Δεν αρκεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών για ανάπτυξη κ. πρωθυπουργέ
16/09/2019Η ανάπτυξη παραμένει το μοναδικό μέσο σωτηρίας της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας από την μέγγενη των δεσμεύσεων που της έχουν επιβληθεί για την αποπληρωμή του χρέους. Ενώ όμως όλοι συμφωνούν στην ανάγκη πραγματοποίησης μεγάλου όγκου επενδύσεων, εγγενές πρόβλημα παραμένει η αδυναμία συμβολής του προϋπολογισμού στην ανάπτυξη. Με βάση το ισχύον δημοσιονομικό πλαίσιο (λιτότητα), η προσπάθεια περιορίζεται στην ανάκτηση της “εμπιστοσύνης των επενδυτών”. Παραβλέπεται το γεγονός ότι μετά δέκα χρόνια λιτότητας, η ύφεση επιστρέφει στην Ευρωζώνη.
Καθώς η επενδυτική βαθμίδα της χώρας, υπολείπεται του investment grade των οίκων αξιολόγησης, οι δηλώσεις του πρωθυπουργού στην Θεσσαλονίκη δεν περιείχαν εκπλήξεις. Οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης είχαν ήδη αφήσει για αργότερα αυτό που αποτελούσε τον πυρήνα του προεκλογικού της προγράμματος, δηλαδή την μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. O Μητσοτάκης δήλωσε ότι θα προωθήσει πρώτα τις μεταρρυθμίσεις που θα του επιτρέψουν να διεκδικήσει μείωση των πλεονασμάτων το 2020. Επέλεξε να δώσει έμφαση στη μείωση των φόρων.
Οι αλλαγές στην φορολογία όμως, που είναι το βασικό του επιχείρημα για την τόνωση της ανάπτυξης, θα έλθουν σε δύο φάσεις. Για τα εισοδήματα που αποκτούν τα φυσικά πρόσωπα εντός του 2019 δεν θα αλλάξει τίποτε. Η κυβέρνηση επέλεξε να μεταφέρει το κύριο βάρος του δημοσιονομικού κόστους των φορολογικών εξαγγελιών της μετά το 2020. Το γεγονός αυτό βέβαια δεν ευνοεί την επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης που αποτελεί την ουσιαστική προϋπόθεση για την εξασφάλιση «δημοσιονομικού χώρου».
Με τις διευκρινίσεις του στη Θεσσαλονίκη, ο πρωθυπουργός αποσαφήνισε την τακτική της κυβέρνησης όσον αφορά την διεκδίκηση της μείωσης των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος, σημειώνοντας ότι συνδέεται χρονικά με την τέταρτη αξιολόγηση, που διεξάγεται στο πλαίσιο της “ενισχυμένης εποπτείας”. Η ανελαστικότητα στο θέμα αυτό, οφείλεται στο ότι η δέσμευση για το ύψος των πλεονασμάτων αποτελεί εγγύηση για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Ο αβέβαιος δημοσιονομικός χώρος
Στην ΔΕΘ, ο πρωθυπουργός προσπάθησε να απαντήσει στο ερώτημα που αφορά την χρηματοδότηση της ανάπτυξης. Συνέδεσε ευθέως τον διαθέσιμο “δημοσιονομικό χώρο” με την αύξηση του ΑΕΠ, υπογραμμίζοντας ότι η δημιουργία δημοσιονομικού χώρου που θα επιτρέψει αυξημένες αναπτυξιακές παρεμβάσεις στην οικονομία τα επόμενα χρόνια, συνδέεται με την αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης.
Ωστόσο, για την επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ, δεν αρκούν οι φοροελαφρύνσεις, όσο και αν είναι απαραίτητες. Εξάλλου, το μεγαλύτερο δημοσιονομικό βάρος των φοροελαφρύνσεων, θα περιληφθεί στον κρατικό προϋπολογισμό του 2021. Χρειάζονται όμως άμεσα παραγωγικές επενδύσεις και αναδιάρθρωση του παραγωγικού υποδείγματος. Είναι αμφίβολη επομένως η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια, καθώς οι επενδύσεις για την αναδιάρθρωση του παραγωγικού υποδείγματος είναι αδύνατες, υπό καθεστώς ισοσκελισμένων προϋπολογισμών.
