως μεταφραστική θεωρία δεν μπορεί να μετατρέψει τον κακό μεταφραστή σε καλό.
Η εμπειρική προσέγγιση, όπως συνηθίζεται να ονομάζεται, της λογοτεχνικής μετάφρασης, επιλέγεται από την πλειονότητα των μεταφραστών. Εδώ τα προβλήματα που ανακύπτουν αντιμετωπίζονται αναλόγως στην πορεία.
Οι μεταφραστές συνηθίζουν να κρατούν σημειώσεις για τα ειδικά προβλήματα που συναντούν στη μετάφραση ενός συγκεκριμένου κειμένου και για τις λύσεις τις οποίες δώσανε ή να προβληματίζονται πάνω στα διάφορα στάδια από τα οποία περνάνε κατά τη μεταφραστική διαδικασία.
H περιγραφή των λύσεων που επέλεξαν και των στρατηγικών που ακολούθησαν για να αντιμετωπίσουν αυτά τα ειδικά μεταφραστικά προβλήματα γίνεται συνήθως από έμπειρους μεταφραστές με το σκεπτικό ότι η παρακαταθήκη αυτή μπορεί ν’ αποτελέσει μια μεθοδολογία χρήσιμη και σε άλλους.
Ένα παιχνίδι αποφάσεων
Αυτό που τονίζεται συνεχώς από τους μεταφραστές, ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη, κάθε φορά, προσέγγιση ή μεθοδολογία, είναι η ανάγκη για συνεχή επεξεργασία και επανεκτίμηση του μεταφρασμένου κειμένου, έτσι ώστε ν’ αντιστοιχεί όσο το δυνατόν περισσότερο, και σε όλα τα επίπεδα (σημασιολογικό, υφολογικό, πραγματολογικό), στο πρωτότυπο κείμενο. Ένα πιο θεωρητικό μοντέλο μετάφρασης είναι αποτέλεσμα κυρίως της γλωσσολογικής έρευνας.
Το κύριο μέλημα όμως των θεωρητικών προσεγγίσεων είναι η διατύπωση γενικότερων κανόνων και αρχών που μπορούν να οριστούν και να κατηγοριοποιηθούν, και τελικά να χρησιμοποιηθούν ανεξάρτητα από συγκεκριμένες γλώσσες. Για ορισμένους θεωρητικούς της λογοτεχνικής μετάφρασης, όπως ο Levy (Translation as a decision process. Στο To Honour Roman Jakobson II, 1171-1182, Χάγη: Mouton, 1967), η μετάφραση είναι ένα παιχνίδι, άρα και κατ’ ουσίαν μια διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Υπό αυτό το πρίσμα οι χειρισμοί του μεταφραστή συνίστανται σ’ έναν συγκεκριμένο αριθμό συνεχών καταστάσεων όπως, για παράδειγμα, σε μια παρτίδα σκάκι. Οι συγκεκριμένες καταστάσεις του επιβάλλουν την αναγκαιότητα της επιλογής μεταξύ ενός ορισμένου (και πολύ συχνά επακριβώς προσδιορισμένου) αριθμού εναλλακτικών κινήσεων.
Από τη στιγμή που ο μεταφραστής αποφασίσει υπέρ μιας από τις εναλλακτικές λύσεις, έχει την ίδια στιγμή καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και τις επόμενες αποφάσεις του.