Η πτώση του Τείχους – Από τον κομμουνιστικό στον βελούδινο νεοφιλελεύθερο ολοκληρωτισμό
10/11/2019Η επέτειος από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 είναι μια θλιβερή επέτειος. Οι νουνεχείς είχαν προβλέψει γιατί. «Μια πτώση της Σοβιετικής Ρωσίας –σημείωνε με ευθυβολία εκπληκτική ο Άγγελος Τερζάκης τη δεκαετία του 1960– δε συμφέρει. Θα σήμαινε αμέσως αποθράσυνση του κεφαλαιοτικού τυχοδιωκτισμού, γονάτισμα της ανθρωπότητας κάτω από το πέλμα της πιο στυγνής κι οργανωμένης κερδοσκοπίας».
Και πράγματι αυτό είδαμε τα 30 χρόνια που ακολούθησαν. Είδαμε τους κολλυβιστές και τους μπρόουκερς να δοξάζονται. Είδαμε τα αριστερώνυμα κόμματα να ανεμίζουν τα σημαιάκια των αγορών. Είδαμε την ψαλίδα της εισοδηματικής ανισότητας να ανοίγει και πάλι σε μεσοπολεμικά νούμερα. Είδαμε τον δανειοδίαιτο καταναλωτισμό να τρώει τα σωθικά του πλανήτη.
Σ’ όλους τους χώρους δοξάστηκε η φτήνια και η ιδιοτέλεια. Η τριακονταετία ήταν η αποκορύφωση λ.χ. της ιδιωτικής τηλεόρασης, χωρίς την οποία πολιτικοί, όπως ο Μπερλουσκόνι και ο Τραμπ, θα ήταν αδιανόητοι. Η παιδεία και ως λέξη ακόμη, φορέας ιδεωδών, εγκαταλείφθηκε στους τεχνοκράτες. Στις τέχνες, τον τόνο έδωσαν οι φορμολισμένοι καρχαρίες, τα γιγαντιαία κουτάβια και το ντοκουμενταρισμένο τσίρκουλο της art business.
Στον δημόσιο λόγο η πολιτική καθωσπρέπεια έδωσε την εξουσία του λύειν και του δεσμείν σε μια δράκα φανατικούς και εξουσιομανείς δικαιωματοπατέρες. Το φρόνημα ποινικοποιήθηκε και αποκτήσαμε αυτοδιόριστους εισαγγελείς που μετράνε τις λέξεις και τα κόμματα στις φράσεις μας. Τα κινήματα των μειονοτικών ομάδων εργαλειοποιήθηκαν και έγιναν μηχανισμοί καταπίεσης των πλειοψηφιών.
Ο αποχαλινωμένος καπιταλισμός που βγήκε τροπαιοφόρος από τον Ψυχρό Πόλεμο σεμνύνεται γιατί συνέτριψε τον ερυθρό ολοκληρωτισμό. Και έως πρόσφατα, είναι αλήθεια, συνηθίζαμε να συνδέουμε τον ολοκληρωτισμό με την κομματική μονοπώληση της κρατικής αρχής. Ωστόσο, μελετητές, όπως ο Γιάννης Καλιόρης, έχουν δίκαιο όταν επισημαίνουν τη «σαφή αναλογία ανάμεσα στο κράτος-κόμμα των ολοκληρωτικών καθεστώτων και τον βελούδινο εκ πρώτης όψεως ολοκληρωτισμό της νεοφιλελεύθερης αγοράς».
Κατάλυση της αυτονομίας
Όπως ακριβώς οι μηχανισμοί του φασιστικού ή του κομμουνιστικού κράτους παλαιότερα, έτσι και οι μηχανισμοί της “ελεύθερης αγοράς” σήμερα καταλύουν την αυτονομία κάθε άλλης κοινωνικής δραστηριότητας, απαξιώνοντας και παραμερίζοντας οτιδήποτε δεν μπορεί να υποταχθεί στους δικούς τους σκοπούς – εν προκειμένω στο κυνήγι του κέρδους. Αθλητισμός και επιστήμη, εργασία και περιβάλλον, τύπος και πολιτική, ακόμη και οι πιο ευαίσθητες πτυχές της ιδιωτικότητας: δεν υπάρχει περιοχή του ανθρώπινου βίου που να μην πειθαναγκάζεται να μεταλλάξει διά της βίας την φύση και τον χαρακτήρα της, προκειμένου να τεθεί στην υπηρεσία της αγοράς.