Δεν είναι τυχαία η δήλωση του πρωθυπουργού, ότι τα έσοδα από τα κέρδη των κρατικών ομολόγων που επιστρέφουν στο ελληνικό δημόσιο από τις κεντρικές τράπεζες, θα κατευθυνθούν στην ελάφρυνση της φορολογίας. Η επισήμανση αυτή αλλάζει την αρχική προσέγγιση που προέκρινε την τροφοδοσία του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων από τα κέρδη των ANFAs και των SMPs.
Συνεπώς, η κυβέρνηση προσπαθεί να εξασφαλίσει ότι, αν δεν επιδράσει στον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ η μείωση των φορολογικών συντελεστών που σχεδιάζει και η μεγέθυνση δεν οδηγήσει σε αύξηση των φορολογικών εσόδων όπως επαγγέλλεται, την φορολογική “τρύπα” θα καλύψουν τα κέρδη από τα ομόλογα των κεντρικών τραπεζών.
Το φρένο στην ανάπτυξη
Η επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης είναι εξαιρετικά δύσκολη σε μια οικονομία που βρίσκεται σε χρόνια κατάσταση αντιπληθωρισμού λόγω των μνημονιακών δεσμεύσεων. Ταυτόχρονα, η ελληνική οικονομία υπόκειται στους κανόνες της Ενισχυμένης Εποπτείας που εξοστρακίζουν τον αναπτυξιακό δανεισμό και αποκλείουν τον αντικυκλικό ρόλο της δημοσιονομικής πολιτικής.
Καθώς οι δαπάνες εξαρτώνται από την αύξηση του ΑΕΠ, τα έσοδα του προϋπολογισμού εξαρτώνται από το εισόδημα. Δηλαδή οι δημοσιονομικοί κανόνες της Εποπτείας καθιστούν τον δημοσιονομικό χώρο (επίπεδο δαπανών) συνάρτηση της αύξησης του εθνικού προϊόντος.
Με άλλα λόγια, ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός, χωρίς καθαρό αναπτυξιακό δανεισμό, αλλά μόνο για την αποπληρωμή του χρέους, δεν μπορεί να συνεισφέρει στην ανάπτυξη. Οι δεσμεύσεις των μνημονίων και η ενισχυμένη εποπτεία, αφήνουν στις ελληνικές κυβερνήσεις περιορισμένο πεδίο άσκησης αναπτυξιακής δημοσιονομικής πολιτικής, για την διοχέτευση κεφαλαίων σε ένα σχέδιο βιομηχανικής και αγροτικής πολιτικής, σε παραγωγικές επενδύσεις και όχι μόνο σε περαιτέρω πώληση δημόσιας περιουσίας.
Επιπλέον, η χρηματοδότηση της ανάπτυξης, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα “κόκκινα” δάνεια και την εξυγίανση των τραπεζών, κάτι που θα πάρει χρόνο. Επομένως, οι εγχώριες ιδιωτικές επενδύσεις θα εξακολουθήσουν να αντιμετωπίζουν δανειακή στενότητα. Για τους λόγους αυτούς, η επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης με βάση το ενδογενές δυναμικό, δεν είναι δυνατή υπό τις παρούσες συνθήκες περιοριστικής πολιτικής.
Η ύφεση στην Ευρωζώνη
Ο πρωθυπουργός αποδέχθηκε επίσης, ότι υπάρχει ενδεχόμενο οικονομικής επιβράδυνσης στην Ευρωζώνη και ότι αυτό θα επηρεάσει την ελληνική οικονομία. Διατύπωσε ταυτόχρονα την εκτίμηση ότι αν εγκατασταθεί η ύφεση η Ευρωζώνη, η ελληνική οικονομία θα έχει δρομολογήσει όλες τις παρεμβάσεις που ειναι αναγκαίες για να περιορίσει τις συνέπειες.
Συνέδεσε μάλιστα ευθέως το αίτημα της μείωσης του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα με το ενδεχόμενο οικονομικής επιβράδυνσης στην Ευρωζώνη, ισχυριζόμενος ότι, αν η Ευρωζώνη επιβεβαιώσει τις ανησυχίες για ύφεση, η αναθεώρηση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα αποκτά ένα ισχυρό επιχείρημα. Τούτο σημαίνει πως οι ελπίδες της κυβέρνησης εναπόκεινται στην μείωση των πλεονασμάτων μετά το 2021 και στις ξένες άμεσες επενδύσεις που προσδοκά να προσελκύσει ο αναπτυξιακός νόμος.
