Το Μανιφέστο της κας Προέδρου – “Κράτος Δικαίου” εναντίον δημοκρατίας!
04/04/2021Το άρθρο της κας Σακελλαροπούλου στην Εφημερίδα των Συντακτών τον Ιανουάριο είχε προκαλέσει ποικίλη κριτική (π.χ. από τον Γιώργο Παπαδόπουλο-Τετράδη, τον Γ. Παναγιωτακόπουλο και τον “Δρόμο της Αριστεράς”). Μια επιφανειακή ανάγνωσή του δίνει την εντύπωση γενικόλογης ηθικολογίας, γραμμένης χωρίς κορυφώσεις και χωρίς κατακλείδα. Όμως, μια τέτοια ανάγνωση ίσως αδικεί το άρθρο της. Θεωρώ δεδομένο ότι η κα Σακελλαροπούλου γνωρίζει να δομεί ένα κείμενο (δεν είναι προφορική συνέντευξη) με ακρίβεια και εσωτερική συνέπεια και ότι οι λογικές συνεπαγωγές του δεν είναι προϊόν απροσεξίας.
Ξεκινώ από την 2η και 3η παράγραφο (έμφαση δική μου) όπου εισάγονται αξιωματικές, αλλά και αξιακές, παραδοχές: «Σε αυτή την περιεκτική αντίληψη για τη δημοκρατία οι μειοψηφίες θωρακίζονται απέναντι στην τυραννία της πλειοψηφίας, ενώ τα θεσμικά αντίβαρα, η διάκριση των εξουσιών και ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, θέτουν όρια στη λαϊκή κυριαρχία και την κρατική εξουσία. Τα δικαιώματα δεν εξαντλούνται σε εφήμερες νομικές κατασκευές, αντιθέτως φέρουν καθολικές ηθικές και πολιτικές αξιώσεις. Είναι σημεία του σύγχρονου ανθρωπισμού που δεν καθορίζουν μόνο τον νομικό μας πολιτισμό, αλλά και τον ίδιο τον τρόπο της ζωής μας».
Πρώτον, υπάρχει ένα δίπολο πλειοψηφίας-τυράννου και μειοψηφίας-θύματος. Η πλειοψηφία θεωρείται τυραννική εκ προοιμίου και όχι κατ’ εξαίρεση. Δεύτερον, η λαϊκή κυριαρχία και η κρατική εξουσία είναι μάστιγες που χρήζουν περιορισμού. Τρίτον, τα δικαιώματα δεν απορρέουν από το νόμο, άρα δεν είναι «εφήμερα» και μεταβλητά. Απορρέουν από «ηθικές αξιώσεις» άχωρες και άχρονες σαν τον Θεό. Αυτό το χωρίο έχει κάτι να ζηλέψει τόσο από τα ευκλείδεια αξιώματα όσο και από το Σύμβολο της Πίστεως: αφού ορίζεται αξιωματικά ο άξονας καλού-κακού, θεμελιώνεται δογματικά η ύπαρξη αξιών άνωθεν παραδοθεισών στις ανθρώπινες κοινωνίες, κάτι σαν τις Δέκα Εντολές.
Ποιος, όμως, είναι ο τοποτηρητής αυτών των αιώνιων αξιών; «Σε αυτό το κλίμα της διάχυτης καχυποψίας αναδεικνύεται η οξύμωρη έννοια της “ανελεύθερης δημοκρατίας” (illiberal democracy), ειδικά σε χώρες με αδύναμη δικαιοκρατική παράδοση. Στη λαϊκιστική στρέβλωση της δημοκρατίας, η λαϊκή βούληση συγχέεται με τη βούληση της πλειοψηφίας. Οι κυβερνώντες υπονομεύουν, άμεσα ή έμμεσα, τις μείζονες εγγυήσεις του κράτους δικαίου: την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, την ακαδημαϊκή ελευθερία, την ελευθεροτυπία και την ελεύθερη έκφραση. Όμως δημοκρατία χωρίς κράτος δικαίου δεν νοείται. Και η Ευρώπη είναι πάνω από όλα μια Ένωση δικαίου».
