Ιράν 40 χρόνια μετά – Και όμως, οι μουλάδες τα κατάφεραν
09/09/2019Ήταν 17 Απριλίου όταν το Grace 1 απέπλευσε από τον Κόλπο, κουβαλώντας κοντά στα δύο εκατομμύρια βαρέλια ιρανικού πετρελαίου. Μέσα στο πολύμηνο ταξίδι του, το τάνκερ άλλαξε όνομα, αλλά και προορισμό πολλές φορές. Αναγκάστηκε να κάνει τον περίπλου της Αφρικής, όπως συνέβαινε την εποχή προ διώρυγας Σουέζ, ενώ αρχές Ιούλη πιάστηκε στο Γιβραλτάρ, λόγω της υποψίας πως το Ιράν προορίζει το πετρέλαιο για το στοχοποιημένο από την Δύση καθεστώς της Δαμασκού.
Εν τω μεταξύ, από τον έναν ωκεανό στον άλλο, από τις Ηράκλειες Στήλες έως τα στενά του Ορμούζ αναβίωσαν φαινόμενα πειρατείας, με την Τεχεράνη να δεσμεύει στα χωρικά της ύδατα ως αντίποινα ένα πετρελαιοφόρο υπό βρετανική σημαία. Τελικά, το ιρανικό τάνκερ αφέθηκε ελεύθερο να συνεχίσει την πορεία του στη Μεσόγειο με το αμερικανικό τελεσίγραφο περί απαγόρευσης παροχής βοήθειας να κρεμάται σαν «δαμόκλειος σπάθη» πάνω από τα κεφάλια φίλων και συμμάχων.
Στο ίδιο πνεύμα, ο Ινδός καπετάνιος του πλοίου έλαβε email από το ίδιο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ που τον καλεί σε συμμόρφωση! Κατά έναν συμπτωματικό τρόπο, η πορεία του Andrian Darya 1 (πρώην Grace 1) θυμίζει την πορεία της ίδιας της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν τους τελευταίους μήνες, αν όχι χρόνια. Μιας πορείας στο άγνωστο και την αβεβαιότητα με εκβιαστικά διλήμματα και αναμεταδότες που ανοιγοκλείνουν.
Οι περιπέτειες του Ιράν βέβαια συνεχίζονται και πέραν των θαλασσών, στο περιθώριο των συνόδων των G7 και στα σαλόνια της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι ιρανό–αμερικανικές σχέσεις διανύουν μία από τις χειρότερες φάσεις τους εδώ και δεκαετίες, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο δράσης στη γαλλική διπλωματία και τον Πρόεδρο Μακρόν. Οι συνομιλίες που ξεκίνησαν από την πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη με τους Ιρανούς αξιωματούχους λειτούργησαν ως βαρόμετρο για το μέλλον των ευρωιρανικών σχέσεων συνολικά.
Δύσκολες συνομιλίες και καυτά ερωτήματα
Ασφαλώς και δεν πρόκειται για εύκολες συνομιλίες, καθώς διεξάγονται στη βαριά σκιά της μονομερούς αποχώρησης των ΗΠΑ από τη συμφωνία που υπέγραψε τον Ιούλη του 2015 το Ιράν μαζί με τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας συν τη Γερμανία για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Παράλληλα, το κλίμα στον Περσικό Κόλπο είναι εκρηκτικό: πλοία εξαφανίζονταν μυστηριωδώς πριν έναν μήνα, ο 5ος Στόλος βρίσκεται σε πολεμική ετοιμότητα, ενώ οι Ιρανοί κατέρριψαν ένα αμερικανικό drone που κατασκόπευε τις ακτές τους και δήλωσαν πως θα επανέλθουν στα προ του 2015 επίπεδα εμπλουτισμού του ουρανίου τους.
Παρόλη την τωρινή ένταση, το καλοκαίρι του 2015 όλοι πίστευαν πως είχε ανατείλει μια νέα περίοδος συνεργασίας και ασφάλειας στις σχέσεις του Ιράν με την Δύση. Πώς φτάσαμε λοιπόν στο σημερινό αδιέξοδο και πως αυτό ερμηνεύεται σε σχέση με τις περιφερειακές εξελίξεις και τη λειτουργία του διεθνούς συστήματος εν γένει; Είναι δυνατή η υπέρβασή των δυσκολιών μέσω κάποιας νέας διπλωματικής ανατροπής;
Πώς θα μπορούσε η παρούσα κρίση να επηρεάσει το Ιράν 40 χρόνια μετά την μεγάλη επανάσταση που ανέτρεψε τον αμερικανόφιλο Σάχη, έφερε τους σιίτες κληρικούς στην εξουσία κι εγκαθίδρυσε την Ισλαμική Δημοκρατία; Πριν θέσουμε όμως τα ερωτήματα του σήμερα, πρέπει να δούμε το ιστορικό των πολυκύμαντων σχέσεών του με την Δύση.
