Το μαύρο φθινόπωρο του ’43 για το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό
03/11/2019Αρχές του Σεπτέμβρη του 1943, η Ιταλία συνθηκολόγησε άνευ όρων και παρέδωσε τις ένοπλες δυνάμεις της στους Συμμάχους. Την ίδια περίοδο, στον ελλαδικό χώρο, μονάδες του ελληνικού πολεμικού ναυτικού, το οποίο είχε καταφύγει από τον Απρίλιο του 1941 στην Αίγυπτο, υπό την καθοδήγηση του βρετανικού στρατηγείου της Μέσης Ανατολής, έλαβαν δράση στον χώρο του Αιγαίου και ειδικότερα συνέδραμαν το βρετανικό πολεμικό ναυτικό στις επιχειρήσεις του στα ιταλικά Δωδεκάνησα. Ωστόσο, το φθινόπωρο του 1943 θα αποδεικνυόταν δυσοίωνο για το Βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό.
Από την αρχή του ελληνοϊταλικού πολέμου, το ελληνικό πολεμικό ναυτικό διέθεσε έξι υποβρύχια για πολεμικές αποστολές, τα οποία όμως αντιμετώπιζαν σημαντικά προβλήματα και έχρηζαν συνεχών επισκευών, υπονομεύοντας έτσι το αξιόμαχό τους. Ένα από αυτά ήταν και το «ΚΑΤΣΩΝΗΣ (Υ1)», το οποίο, παρότι αντιμετώπιζε κατά καιρούς πλήθος μηχανολογικών και ηλεκτρολογικών προβλημάτων, συμμετείχε τουλάχιστον σε επτά πολεμικές περιπολίες από το 1940 έως το 1943.
Ωστόσο, στις 14 Σεπτεμβρίου, ο «ΚΑΤΣΩΝΗΣ», με κυβερνήτη τον αντιπλοίαρχο Βασίλη Λάσκο βρισκόταν σε βάθος περισκοπίου ανατολικά του Πηλίου, στο βόρειο πορθμό της Σκιάθου, περιμένοντας να χτυπήσει ένα επιταγμένο από τους Γερμανούς γαλλικό ατμόπλοιο, το SINFRA, το οποίο είχε, με βάση τις πληροφορίες του κυβερνήτη, τελικό προορισμό το λιμάνι της Σάμου, στο οποίο θα αποβίβαζε γερμανικά στρατεύματα. Η συνθηκολόγηση των Ιταλών ανάγκασε τους Γερμανούς να καταλάβουν όσα εδάφη βρίσκονταν υπό ιταλική κατοχή.
Όσο, λοιπόν, βρισκόταν εκεί, εντοπίστηκε από το γερμανικό ανθυποβρυχιακό UJ-2101 (πρώην ελληνικό ναρκαλιευτικό – ναρκοθετικό ΣΤΡΥΜΩΝ), το οποίο, χρησιμοποιώντας βόμβες βυθού, ανάγκασε τον «ΚΑΤΣΩΝΗ» σε ανάδυση. Ο Γερμανός κυβερνήτης του ναρκαλιευτικού εμβόλισε το υποβρύχιο, βυθίζοντας το και στέλνοντας στον θάνατο τον κυβερνήτη του και 31 μέλη του πληρώματος.
Η γρήγορη και καλά εξοπλισμένη «ΒΑΣΙΛΛΙΣΑ ΟΛΓΑ»
Δώδεκα μέρες μετά την απώλεια του υποβρυχίου «ΚΑΤΣΩΝΗΣ», ένα δεύτερο χτύπημα έμελλε να πλήξει τον ελληνικό στόλο. Επρόκειτο για τη βύθιση του αντιτορπιλικού «ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ (D-15)». Το συγκεκριμένο πολεμικό πλοίο αντιτορπιλικό υπήρξε μέχρι τη βύθισή του ένα από τα πιο ένδοξα και αξιόμαχα πλοία του Βασιλικού Πολεμικού Ναυτικού. Μαζί με το «ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ (D-14)», «αδερφό πλοίο», αποτέλεσαν τις νέες ελαφρές μονάδες που θα έκαναν τη διαφορά στον ναυτικό ανταγωνισμό με την Τουρκία.
Να σημειώσουμε εδώ, ότι τα δυο παραπάνω πλοία ανέλαβαν, ως συνοδά πλοία νηοπομπής, την εκκένωση των προσκυνητών της Τήνου, μετά τη βύθιση του «ΕΛΛΗ», τον Αύγουστο του 1940, δεχόμενα επίθεση πιθανώς από ιταλικά αεροπλάνα. Ακόμη, ήταν τα πλοία που μετάφεραν τον χρυσό και τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας από την Αθήνα στην Κρήτη. Η «ΒΑΣΙΛΛΙΣΑ ΟΛΓΑ» είχε έντονη δράση κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και, όπως και ο υπόλοιπος στόλος, έφυγε για τη Μέση Ανατολή.