Κράτος δικαίου
Δηλαδή, η «λαϊκιστική στρέβλωση της δημοκρατίας», ένας αόριστος νεολογισμός, οφείλεται στην «αδύναμη δικαιοκρατική παράδοση». Η δε εγγύηση δημοκρατίας είναι το «κράτος δικαίου» και όχι η αρνητικώς σημασιοδοτημένη «βούληση της πλειοψηφίας», που δεν θα πρέπει να συγχέεται με την ευεργετική «λαϊκή βούληση». Οι συνεπαγωγές είναι εκπληκτικές: Η έκφραση της πλειοψηφίας είναι τυραννική και όχι δημοκρατική. Φρουρός της δημοκρατίας είναι το κράτος δικαίου. Yπ’ αυτό το πρίσμα, παλαιότερες δημόσιες παρεμβάσεις της κας Σακελλαροπούλου (π.χ. 21/4/2020, 30/5/2020, 8/7/2020, 29/9/2020, 4/11/2020) αναδεικνύουν μια εμμονή στην έννοια του “κράτους δικαίου”. Και βασικοί φορείς αυτού του κράτους δικαίου, βέβαια, θα είναι οι δικαστές.
Το “κράτος δικαίου” είναι προφανώς κάτι το επιθυμητό: η δημοκρατική και συντεταγμένη θέσπιση νόμων τους νομιμοποιεί στο σώμα των πολιτών, η αυστηρή τήρησή τους παρέχει ασφάλεια τόσο από την αναρχία όσο και από την απολυταρχία, ενώ η ισονομία εξασφαλίζει δικαιοσύνη και στον αδύνατο. Αυτό που ξενίζει είναι η επιμονή της κας Σακελλαροπούλου.
Ασυνήθιστη επίσης για Πρόεδρο Δημοκρατίας ήταν και η παρουσία της στην εκδήλωση για την ορκωμοσία Μπάιντεν και η εστίαση της ομιλίας της στην απόφαση Marbury vs Madison (1803) σχετική με τον συνταγματικό έλεγχο των νόμων. Πρόκειται για ένα μη ζήτημα για την ελληνική πραγματικότητα, αφού η αποδοχή του Συντάγματος ως ανώτατου κανονιστικού κειμένου, τον καθιστά συνήθη (παρεμπίπτοντα και διάχυτο στην ελληνική πρακτική). Πρακτική όμως μη αυτονόητη και η οποία χρειάστηκε μια εξηκονταετία για να θεμελιωθεί (απόφαση 23/1897 του Αρείου Πάγου) και που δεν ακολουθούσε «από τις απαρχές της» την ελληνική έννομη τάξη, όπως ισχυρίζεται η κα Σακελλαροπούλου.
Υστεροφημία
Γιατί αυτή η άκομψη εμμονή απέναντι σε λυμένα προβλήματα; Πρόκειται περί χαριτωμένης επαγγελματικής διαστροφής, ή μήπως περιγράφεται πλαίσιο αρχών για την τροποποίηση της καθημερινής δικαστικής πρακτικής; Είναι η αναφορά στις ομοιότητες ελληνικού-αμερικανικού συνταγματικού ελέγχου, εκδήλωση προθέσεως για μετάβαση σε αυξημένη ισχύ της νομολογίας (jurisprudence), κατά την αγγλοσαξωνική παράδοση του κοινού δικαίου (common law), όπου οι δικαστικές αποφάσεις έχουν ισχύ νόμου λόγω δεδικασμένου;
Ονειρεύεται η κα Σακελλαροπούλου την υστεροφημία ενός Antonin Scalia ή, ακόμη καλύτερα, μιας Ruth Bader-Ginsburg; Τέτοιες δικαστικές υπερβολές προκάλεσαν τη Γαλλική Επανάσταση και έκαναν τον Ροβεσπιέρο να λέει: «η λέξη νομολογία πρέπει να σβηστεί από την γλώσσα μας. Σε ένα Κράτος που έχει ένα Σύνταγμα, μια νομοθεσία, η νομολογία των δικαστηρίων δεν είναι τίποτα άλλο παρά νόμος».
Για να αναλυθούν τα ιδεολογικά θεμέλια αλλά και οι πολιτικές προεκτάσεις των παρεμβάσεων της κας Σακελλαροπούλου απαιτείται επιπλέον χώρος. Επί του παρόντος όμως είναι κρίσιμο να τις αναδείξουμε ως κάτι μη ουδέτερο, και ως ένα θέμα που θα πρέπει να μας απασχολήσει επί τούτου.
Πρώτη σελίδα από το «Προσωρινόν Πολίτευμα» του 1822 ή «Σύνταγμα της Επιδαύρου».