Επισημαίνεται πως οι παγκόσμιοι κλυδωνισμοί πλήττουν ιδιαίτερα τον κλάδο της μεταποίησης και οι πιθανότητες να περιέλθει η γερμανική οικονομία σε ύφεση με τεχνικούς όρους είναι 50%. Για τον λόγο αυτό, την Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου, η ΕΚΤ παρουσίασε ένα νέο πακέτο μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης (QE ΙΙ) για την τόνωση της ανάπτυξης, που συνδυάζει την περαιτέρω μείωση των επιτοκίων και αγορές τίτλων. Τα μέτρα ακολουθούν μια σειρά απογοητευτικών μακροοικονομικών ανακοινώσεων για την Ευρωζώνη.
Είναι γεγονός ωστόσο, πως η αυξημένη εξωστρέφεια, καθιστά την ελληνική οικονομία ευάλωτη στις επιρροές από την επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας, η οποία αντανακλά και την μείωση των επενδύσεων. Στο περιβάλλον αυτό, θα αποτελέσει νέα πρόκληση η μη συμμετοχή της χώρας στον νέο κύκλο ποσοτικής χαλάρωσης, καθώς η επενδυτική βαθμίδα της χώρας δεν το επιτρέπει.
Ο νέος προϋπολογισμός και το Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα έχουν ατύπως συζητηθεί με τους θεσμούς. Οι Βρυξέλλες θα εκδώσουν τις παρατηρήσεις τους τον Νοέμβριο, όταν θα έχει ολοκληρωθεί η νέα σύνθεση της Κομισιόν θα υπάρχουν αποδείξεις για την πορεία των δημοσιονομικών, ενώ θα έχει ολοκληρωθεί η 4η αξιολόγηση. Ο κ. Ρέγκλιγκ μετά το Eurogroup της Παρασκευής ανέφερε, ότι η ανάπτυξη στο πρώτο μισό του 2019 είναι μικρότερη από αυτήν που προβλεπόταν και πως η ενδυνάμωσή της αυξάνει την ικανότητα αποπληρωμής των δανείων.
Υπενθυμίζεται πως σύμφωνα με τις προβλέψεις της Κομισιόν, η Ελλάδα κινδυνεύει να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή της ως προς το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2019, μετά τα μέτρα του Μαΐου 2019. Υπήρχε η εκτίμηση πως προκύπτει δημοσιονομικό κενό ύψους 0,6% του ΑΕΠ, ενώ οι προβλέψεις για την μεγέθυνση του 2019 (ΕΕ: 2,1%, ΙΟΒΕ 1,8%) υπολείπονται του 2,5% που υπάρχει στον προϋπολογισμό. Με βάση τα στοιχεία των δύο πρώτων τριμήνων, απαιτούνται αυξήσεις του ΑΕΠ της τάξης του 3% τα δύο τελευταία τρίμηνα, για να επαληθευτεί ο στόχος του προϋπολογισμού.
Το θετικό στοιχείο
Το θετικό στοιχείο των διεθνών εξελίξεων είναι η μείωση των επιτοκίων δανεισμού, που προσφέρει την δυνατότητα αναχρηματοδότησης παλαιότερων δανείων (πχ. ΔΝΤ) με χαμηλότερα επιτόκια. Η θετική αυτή εξέλιξη θα πρέπει να εκτιμηθεί στο μακροοικονομικό πλαίσιο που παρέλαβε η κυβέρνηση, που περιλαμβάνει την «ρύθμιση» ενός μή βιώσιμου χρέους και πρόσβαση στις αγορές με την εγγύηση ενός «μαξιλαριού».
Η «εξασφαλισμένη» αποπληρωμή χρέους μέχρι το 2032 όμως, βασίζεται σε συμφωνία μετάθεσης πληρωμών με τόκο, γεγονός που αποτελεί ωρολογιακή βόμβα για την χώρα, αν δεν επανέλθει σε αναπτυξιακή τροχιά. Το τι θα γίνει δηλαδή μετά δέκα χρόνια, εξαρτάται από τις δράσεις της ενδιάμεσης περιόδου.
Επομένως η νέα κυβέρνηση που απολαμβάνει μια περίοδο χάριτος, στο τέλος του χρόνου θα έχει να αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα της οικονομίας και κυρίως την λεγόμενη «παγίδα του χρέους» που έχουμε επανειλημμένα αναφέρει. Το γεγονός δηλαδή ότι στο δεδομένο πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων, κάθε προσπάθεια μείωσης του κλάσματος χρέος προς ΑΕΠ (χρέος/ΑΕΠ), με τον περιορισμό ή το πάγωμα της δημόσιας δαπάνης, συνήθως καταλήγει στην αύξηση του χρέους, που σήμερα είναι 356 δισ.