Ανάπτυξη με εσωτερική υποτίμηση – Η λάθος συνταγή
07/11/2019Η ευρωπαϊκή οικονομία εισερχόμενη στον 21ο αιώνα της ρομποτικής, της τεχνητής νοημοσύνης, του αυτοματισμού, χωρίς να διαθέτει υψηλό επίπεδο τεχνολογικής-καινοτομικής και παραγωγικής υποδομής, χαρακτηρίζεται, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, από συνθήκες υποβαθμισμένης παραγωγικής και βιομηχανικής δυναμικής. Το αποτέλεσμα αυτής της δυσμενούς εξέλιξης, ιδιαίτερα κατά την τελευταία δεκαετία της οικονομικής κρίσης, είναι η μείωση του μεριδίου της βιομηχανίας στο ΑΕΠ (μέσος όρος Ε.Ε. 15%), αλλά και των επιμέρους κρατών-μελών (Γαλλία-Αγγλία 11,2% του ΑΕΠ το 2017 από 24% το 1980 και Ελλάδα 10% του ΑΕΠ το 2018 από 33% το 1970).
Αντίθετα, η συμμετοχή του μεριδίου της βιομηχανίας στο ΑΕΠ στην Γερμανία διατηρείται (2017) στο υψηλό επίπεδο του 25%, Το γεγονός αυτό υποδηλώνει, ότι εκτός από το γερμανικό παράδειγμα, η ευρωπαϊκή βιομηχανία ακολούθησε το βρετανικό μοντέλο παραγωγικού εργαλείου, το οποίο τηρουμένων των αναλογιών, μετά από την έναρξη (1979) της εφαρμογής του (Μ.Τhatcher) στην Μ.Βρετανία, επεκτάθηκε σταδιακά στις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Πράγματι, καθόλη αυτή την περίοδο των τελευταίων σαράντα ετών, τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιλέγουν τις ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων επιχειρήσεων, την εγκατάλειψη και την συρρίκνωση της παραγωγικής οικονομικής δραστηριότητας των βιομηχανικών κλάδων που δεν διέθεταν, κατά την άποψη τους, ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.
Η λάθος οικονομική συνταγή
Κεντρικός στόχος του παραγωγικού τους παραδείγματος αποτελεί το άνοιγμα στην αγορά και τον ανταγωνισμό των δημόσιων αγαθών, προσανατολίζοντας τους οικονομικούς σχηματισμούς των κρατών-μελών στην κατεύθυνση μίας νέας οικονομίας διεύρυνσης του τριτογενούς τομέα και των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.
Στις συνθήκες αυτές οι ασκούμενες οικονομικές πολιτικές, ιδιαίτερα των ανεπτυγμένων βιομηχανικά κρατών-μελών της Ε.Ε., της διεθνούς εξειδίκευσης και των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων, παράλληλα με την μετεγκατάσταση βιομηχανικών επιχειρήσεων στις ασιατικές χώρες και σε αυτές της Ανατολικής Ευρώπης, υποστηρίζονται από τον σχεδιασμό και την υλοποίηση πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης και πλήρους αποδιάρθρωσης της αγοράς εργασίας, προκειμένου να δημιουργηθούν, λανθασμένα, συνθήκες ανάπτυξης και αύξησης της απασχόλησης, σε τέσσερα επίπεδα.
Πρώτον, στο επίπεδο προώθησης της απασχολησιμότητας και της αύξησης των μορφών ελαστικής απασχόλησης. Δεύτερον, στο επίπεδο συρρίκνωσης ακόμη και κατάργησης των θεσμών προστασίας της εργασίας. Τρίτον, στο επίπεδο μείωσης μισθολογικών και μη μισθολογικών δαπανών της εργασίας και τέταρτον, στο επίπεδο της παρεμπόδισης και περιορισμού της συνδικαλιστικής δραστηριότητας.
Ανεπαρκές το παραγωγικό εργαλείο της χώρας
Παράλληλα, κατά την συγκεκριμένη περίοδο, η Ελλάδα διαθέτοντας ένα ανεπαρκές παραγωγικό εργαλείο. Χαρακτηρίζεται από εξασθενημένους όρους αναπαραγωγής της πραγματικής οικονομίας- αποτέλεσμα των συσσωρευμένων διαρθρωτικών προβλημάτων -, κυρίως του αγροτικού και μεταποιητικού τομέα, καθώς και των αρνητικών επιδράσεων από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ.
Όπως και από την στασιμότητα και μείωση της βιομηχανικής παραγωγής, ταυτόχρονα με την σταδιακή τομεακή αποδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος με την διεύρυνση του τομέα του τουρισμού, της οικοδομικής δραστηριότητας, του εμπορίου και των υπηρεσιών. Στις συνθήκες αυτές, η απάντηση της ελληνικής οικονομίας στην πρόκληση της διεθνούς και ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας ήταν η εφαρμογή πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή της μείωσης του κόστους εργασίας, απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, των εργασιακών σχέσεων και του κοινωνικού κράτους.
Η επιλογή αυτή της κοινωνικο-οικονομικής πολιτικής, μεταξύ των άλλων, περιόρισε, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, την αναζήτηση λύσεων στην κατεύθυνση αύξησης της παραγωγικότητας, αναβάθμισης της ποσοτικής και ποιοτικής διάστασης της παραγωγικής διαδικασίας και αντιμετώπισης του παραγωγικού και κοινωνικού ελλείμματος.
Η παγίδα του “δίδυμου ελλείμματος”
Έτσι, η ελληνική οικονομία σήμερα, όπου στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διεξάγεται μία αντιφατική συζήτηση, δεδομένου ότι επιδιώκεται μία κοινή βιομηχανική πολιτική στην Ευρώπη με εθνικούς όρους, είναι βυθισμένη στην παγίδα του παραγωγικού και κοινωνικού ελλείμματος, δηλαδή του “δίδυμου ελλείμματος”.
Είναι η λιγότερο βιομηχανοποιημένη οικονομία της Ένωσης, εξαιτίας της τεχνολογικής-καινοτομικής καθυστέρησης και της ανεπάρκειας σύγχρονων βιομηχανικών υποδομών που επηρεάζουν, μεταξύ των άλλων, το χαμηλό επίπεδο της κατά κεφαλή παραγωγικότητας. Η δυσμενής αυτή κατάσταση του βιομηχανικού και μεταποιητικού τομέα γενικότερα στην Ελλάδα αναδεικνύει, με τον πιο εύληπτο τρόπο, ότι ο δευτερογενής τομέας οικονομικής δραστηριότητας του μέλλοντος δεν μπορεί να οικοδομηθεί με τα εργαλεία του παρελθόντος.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι ο σύγχρονος σχεδιασμός της βιομηχανικής-μεταποιητικής στρατηγικής και πολιτικής στην Ελλάδα απαιτεί να μη βασίζεται, όπως στο παρελθόν και το παρόν, σε πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης και επισφάλειας των εργαζομένων που οδηγούν, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, σε κατάρρευση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας-τιμής.
Αντίθετα, απαιτεί να βασίζεται στην τεχνολογική-καινοτομική αναβάθμιση των επιχειρήσεων και των βιομηχανικών υποδομών, την κλαδική αναδιάρθρωση και παραγωγική-τεχνολογική διασύνδεση, την ποιότητα της εργασίας, το υψηλό επίπεδο της παραγωγικότητας και της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών.