Η νέα γενιά Ελληνοκυπρίων απέναντι στα στερεότυπα περί Κυπριακού
17/08/2017του Άγγελου Συρίγου –
«Ο πατέρας του Π. ήταν φανατικός ενωτικός. Ο Π. μετά το 1974 είχε απογοητευθεί τόσο πολύ που λοξοκοίταζε προς τους Νεοκυπρίους. Έστειλε τα παιδιά του να σπουδάσουν στην Αγγλία και αντιμετώπιζε με επιφύλαξη ό,τι προερχόταν από την Ελλάδα. Την πρώτη δεκαετία του 2000 ο Π. είδε τα παιδιά του να αρπάζουν κάθε τόσο τη γαλανόλευκη και να ορμούν στους δρόμους και τις πλατείες πανηγυρίζοντας έξαλλα μετάλλια και νίκες της Ελλάδος σε διεθνείς και ευρωπαϊκές διοργανώσεις και πρωταθλήματα».
Η συγκεκριμένη πραγματική διήγηση αντικατοπτρίζει μία κατάσταση που πολλές φορές προσπερνάμε. Σε δημοκρατικά πολιτεύματα οι πολιτικές εξελίξεις και οι κοινωνικές διεργασίες προχωρούν παράλληλα και αλληλο-επηρεάζονται. Έτσι, οι πολιτικές εξελίξεις στο μέτωπο του Κυπριακού, οι συζητήσεις, οι διαπραγματεύσεις, οι προτάσεις επηρεάζουν άμεσα την κυπριακή κοινωνία. Αντιστοίχως, οι κοινωνικές διεργασίες καθορίζουν τις πολιτικές προσδοκίες, τους στόχους, αλλά και τις λεγόμενες κόκκινες γραμμές που πρέπει να έχουν κατά νου όσοι διαπραγματεύονται το Κυπριακό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το θέμα της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα. Μέχρι και τη δεκαετία του 1960 ήταν το κυρίαρχο αίτημα της κυπριακής κοινωνίας. Οι εξελίξεις μετά το 1974 και ιδίως η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ το 2004 το έχουν καταστήσει παρωχημένο. Ελλάδα και Κύπρος ανήκουν πλέον στην ίδια πολιτική και οικονομική ένωση, χρησιμοποιούν το ίδιο νόμισμα και οι πολίτες τους κυκλοφορούν και εργάζονται ελεύθερα στα εκατέρωθεν εδάφη.
Επιπλέον, η συμμετοχή δύο ουσιαστικά ελληνικών κρατών μέσα στην ΕΕ δίνει τη δυνατότητα ευρειών συμμαχιών με άλλα κράτη και συντονισμού δράσεως σε πολλούς τομείς. Όπως λένε χαρακτηριστικά οι φοιτητές μου: «από την κοινή αγροτική πολιτική μέχρι τη Eurovision!». Εάν δεν υπήρχε η πληγή του Κυπριακού, θα μπορούσε να θεωρηθεί από πλευράς πολλαπλασιασμού ισχύος μία εξαιρετική κατάσταση.
Η νέα γενεά
Το δημοψήφισμα του 2004 ανέδειξε τη νεώτερη γενεά των Ελληνοκυπρίων, οι οποίοι κατά συντριπτική πλειοψηφία δεν επιθυμούν γενικώς και αορίστως τη συμβίωση με τους Τουρκοκυπρίους. Πρόκειται για τη γενεά που δεν έχει εμπειρία επαφών με την άλλη κοινότητα, γεννήθηκε μετά το 1974 και μεγάλωσε σε μία ευημερούσα Κύπρο.
Η γενεά αυτή δεν είναι σφραγισμένη από την πίκρα των μεγαλυτέρων που αντιμετώπισαν την εισβολή και κατοχή. Πρόκειται για παιδιά μίας παγκοσμιοποιημένης εποχής, με σπουδές στο εξωτερικό, με μία άλλη αντίληψη των πραγμάτων και με έντονη αυτοπεποίθηση.
Τα παιδιά αυτά εμφανώς δεν βρίσκουν κανένα λόγο να συγκατοικήσουν σε ένα δυσλειτουργικό κράτος, στο οποίο θα μοιράζονται τα πάντα με τους φτωχούς γείτονες, που πήραν τη γη από τους γονείς τους, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν κατάφεραν να αναπτυχθούν στοιχειωδώς. Η γενεά αυτή θέλει να πετάξει τα «βαρίδια» του παρελθόντος και δεν ενδιαφέρεται ούτε να μοιρασθεί την ευημερία της, χωρίς ουσιαστικό αντάλλαγμα, ούτε να υποθηκεύσει το μέλλον της.
