Ο Μακρόν ομολόγησε την αλήθεια για το μεταψυχροπολεμικό NATO
12/11/2019Πρόσφατες σημαίνουσες δηλώσεις του προέδρου Μακρόν στο «The Economist» υπογραμμίζουν, μεταξύ άλλων α) ότι «αυτό που ζούμε είναι ο εγκεφαλικός θάνατος του ΝΑΤΟ», β) ότι πρέπει «τώρα να αποσαφηνισθεί ποιοι είναι οι στρατηγικοί στόχοι του ΝΑΤΟ» και γ) ότι κύριο ζήτημα είναι η μετακίνηση των αμερικανικών προτεραιοτήτων. Δεν αποκαλύπτουν κάτι νέο και δεν αποτελούν κάποια αφετηρία. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μετακινήθηκαν οι γεωπολιτικές τεκτονικές πλάκες.
Όσοι ενδιατρίβουν στα πεδία της στρατηγικής ανάλυσης προειδοποιούσαν ότι τα μεγάλα κενά ισχύος που θα προκαλούσε η διαφαινόμενη τότε πτώση της ΕΣΣΔ συνεπάγονταν συγκρούσεις στις περιφέρειες, παρεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων που θα αρπάξουν την ευκαιρία για να διεισδύσουν και κατεδαφίσεις κρατών, αλλαγές συνόρων και μετακινήσεις πληθυσμών.
Επίσης, προειδοποιούσαν ότι επειδή ένας πόλεμος –και μάλιστα πυρηνικός– μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων είναι αδύνατος, καθώς οδηγεί σε αμοιβαία καταστροφή ακόμα και του πλανήτη, οι συγκρούσεις θα διεξάγονται εφεξής στα περιφερειακά πεδία. Κάτι που επαληθεύτηκε. Αν εστιάσουμε την προσοχή μας στην Ευρώπη, μπορούμε κάλλιστα να αναφέρουμε μερικά γεγονότα και καθώς προχωρούμε βαθύτερα στον 21ο αιώνα μπορούμε να σκιαγραφήσουμε πως επηρεάζουν τη διαμόρφωση των ισορροπιών ισχύος και συμφερόντων, την σταθερότητα και την αστάθεια.
Οι αναφορές, υπογραμμίζεται, σχετίζονται ευθέως με το Brexit, τις νέες προτεραιότητες των ΗΠΑ, την αναζωπύρωση του γερμανικού ζητήματος και την ΕΕ που από καιρό είναι εξαρτημένη μεταβλητή των στρατηγικών εξελίξεων. Το γερμανικό ζήτημα, δηλαδή η θέση και ο ρόλος του πανίσχυρου αυτού κράτους στο κέντρο της Ευρώπης –το οποίο όμως στερείται πυρηνικών όπλων– ήταν και συνεχίζει να είναι το κύριο στρατηγικό ζήτημα.
Μεταψυχροπολεμικά, σταδιακά δημιουργήθηκε ένα τετράγωνο με τέσσερις στρατηγικούς πόλους στους οποίους βρίσκονται το Λονδίνο, το Παρίσι, το Βερολίνο και η Μόσχα. Είναι αναγκαίο να συνεκτιμηθεί το γεγονός πως επί αιώνες η σταθερότητα ήταν συνάρτηση αφενός της ισορροπίας δυνάμεων και αφετέρου του ελέγχου κάθε Γερμανικής αναθεωρητικής ενέργειας.
Μεταπολεμική σταθερότητα
Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι συναρτώνται ευθέως με τους δύο αυτούς παράγοντες, ενώ η μεταπολεμική σταθερότητα στην ηπειρωτική Ευρώπη εξαρτάτο από τον (ασφυκτικό) έλεγχο της Γερμανίας και την ανάσχεση τυχόν ρωσικού αναθεωρητισμού. Μέχρι και το 1990, πιο συγκεκριμένα, ίσχυαν τα εξής:
1ον Η αμερικανική στρατηγική παρουσία δεν απέτρεπε μόνο την ΕΣΣΔ αλλά και σταθεροποιούσε την Δυτική Ευρώπη. Για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, η δημιουργία της Ατλαντικής Συμμαχίας κατεύναζε τα διλήμματα ασφαλείας μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων αλλά δεν τα τερμάτιζε. Ουσιαστικά τα έβαλε κάτω από το χαλί μέχρι το 1990.
