Υπόθεση Μπάιντεν: Η νομοθεσία και τα προνόμια του προέδρου Τραμπ
28/09/2019Η αμερικανική νομοθεσία προστατεύει τα μέλη των υπηρεσιών πληροφοριών που καταγγέλλουν μια δυνητικά παράνομη ενέργεια στους κόλπους των κυβερνητικών θεσμών, όμως το πρωτόκολλο που οφείλουν να ακολουθήσουν αυτοί οι καταμηνυτές ατασθαλιών είναι πολύ συγκεκριμένο.
Ο νόμος επικυρώθηκε το 1998 και τροποποιήθηκε το 2010, όταν ιδρύθηκε η Γενική Επιθεώρηση Υπηρεσιών Πληροφοριών (ICIG). Το όργανο αυτό είναι ανεξάρτητο από τις υπηρεσίες του Διευθυντή Εθνικών Πληροφοριών (DNI) που εποπτεύει τις διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες.
Όλες οι καταγγελίες πρέπει να απευθύνονται στην ICIG, που οφείλει να τις μελετήσει μέσα σε διάστημα 14 ημερών και, αν τις κρίνει αξιόπιστες, να τις διαβιβάζει στον DNI. Αυτός με τη σειρά του πρέπει να τις διαβιβάσει στις Επιτροπές Πληροφοριών της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων μέσα σε 7 ημέρες.
Τι έγινε στην ουκρανική υπόθεση
Στις 12 Αυγούστου, ένα μέλος των υπηρεσιών πληροφοριών (της CIA, σύμφωνα με τη New York Times) υπέβαλε μια καταγγελία με αφορμή την τηλεφωνική επικοινωνία που είχε στις 25 Ιουλίου ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ με τον Ουκρανό ομόλογό του Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Ο “μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος” ακολούθησε κατά γράμμα όσα προβλέπονται από τον νόμο, αναφέροντας ένα “κατεπείγον πρόβλημα”: υποστήριξε ότι ο Αμερικανός πρόεδρος χρησιμοποίησε το αξίωμά του για να ζητήσει την παρέμβαση μιας ξένης χώρας στις εκλογές του 2020 στις ΗΠΑ.
Ο γενικός επιθεωρητής Μάικλ Άτκινσον έκρινε αξιόπιστη την καταγγελία και τη διαβίβασε στον DNI Τζόζεφ Μαγκουάιρ. Ο τελευταίος, αφού συμβουλεύτηκε τη νομική υπηρεσία του Λευκού Οίκου και το υπουργείο Δικαιοσύνης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υποχρεούται να ενημερώσει το Κογκρέσο και έβαλε την υπόθεση στο αρχείο. Ο Μαγκουάιρ διορίστηκε πρόσφατα στη θέση αυτή από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Η συζήτηση μεταξύ των δύο ηγετών εντάσσεται στο δικαίωμα του προέδρου να μην αποκαλύπτει πληροφορίες και δεν υπόκειται στη δικαιοδοσία των υπηρεσιών πληροφοριών, εξήγησε ο Μαγκουάιρ την Πέμπτη στην Επιτροπή Πληροφοριών της Βουλής των Αντιπροσώπων. Εξέφρασε επίσης αμφιβολίες για την ακρίβεια αυτών των “ισχυρισμών από δεύτερο χέρι” του καταγγέλλοντος.
Με βάση τον νόμο, ο μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος μπορεί να προσφύγει απευθείας στις δύο Επιτροπές Πληροφοριών του Κογκρέσου, αλλά θα πρέπει να ενημερώσει προηγουμένως τον γενικό επιθεωρητή και “να ζητήσει τη συμβουλή” του DNI ώστε “να επικοινωνήσει με ασφαλή τρόπο” με τις Επιτροπές.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ωστόσο, ο ίδιος ο Άτκινσον αποφάσισε να ενημερώσει το Κογκρέσο για την ύπαρξη της καταγγελίας, χωρίς να αποκαλύψει το περιεχόμενό της. Πρόκειται για πρωτοφανή ενέργεια, καθώς ο νόμος δεν διευκρινίζει ποια θα πρέπει να είναι η διαδικασία εάν ο DNI βάλει στο αρχείο μια υπόθεση χωρίς να δώσει συνέχεια.
Για τον Άνταμ Σιφ, τον πρόεδρο της Επιτροπής Πληροφοριών της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο Μαγκουάιρ υπερέβη τα καθήκοντά του, δεδομένου ότι δεν έχει δικαίωμα “να ακυρώσει απόφαση” του γενικού επιθεωρητή. Δεν έχει ούτε τη δικαιοδοσία “να κρύψει από την Επιτροπή την καταγγελία μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος”.
Το προνόμιο του προέδρου
Το δικαίωμα του Αμερικανού προέδρου να μην αποκαλύπτει ορισμένες πληροφορίες διαταράσσει τις σχέσεις του Λευκού Οίκου με το Κογκρέσο από το 1998. Ο τότε πρόεδρος Μπιλ Κλίντον, όταν υπέγραφε τον νόμο, είπε ότι δεν περιορίζει την εξουσία του, που πηγάζει από το Σύνταγμα, να μελετά και να ελέγχει την αποκάλυψη ορισμένων απόρρητων πληροφοριών στο Κογκρέσο, υπενθύμισε ο Ρόμπερτ Λιτ, πρώην νομικός σύμβουλος του DNI, στον εξειδικευμένο ιστότοπο Lawfareblog.
Ο Τζακ Γκόλντσμιθ, καθηγητής νομικής στο Χάρβαρντ και πρώην νομικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου, εκτιμούσε την περασμένη εβδομάδα ότι το προνόμιο του προέδρου να τηρούνται απόρρητες οι συνομιλίες του με κάποιον ξένο ηγέτη πρέπει να υπερισχύσει, για να μην αποδυναμωθεί η εκτελεστική εξουσία. Εξηγώντας όμως ότι “δεν υπερασπίζεται τον Τραμπ αλλά την προεδρία”.