Ακολουθώντας το ρεύμα
Η γενεά αυτή εκπροσωπεί ουσιαστικά την παγκόσμια τάση των τελευταίων ετών, όπου οι πλουσιότερες περιοχές επιλέγουν τον αποχωρισμό/απόσχιση από ένα κράτος δυσλειτουργικό, ανασφαλές και οικονομικά βεβαρημένο.
Το βλέπουμε στην Καταλονία που θέλει να αποσπασθεί από την Ισπανία, στη βόρειο Ιταλία που γυρεύει να αποκοπεί από το υπόλοιπο κράτος ή στη Φλάνδρα του Βελγίου που θέλει να αποχωρισθεί από τη γαλλόφωνη Βαλλωνία. Πολύ περισσότερο στην Κύπρο, όπου υπάρχει η εισβολή, η μακρόχρονη κατοχή και η απειλητική σκιά της Τουρκίας.
Οι προτάσεις για λύση του Κυπριακού εξελίσσονται σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, ριζικά διαφορετικό από το αντίστοιχο των δεκαετιών του 1970 και του 1980. Είναι ενδιαφέρον να αναλύονται οι έννοιες της διζωνικότητας ή της πολιτικής ισότητας, να διαπιστώνονται οι νομικοί ακροβατισμοί και να επισημαίνονται οι «εποικοδομητικές ασάφειες» που χαρακτηρίζουν τις όποιες προτάσεις. Κάπου όμως πρέπει να τίθεται το ερώτημα του τρόπου λειτουργίας του οψέποτε κράτους στη νέα παγκοσμιοποιημένη εποχή.
Το ζητούμενο και η αρνητική απάντηση
Το θέμα τίθεται διότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει πάψει εδώ και καιρό να είναι το νησί των αγροτών και των λίγων ψαράδων. Έχει να επιδείξει μία επιτυχή πορεία σε αυτό το εξόχως ανταγωνιστικό περιβάλλον. Οι επιδόσεις ιδίως στον τομέα της οικονομίας και των υπηρεσιών, πολύ καλύτερη από την αντίστοιχη της Ελλάδος, έδειξε ότι το μικρό αυτό κράτος της Μεσογείου έχει μεγάλες δυνατότητες προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Όλα αυτά συνέβησαν παρ’ ότι η εμφατική προσκόλληση στους όρους ενός Συντάγματος που είναι νεκρό εδώ και δεκαετίες, οδήγησε στην εθιμική λειτουργία πολλών δημοκρατικών θεσμών.
Τα παραπάνω αναφέρονται διότι, μετά την κατάρρευση των τελευταίων συνομιλιών στην Ελβετία, υπάρχει πλέον κάποιος (όχι πολύς) χρόνος για αναστοχασμό πάνω στις προτάσεις λύσεως του Κυπριακού. Για ένα μεγάλο (και σίγουρα το πιο δυναμικό) τμήμα της κοινωνίας το κρίσιμο σημείο για την όποια λύση του Κυπριακού θα είναι η δυνατότητα του νέου κράτους να αξιοποιεί τις δυνάμεις του και να προσαρμόζεται στις εξελίξεις. Αυτό θα εξετάσουν και θα σταθμίσουν αυτοί οι νέοι άνθρωποι όταν θα έλθει η ώρα να ψηφίσουν σε ένα άλλο δημοψήφισμα.
Το παράδειγμα του γειτονικού Λιβάνου δείχνει το σημείο, στο οποίο μπορεί να φθάσει ένας άκαμπτος τρόπος κρατικής οργανώσεως. Η προσπάθεια να κρατηθούν οι ισορροπίες μέσα από πολύπλοκα σχήματα λειτουργίας γεμάτα νομικούς δογματισμούς θα οδηγήσει σε πολλαπλά αδιέξοδα τη λειτουργία του ομοσπονδιακού κράτους.
Το αναδυόμενο ζητούμενο της ελληνοκυπριακής κοινωνίας -και ιδίως των νέων ανθρώπων- είναι ένα κράτος που θα λύνει με δημοκρατικό τρόπο τα προβλήματα που θα προκύπτουν στις σχέσεις των δύο κοινοτήτων. Αυτή είναι η ουσιαστική εντολή προς τους ηγέτες που τους εκπροσωπούν στις διαπραγματεύσεις.
Είναι αυτό δυνατόν; Δυστυχώς, τουλάχιστον μέχρι τώρα τα γεγονότα μας δίνουν αρνητική απάντηση.