2ον Τα ευρωπαϊκά κράτη είχαν την πολυτέλεια να αποτρέπεται η δεδηλωμένη σοβιετική απειλή από την επέκταση της αμερικανικής αποτρεπτικής στρατηγικής στην Ευρώπη επειδή η υπερατλαντική υπερδύναμη για τους δικούς της γεωπολιτικούς λόγους δεν άφησε την ΕΣΣΔ να κατέβει νότια της περιμέτρου της Ευρασίας. Στη ζώνη, δηλαδή, που αρχίζει από την Ευρώπη, περνά από τα Βαλκάνια και την Μέση Ανατολή και φθάνει στην Κίνα.
3ον Ένας από τους κύριους σκοπούς συμφωνιών, οργανισμών και συμμαχιών όπως η Ατλαντική Συμμαχία, το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση και η Συνθήκη φιλίας και συνεργασίας Γαλλίας-Γερμανίας ήταν, ο έλεγχος της διαιρεμένης Γερμανίας.
Το σοκ του 1989
Οι εξελίξεις που προκάλεσε η πτώση της ΕΣΣΔ και οι συμφωνίες 1989-1996 προσδιόρισαν μια εύθραυστη μετάβαση που σταδιακά, όσο προχωρούμε βαθύτερα στον 21ο αιώνα, είναι πλέον ξεπερασμένη. Στρατηγικές όπως το Brexit ή οι πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου Μακρόν και των υπουργών εξωτερικών της Γερμανίας και των ΗΠΑ, δείχνουν ότι οι στρατηγικές τεκτονικές πλάκες σείονται. Μεταξύ άλλων:
Πρώτον, Ίσως πολλοί να μην το γνωρίζουν αλλά η επανένωση της Γερμανίας μετά την κατεδάφιση του τείχους πριν ακριβώς τρεις δεκαετίες οδήγησε σε δηλώσεις και κινήσεις που έφεραν την Δυτική Ευρώπη στην κόψη του ξυραφιού, ακόμη και κίνδυνο ένοπλων αντιπαραθέσεων.
Δεύτερον, Επειδή τα ευρωπαϊκά κράτη φοβόντουσαν αναζωπύρωση διενέξεων ζήτησαν από τις ΗΠΑ οι οποίες και δέχθηκαν να διαιωνιστεί η Ατλαντική Συμμαχία. Κύρια προϋπόθεση ήταν οι «εκτός περιοχής δράσεις» του ΝΑΤΟ που έκαναν τα ευρωπαϊκά κράτη παρακολούθημα της επεμβατικής δραστηριότητας των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, οι Γάλλοι απελπισμένα και σπασμωδικά δέχθηκαν τα «τετελεσμένα» για «να δέσουν» όπως έλεγαν οι υποστηρικτές της ΟΝΕ «την Γερμανία με νομισματικά δεσμά».
Καταμαρτυρείται πλέον ότι η –κυριολεκτικά– πολιτικοοικονομική διαστροφή της ΟΝΕ δεν οδήγησε σε κάποιο έλεγχο της Γερμανίας αλλά όπως σωστά επισήμαναν τότε οι αντίπαλοι του Μάαστριχτ στην Γαλλία όταν έγινε το δημοψήφισμα αρχές του 1993 «έδεσαν ένα γίγαντα με κλωστές». Λέμε «πολιτικοοικονομική διαστροφή» επειδή οι νομισματικές και μακροοικονομικές αποφάσεις κάθε κράτους απαιτούν κοινωνία και κοινωνικοπολιτικό σύστημα και τέτοια δεν υπήρχαν πανευρωπαϊκά.
Ούτε βέβαια είναι τα ευρωπαϊκά έθνη χυλός που θα κόχλαζε μέσα σε ένα νομισματικό καζάνι το οποίο διοικούν κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτοι τεχνοκράτες. Μυστήριο είναι βέβαια το πώς θα συντελείτο η πολιτική και κοινωνική ένωση, όπως υποστήριζαν οι ένθερμοι ιδεαλιστές υποστηρικτές της ΟΝΕ. Ταυτόχρονα, αυτές οι εξελίξεις μετά τον Ψυχρό Πόλεμο ακύρωναν και την μόνη ορθολογιστική θέση αυτή του Ντε Γκολ, ο οποίος προωθούσε μια Ευρώπη που θα συγκροτεί «ένα σύστημα πατρίδων ομόφωνων αποφάσεων» το οποίο θα ήταν «πιο κάτω από ομοσπονδία και πιο πάνω από συμμαχία».