Εκεί, τα καθήκοντά του περιορίστηκαν σε συνοδό πλοίο βρετανικών νηοπομπών. Αρχές του 1942, επέστρεψε στη Μεσόγειο όπου πραγματικά συνέβαλε καθοριστικά σε διάφορες επιχειρήσεις (βλ. Τομπρούκ). Κορυφαία του στιγμή η συμμετοχή στη συμμαχική απόβαση στη Σικελία («Επιχείρηση Χάσκι», 9 Ιουλίου – 17 Αυγούστου 1943).
Τον Σεπτέμβριο του 1943, επέστρεψε στα ελληνικά νερά, όπου μαζί με δυο βρετανικά πολεμικά πλοία, βύθισαν ανοικτά της Αστυπάλαιας δυο φορτηγά πλοία. Στις 26 Σεπτεμβρίου, το ένδοξο αυτό πλοίο έμελλε να βυθιστεί άδοξα, όταν δεμένο στον όρμο Λακκί της Λέρου δέχτηκε αεροπορική επιδρομή από γερμανικά αεροπλάνα. Μεταξύ των θυμάτων, ο κυβερνήτης του πλωτάρχης Γεώργιος Μπλέσσας και 72 μέλη του πληρώματος.
Αντιτορπιλικό «ΑΔΡΙΑΣ»: Ταξιδεύοντας χωρίς πλώρη
Το βαρύ πλήγμα που δέχτηκε, ένα μήνα μετά, το αντιτορπιλικό «ΑΔΡΙΑΣ Ι» ήρθε να κλείσει τον κύκλο των αρνητικών συμβάντων για το ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό. Το συγκεκριμένο πολεμικό πλοίο δόθηκε δανεικό στη χώρα μας από τη Βρετανία, το 1942, βλέποντας η τελευταία ότι το ελληνικό πολεμικό ναυτικό είχε σημαντική δράση στον ναυτικό αγώνα. Είχε και αυτό, όπως και οι προαναφερθέντες πολεμικές μονάδες, σημαντική δράση κατά την περίοδο 1942-1943. Ωστόσο, στις 22 Οκτωβρίου 1943 και ενώ βρισκόταν πλησίον της Καλύμνου, προσέκρουσε σε νάρκη με αποτέλεσμα να αποκολληθεί πλήρως η πλώρη του.Το βρετανικό πλοίο που το συνόδευε και το οποίο έπλευσε προς βοήθειά του, προσέκρουσε και αυτό σε νάρκη και βυθίστηκε αύτανδρο, δεδομένου ότι χτυπήθηκε στο λεβητοστάσιο.
Το πληγωμένο ελληνικό αντιτορπιλικό, παρά τις ανθρώπινες απώλειες (21 νεκροί και 30 τραυματίες) και τις σημαντικές ζημιές που είχε υποστεί, δεν βυθίστηκε. Αυτό οφείλεται κυρίως στην ηγετική φυσιογνωμία και τις ικανότητες του κυβερνήτη του, αντιπλοιάρχου Ιωάννη Τούμπα, αλλά και το γεγονός ότι οι λέβητες του πλοίου δεν είχαν επηρεαστεί σοβαρά από την πρόσκρουση με τη νάρκη.
Το λαβωμένο αντιτορπιλικό μπόρεσε να βγει από το ναρκοπέδιο και να βρει καταφύγιο στις απέναντι «ουδέτερες» τουρκικές ακτές (σημερινό Γκιουμουσλούκ). Εκεί, αφού πρώτα έθαψαν τους φονευθέντες αξιωματικούς και ναύτες, προχώρησαν σε πρόχειρες επισκευές στο μπροστινό μέρος του αντιτορπιλικού.
Ένα μήνα μετά, το «ΑΔΡΙΑΣ» έπραξε το ακατόρθωτο: Την 1η Δεκεμβρίου 1943 έβαλε «πλώρη», μέσω Κύπρου, για την Αλεξάνδρεια (730 μίλια), στην οποία κατέπλευσε 5 μέρες μετά. Ένα μεγάλο μέρος του ταξιδιού καλύφθηκε με το αντιτορπιλικό να πλέει ανάποδα, με τη πρύμνη! Το κατόρθωμα του πληρώματος του «ΑΔΡΙΑΣ», με κυβερνήτη τον αντιπλοίαρχο Ιωάννη Τούμπα, είναι μοναδικό στα παγκόσμια ναυτικά χρονικά.