Έτος ανατροπής
Το 1979 ήταν το έτος της μεγάλης ανατροπής, αφού ένας εκ των πιστότερων συμμάχων των ΗΠΑ πραγματοποίησε στροφή 180 μοιρών, μετατρέποντας τον πόλεμο κατά του “Μεγάλου Σατανά” και των συμμάχων του σε θεμέλιο λίθο της εξωτερικής του πολιτικής: η δημιουργία της Χεζμπολάχ το 1983 στο Λίβανο και τα χτυπήματα κατά δυτικών στόχων, η ενεργός υποστήριξη της Χαμάς στην Παλαιστίνη, η δημιουργία σιιτικών πολιτοφυλακών στο Ιράκ μετά την αμερικανική εισβολή του 2003, η απόπειρα ανατροπής του σουνίτη μονάρχη στο Μπαχρέιν το 2011, η εμπλοκή στο συριακό εμφύλιο για την διάσωση του Bashar al-Assad, η υποστήριξη των σιιτών Houthi στην Υεμένη, αποτελούν πλείστα παραδείγματα ενός τριμέτωπου αγώνα που μαίνεται εδώ και δεκαετίες ενάντια στις ΗΠΑ, το Ισραήλ και φυσικά τη Σαουδική Αραβία.
Οι ανταγωνισμοί αυτοί ως συνήθως προσλαμβάνουν τη μορφή των proxy wars (πολέμου δια αντιπροσώπων) και όχι της μετωπικής αντιπαράθεσης. Όλες αυτές οι περιπέτειες εκτός συνόρων είναι ενδεικτικές μιας διελκυστίνδας που στοιχειώνει όχι μόνο την εξωτερική, αλλά και την εσωτερική πολιτική της Ισλαμικής Δημοκρατίας από γεννήσεώς της. Από τη μια, έχουν κοστίσει στη χώρα δεκάδες χιλιάδες μάρτυρες, δεκαετίες κυρώσεων και διεθνή απομόνωση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις μεγάλες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις αρχές του 2018 το κύριο αίτημα ήταν «να σταματήσουμε να σκοτωνόμαστε για την Γάζα, τη Συρία και την Υεμένη». Από την άλλη βέβαια, θεσμοί, μηχανισμοί (Φρουροί της Επανάστασης) και ζωτικοί τομείς της εθνικής οικονομίας εξαρτώνται από την “βιομηχανία των μαρτύρων” και την “εξαγωγή της επανάστασης“. Και αυτό είναι κάτι που δεν έχει αμφισβητηθεί από καμία ιρανική κυβέρνηση, μεταρρυθμιστών ή συντηρητικών, ακριβώς λόγω του δομικού του ρόλου στην διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της Ισλαμικής Δημοκρατίας per se.
Το Ιράν κατάφερε
Σε κάθε περίπτωση, το Ιράν κατάφερε εδώ και 40 χρόνια να διατηρήσει το status περιφερειακής δύναμης που κατείχε και προ 1979 όντας ιδρυτικό μέλος του περιβόητου Συμφώνου της Βαγδάτης το 1955. Θυμίζουμε ότι το Σύμφωνο της Βαγδάτης ήταν ένα αντισοβιετικό αμυντικό σύμφωνο που δημιουργήθηκε με τη συμμετοχή του Ιράκ, του Ιράν, της Τουρκίας, του Πακιστάν και της Μ. Βρετανίας, (βλ. Long, David and Reich, Bernard, The Government and Politics of the Middle East and North Africa, Westview Press, 1995, p. 95).
Το σημαντικό εδώ είναι ότι η Τεχεράνη το κατάφερε αυτό χωρίς να θυσιάσει τα ιδιώματα του «αντιιμπεριαλισμού/αντι αμερικανισμού» και της «αντίστασης» τα οποία συγκεράστηκαν στην εσωτερική πολιτική με τις θέσεις του Αγιατολάχ περί απόκληρων, κοινωνικής δικαιοσύνης και της δικαιωματικής επανόδου των ιμάμηδων στην διακυβέρνηση.
Παρά το οικονομικό της κόστος, πρόκειται για την ιδεολογική παρακαταθήκη που νομιμοποιεί την ιρανική εθνική αφήγηση της μετά-Σάχη εποχής. Η ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων με τους Αμερικανούς ήταν το κύριο συστατικό της αφήγησης αυτής. Μετά την Κρίση των Ομήρων το Νοέμβριο του 1979, η οποία διήρκησε 444 ημέρες, η διοίκηση Ρέιγκαν διαδεχόμενη τον Τζίμι Κάρτερ το 1981, επένδυσε –μάταια– στη συντριβή της Ισλαμικής Δημοκρατίας από τον Σαντάμ Χουσείν, κατά την διάρκεια του πολέμου Ιράν–Ιράκ (1980-1988).
Παρόλα αυτά, με την πάροδο των ετών οι υπόλοιπες χώρες της Δύσης διαπίστωσαν πως ούτε ο πόλεμος, ούτε οι κυρώσεις επέφεραν καθεστωτική ανατροπή στην Τεχεράνη κι έτσι άρχισαν να αναζητούν διαύλους κανονικοποίησης των σχέσεών τους μαζί της. Υπήρχαν βέβαια εμπόδια που έπρεπε να ξεπεραστούν: η υποστήριξη οργανώσεων που συμπεριλαμβάνονται στις μαύρες λίστες των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και φυσικά το περιβόητο πυρηνικό πρόγραμμα.