Το σκληρότερο στρατηγικό μέτωπο
Τρίτον, Ενόσω προχωράμε στον 21o αιώνα επαληθεύεται αυτό που μερικοί υποστήριζαν τότε, ότι δηλαδή το κέντρο βάρους των αμερικανικών στρατηγικών μετακινούνται Ανατολικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ αφήνουν στην τύχη της την περίμετρο της Ευρασίας, αλλά ότι ταυτόχρονα με την εστίαση του ενδιαφέροντος στην ανερχόμενη κινεζική ισχύ επιδίδονται σε ρυθμιστικά στρατηγικά παίγνια με τη Ρωσία, όπως αυτά που βλέπουμε στην Μέση Ανατολή.
Μπορεί ΗΠΑ και Ρωσία να αντιπαρατίθενται σε κάποιες περιοχές, όπως πχ στα Βαλκάνια, αλλά οι σχέσεις τους δεν μπορούν παρά να είναι αμφίπλευρες και συνολικά συγκλίνουσες ως προς την Κίνα. Ήδη υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις γι’ αυτό.
Τέταρτον, το σκληρότερο στρατηγικό μέτωπο βέβαια είναι στην Ευρώπη των τεσσάρων πόλων ισχύος, δηλαδή Ρωσία-Γερμανία-Γαλλία-Μεγάλη Βρετανία. Υπογραμμίζεται ότι η Γερμανία δεν είναι πυρηνική δύναμη όπως οι άλλες τρεις ευρωπαϊκές δυνάμεις, αν και μεταπολεμικά η Ουάσινγκτον “φλέρταρε” δύο φορές με την ιδέα να καταστήσει τη Γερμανία πυρηνική δύναμη για να εξισορροπεί τη Μόσχα. Μέγα ζήτημα αυτό βέβαια, διόλου γραμμικό και ακραία επικίνδυνο για την σταθερότητα της Ευρώπης.
Σημασία έχει να πούμε ότι όλα βρίσκονται πάνω σε μια κινούμενη άμμο με τις ΗΠΑ να φέρουν βασικά όλη την ευθύνη διαχείρισης της μετάβασης σε μια κατάσταση που θα σταθεροποιεί ένα εξισορροπητικό ρόλο στην Γερμανία. Αυτός ο σταθεροποιητικός εξισορροπητικός ρόλος δεν πρέπει να προκαλεί μεγάλες αντιδράσεις της Γαλλίας. Το Λονδίνο, εξάλλου, ήδη από χρόνια επέλεξε να επανέλθει στον ρόλο του κύριου συμβούλου και συμμάχου της Ουάσιγκτον ούτως ώστε να μπορεί να επηρεάζει τις στρατηγικές εξελίξεις.
Το μέλλον του ΝΑΤΟ ποτέ δεν ήταν βέβαιο μετά το 1990 και πιο ρητή επιβεβαίωση από τις δηλώσεις του προέδρου Μακρόν που αναφέρθηκαν στην αρχή δεν μπορούν να υπάρξουν. Αυτό δεν είναι μια πρόβλεψη για κάτι συγκεκριμένο αλλά υπογράμμιση του γεγονότος πως όλες οι στρατηγικές ισορροπίες επανεξετάζονται.
Η στρατηγική του Λονδίνου
Πέμπτον, υπενθυμίζεται ότι η Μεγάλη Βρετανία, επί αιώνες ήταν ο εξισορροπητής του συστήματος ισορροπίας δυνάμεων. Χάνοντας όμως τις αποικίες της τον 20ο αιώνα οικοδόμησε ευέλικτα και εξεζητημένα μια ειδική σχέση με τις ΗΠΑ με το να δημιουργήσει την Ατλαντική Συμμαχία. Θυμίζουμε ότι την περίοδο 1945-1949, το Λονδίνο ήταν πίσω από τη δημιουργία της όταν οι ΗΠΑ ήταν διχασμένες μεταξύ απομονωτισμού και μετεξέλιξή των σε ναυτική δύναμη. Βέβαια, ως προς το τελευταίο, η Ουάσινγκτον θα έπαιρνε την σκυτάλη από τη Μεγάλη Βρετανία, όπερ και εγένετο.
Η Βρετανία, μέχρι και την ένταξη στην ΕΟΚ, για λόγους που ως γνωστό στόχευαν στην καθήλωση του ενοποιητικού εγχειρήματος, κατόρθωσε να είναι ο κύριος στρατηγικός σύμβουλος της Ουάσιγκτον ταυτόχρονα και να αποκτήσει “ετερόφωτη ισχύ”. Αυτό το πέτυχε παρά την αποδυνάμωσή της λόγω από-αποικιοποίησης. Το ίδιο ισχύει από τότε μέχρι και σήμερα και το Brexit δεν μπορεί παρά να είναι κίνηση εδραίωσης της ίδιας θέσης και ρόλου ενόψει αναπόδραστων στρατηγικών ανακατατάξεων που ήδη καθιστούν την ΕΕ καραβάκι στα κύματα.
