Ο Σημίτης, το Ελσίνκι και η “απάθεια” του Καραμανλή
03/04/2021Στην εξιστόρηση του πως φτάσαμε από την σύνδεση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας με την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, που προέβλεπε η Συμφωνία του Ελσίνκι, στην απεμπόληση αυτού του «διπλωματικού κεκτημένου», αναφέρεται ο Κώστας Σημίτης. Ο πρώην πρωθυπουργός ασκεί έντονη κριτική στην κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία διαδέχθηκε την δική του, το 2004.
Σε άρθρο του στην εφημερίδα “Τα Νέα”, το οποίο είναι ουσιαστικά προδημοσίευση αποσπασμάτων από το νέο βιβλίο του “Η στρατηγική του Ελσίνκι, 20+1 χρόνια μετά”, o Κώστας Σημίτης υποστηρίζει ότι ο Κώστας Καραμανλής απεμπόλησε αυτό το διπλωματικό κεκτημένο της χώρας, το 2004, όταν συναινούσε στην εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην ΕΕ, παρά το γεγονός ότι η Άγκυρα δεν είχε επιλύσει τις διαφορές της με την Αθήνα για την υφαλοκρηπίδα.
Η πλευρά Καραμανλή, όπως είναι γνωστό, έχει απαντήσει στο θέμα του Ελσίνκι, για το οποίο έχει καταγράψει ως θετικά την συμφωνία για την έναρξη της ενταξιακής πορείας της Κύπρου και την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Ωστόσο, έχει εκφράσει, παραλλήλως, την διαφωνία της με τον τρόπο επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών, ο οποίος παρέπεμπε σε ένα συνυποσχετικό για την κοινή προσφυγή στην Χάγη.
Ο λόγος για τον οποίο η πλευρά Καραμανλή διαφωνούσε με αυτήν την μέθοδο ήταν γιατί εκτιμούσε, ότι η Άγκυρα θα προσπαθούσε να βάλει στον ίδιο φάκελο του Διεθνούς Δικαστηρίου θέματα, τα οποία η Ελλάδα θα ήταν αδύνατον να αποδεχθεί. Κάτι που βλέπουμε και σήμερα στο πλαίσιο των διερευνητικών με το ανυπόστατο τουρκικό αίτημα για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου.
Ο Σολάνα, η Τουρκία και η Κύπρος
Στο πρώτο απόσπασμα του βιβλίου του, ο Κώστας Σημίτης διηγείται πως φτάσαμε στην αποδοχή των ελληνικών θέσεων, στο Ελσίνκι:
«Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνήλθε στις 10 Δεκεμβρίου 1999. Ξεκίνησε με θέμα τη διεύρυνση της Ενωσης και την υποψηφιότητα της Τουρκίας. Δήλωσα ότι αδυνατώ να συναινέσω στην υποψηφιότητα της Τουρκίας, αν δεν αντιμετωπιστεί θετικά και η υποψηφιότητα της Κύπρου. Το Συμβούλιο, μπροστά στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε, διακόπηκε. Εγιναν διαδοχικές τριμερείς συνεννοήσεις με την Προεδρία και τους συναδέλφους μας για να διατυπωθεί μια γενικά αποδεκτή απόφαση. Αισθάνθηκα ότι βαθμιαία το κλίμα άλλαζε. Οι αντιρρήσεις στηρίζονταν στο επιχείρημα ότι οι Τούρκοι δεν δέχονται τη λύση του Κυπριακού. Η Προεδρία βρισκόταν διαρκώς σε επαφή με την τουρκική αντιπροσωπεία και την Αγκυρα, ενώ το Συμβούλιο είχε αρχίσει να ενοχλείται από την άτεγκτη στάση τους. Με μεγάλη προσπάθεια, στην οποία συνέβαλε καθοριστικά ο ύπατος εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ενωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας κ. Σολάνα, επιτύχαμε στο τέλος τους σκοπούς μας. Οι δύο κρίσιμες ρυθμίσεις έγιναν αποδεκτές.