«Η αστική τάξη μετέβαλε τον γιατρό, τον νομομαθή, τον ιερέα, τον ποιητή, τον λειτουργό της επιστήμης σε μισθωτούς της εργάτες» έγραφαν οι συγγραφείς του “Κομμουνιστικού Μανιφέστου”. Σε ένα τελευταίο στάδιο, η κερδοσκοπία στρέφεται εναντίον της ίδιας της οικονομίας ως παραγωγικής δημιουργικότητας, ξαναφέρνοντας στο προσκήνιο την παμπάλαια διάκριση του Αριστοτέλη μεταξύ οικονομίας και χρηματικής.
Όμως, ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας της αποχαλινωμένης κεφαλαιοκρατίας διαθέτει και μια δεύτερη διάσταση, εσωτερική. Ήδη ο Βέρνερ Ζόμπαρτ, σχεδόν έναν αιώνα πριν, μας είχε περιγράψει με τρόπο αξεπέραστο την ψυχική κατάσταση του ανθρωπότυπου της εποχής μας: «Όποιος δεν ασχολείται ποτέ με τίποτε άλλο πέρα από τις επιχειρήσεις, τότε η ψυχή του δεν μπορεί στο τέλος παρά να αποξηρανθεί. Γύρω του τα πάντα ερημώνουν, τα πάντα απονεκρώνονται, όλες οι αξίες χάνονται… Η πατρίδα γίνεται για τον επιχειρηματία ξενιτιά. Φύση, τέχνη, ποίηση, κράτος, φίλοι: τα πάντα εξαφανίζονται σε ένα μυστηριώδες Τίποτα γι’ αυτόν, αφού πλέον δεν έχει καθόλου “χρόνο” για να τους αφιερώσει».
Ο παλιός και ο νέος καπιταλισμός
Η διαφορά είναι ότι στα παλαιότερα στάδια της καπιταλιστικής ιστορίας, ο ανθρωπολογικός αυτός τύπος σπάνια παρουσιάστηκε αμιγής και στην πλήρη του δόξα. Οι αξίες των παραδοσιακών κοινοτισμών, η αίγλη του χριστιανικού και του κλασσικού ουμανισμού, η ηθικοπολιτική ακτινοβολία των σοσιαλιστικών ιδεωδών μετρίαζαν πάντοτε τις εκδηλώσεις του, εξημερώνοντας και τιθασσεύοντάς τον. Ακόμη και ένας Εμπενήζερ Σκρουτζ διέκρινε στο τέλος το αδιέξοδο της στάσης του και έσπευδε να μετανοήσει.
Είναι μόλις σήμερα, στον μονοκράτορα καπιταλισμό της μεταψυχροπολεμικής περιόδου, που θα επικρατήσει πλήρως το πρότυπο αυτό του αποστεγνωμένου και “αγχοκίνητου”, του συναισθηματικά αδιαπέραστου και “αξεχείλιστου” ανθρώπου, όπως τον αποκαλεί ο Γιάννης Καλιόρης. Κι αυτό διότι είναι μόλις σήμερα που οι πάντες καλούνται εκβιαστικά, ή να το εσωτερικεύσουν και να ευθυγραμμιστούν με τις επιταγές του, ή να θέσουν τον εαυτό τους στο περιθώριο.
Και οι μεν συνέπειες του περιθωρίου, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η ένδεια, είναι γνωστές. Εξίσου επαχθής είναι, όμως, και η “επιτυχής” συμμόρφωση με το κυρίαρχο πρότυπο. Διότι αληθινά “ανταγωνιστικός”, πράγματι “ευέλικτος” και “προσαρμοστικός” στις συνθήκες της σύγχρονης αγοραίας ζούγκλας, είναι μόνο ο πλήρως εξατομικευμένος άνθρωπος. Εκείνος, δηλαδή, που έχει πετάξει από πάνω του ως ενοχλητικό βαρίδι κάθε ψυχικό δεσμό και έχει “ξεπεράσει” κάθε αίτημα αλληλεγγύης – εθνικής ή οικογενειακής, κοινοτικής ή θρησκευτικής, ταξικής ή πνευματικής. Κι αυτό είναι ασφαλώς το μέγιστον μάθημα του σημερινού καπιταλισμού: γνήσιος “winner”, πραγματικά “κερδισμένος”, είναι μόνον ο άνθρωπος που έχει χάσει τα πάντα.