Αυτές οι στρατηγικές επιλογές του Λονδίνου αναμφίβολα εμπερικλείουν μεγάλα ρίσκα ιδιαίτερα στον οικονομικό τομέα και στο εσωτερικό μέτωπο. Ωστόσο, ο σκοπός επιδίωξης ισχυρής θέσης και ρόλου στο αναδυόμενο νέο ευρωστρατηγικό περιβάλλον υπερισχύει. Θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη ότι οι ΗΠΑ είναι και θα παραμείνουν επί μακρόν η ισχυρότερη πλανητική δύναμη και ότι στη στρατηγική ατζέντα δεν είναι μόνο όσα αναφέρθηκαν παραπάνω. Υπάρχει και ένα πλήθος στα πεδία των νομισματικών πολιτικών, του εμπορίου, της τεχνολογίας, των πλουτοπαραγωγικών πόρων και της οικονομίας εν γένει. Οι γεωπολιτικές ισορροπίες και οι συμμαχίες, δεν πρέπει να ξεχνιέται, σχετίζονται άμεσα με αυτά τα ζητήματα.
Προσέγγιση Ρωσίας
Έκτον, τέλος, η Γαλλία βασικά όπως και στο παρελθόν μεταπολεμικά βρίσκεται σε δυσχερή θέση μεταξύ Γερμανίας και Αγγλοσαξόνων. Η δήλωση του Μακρόν ότι η Ρωσία που έχει ΑΕΠ ανάλογο με αυτό της Ισπανίας και ότι «δεν έχει άλλη εναλλακτική διέξοδο από μία σύμπραξη με την Ευρώπη», επαναφέρει στρατηγικούς προσανατολισμούς του Ντε Γκολ («Ευρώπη από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια»).
Υπογραμμίζεται πάντως ότι το στρατηγικό περιβάλλον στις μέρες μας είναι πολύ πιο πολύπλοκο από το λίγο-πολύ σταθεροποιημένο ευρωπαϊκό πεδίο των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών που διασφάλισαν οι ΗΠΑ με την επέκταση της αποτρεπτικής στρατηγικής τους στην Ευρώπη. Για να το πούμε διαφορετικά, ενώ τότε η Γαλλία επιδίωκε και πέτυχε ένα ειδικό ρόλο εντός της Ατλαντικής Συμμαχίας και το δικαίωμα να είναι πυρηνική δύναμη, σήμερα οι εξισορροπήσεις θα είναι μακρόσυρτες, ρευστές. Την ίδια στιγμή η Ρωσία θα αμφιταλαντεύεται σε ένα δύσκολο για όλους ρόλο στις σχέσεις της με τις Δυτικές δυνάμεις.
Οι στρατηγικές εξελίξεις πλανητικά αλλά και στον άμεσο και ζωτικό χώρο της Ελλάδας που είναι η Ευρώπη, τα Βαλκάνια και η Ανατολική Μεσόγειος, εξελίσσονται με καταιγιστικούς ρυθμούς. Μεγάλα ζητημάτων που τίθενται, πέραν των οικονομικών, είναι η διασφάλιση μιας αποτρεπτικής στρατηγικής που θα καλύπτει την Ανατολική Μεσόγειο, η μη κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η δημιουργία ενός κρατιδίου υπό τουρκική επικυριαρχία-ομηρία.
Επίσης, στην ατζέντα πρέπει να συμπεριλάβουμε και την στρατηγική ετοιμότητα της Κοινότητας, για την οποία όπως εύστοχα είπε ο Μακρόν βρίσκεται στο χείλος του κρημνού, και η στρατηγική ετοιμότητα επιθετικών ενεργειών εξ Ανατολών, την οποία και για λόγους κατατριβής των κρατών της περιφέρειας, θα μπορούσαν να ευνοήσουν και άλλοι. Πολλά από τα πιο πάνω αναλύονται εκτενέστερα στο «Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων. Γαλλία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία» ενώ αρχές του 2020 θα εξειδικεύσουμε σε νέα μελέτη για το γερμανικό ζήτημα και τις υπό διαμόρφωση πλανητικές και ευρωπαϊκές στρατηγικές ισορροπίες.