Τα 15 κράτη-μέλη συμφώνησαν να αναγνωρισθεί η Τουρκία ως υποψήφια χώρα. Θα έπρεπε, σε εύλογο χρονικό διάστημα, να επιλύσει τις τυχόν συνοριακές ή άλλες διαφορές της με τα κράτη-μέλη στη βάση των αρχών του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. εφόσον δεν επερχόταν συμφωνία σε εκκρεμείς διαφορές. Προς περαιτέρω αποσαφήνιση, εξάλλου, στα συμπεράσματα της Συνόδου σημειώθηκε ότι “το αργότερο το 2004” οι 15 ηγέτες θα επανεξέταζαν την κατάσταση για να εγκρίνουν την εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας. Αν δεν είχαν επιλυθεί οι εκκρεμείς διαφορές, θα προωθούσαν την επίλυσή τους μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου. Σε ό,τι αφορά την Κύπρο, πείσαμε τους εταίρους μας ότι η προϋπόθεση λύσης του Κυπριακού, που πρότειναν ως αφετηριακό σημείο ενταξιακής πορείας της Κύπρου, καθιστούσε τον πρόεδρο της “Βόρειας Κύπρου” Ρ. Ντενκτάς κυρίαρχο των εξελίξεων. Θα μπορούσε στο εξής να διαπραγματεύεται εκβιαστικά απέναντι στην Ενωση και την Ελλάδα, αφού θα κρατούσε στα χέρια του το κλειδί της ενταξιακής πορείας της Κύπρου. Οι 14 εταίροι μας αποδέχθηκαν τον συλλογισμό μας. Στα συμπεράσματα της Συνόδου σημειώθηκε ότι “εάν μέχρι την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων προσχώρησης της Κύπρου δεν έχει επιτευχθεί λύση (στο Κυπριακό), η απόφαση του Συμβουλίου όσον αφορά την προσχώρηση θα ληφθεί χωρίς το ανωτέρω να αποτελεί προϋπόθεση”.
Το πρώτο σκέλος ανάγκαζε την Τουρκία να λύσει σε χρόνο μελλοντικό αλλά ως βασική προϋπόθεση της ενταξιακής της πορείας, τα όποια ζητήματά της με την Ελλάδα και έθετε την ΕΕ ως εποπτεύουσα της διαδικασίας. Το δεύτερο, ως γνωστόν, αποδείχτηκε κλειδί για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, που επισφραγίστηκε σε μια πανηγυρική εκδήλωση στη Στοά του Αττάλλου, τον Απρίλιο του 2003, όπου υπογράφηκε η Συνθήκης Προσχώρησης δέκα νέων κρατών στην ΕΕ -μεταξύ αυτών και της Κυπριακής Δημοκρατίας».
Ο Σημίτης για τον Καραμανλή
«Μετά τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, την Κυριακή της 7ης Μαρτίου 2004, προσκάλεσα τον κ. Καραμανλή στο Μαξίμου για να τον ενημερώσω για θέματα που θεωρούσα ότι θα πρέπει να γνωρίζει ο νέος πρωθυπουργός. Ο κ. Καραμανλής ήρθε στο Μαξίμου συνοδευόμενος από τον σύμβουλό του κ. Μολυβιάτη. Αφού αναφέρθηκα στα τρέχοντα οικονομικά προβλήματα, θέλησα να θίξω το θέμα των σχέσεων με την Τουρκία. Ο κ. Καραμανλής με διέκοψε αμέσως αναφέροντας ότι στα θέματα αυτά έχει διαφορετικές απόψεις και δεν χρειάζεται πληροφόρηση. Προσέθεσε ότι ο κ. Μολυβιάτης είναι κατ’ εξοχήν αρμόδιος για την αντιμετώπισή τους. Ο κ. Μολυβιάτης πήρε αμέσως μετά τον λόγο και δήλωσε ότι η νέα κυβέρνηση θα εφαρμόσει την δική της πολιτική, που είναι διαφορετική από εκείνη της κυβέρνησής μου. Μετά την παρατήρηση αυτή, η συζήτηση στράφηκε σε άλλα θέματα, άσχετα προς την εξωτερική πολιτική.
Τον Δεκέμβριο του 2004, όταν σύμφωνα με την απόφαση του Ελσίνκι, πραγματοποιήθηκε η σύνοδος Κορυφής για να αποφασιστεί η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, την Ελλάδα εκπροσωπουσε ο νέος πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής. Δυστυχώς, στη σύνοδο αποφασίστηκε η εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, παρ’ όλο που δεν είχε τακτοποιήσει τις διαφορές της με την Ελλάδα, όσον αφορά την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα. Ο κ. Καραμανλής και η κυβέρνηση της ΝΔ , σε αντίθεση με τις μεγαλοστομίες της εποχής της αντιπολίτευσης, έδειξαν εξαρχής δείγματα μίας γενικευμένης απάθειας απέναντι στις εξελίξεις…Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, αν και είχε τη δυνατότητα, δεν προέβαλε την ένσταση για για την έλλειψη ανταπόκρισης της Τουρκίας στον όρο που είχε τεθεί στο Ελσίνκι και αφορούσε την ύπαρξη διαφορών σχετικά με την έκταση της τουρκικής υφαλοκρηπίδας. Αποδέχθηε έτσι την έναρξη διαπραγματεύσεων με ανεπίλυτες τις ελληνοτουρκικές διαφορές»…