Με την πλάτη στον τοίχο η κυβέρνηση Τσίπρα
06/06/2017Με το δημοσκοπικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίζει την πτωτική πορεία του, το Μαξίμου αναζητάει απεγνωσμένα τρόπους πολιτικής αντεπίθεσης, με σκοπό να διαλύσει τη διάχυτη εντύπωση ότι η κυβέρνηση έχει εισέλθει σε τροχιά αποσταθεροποίησης. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι με την πλάτη στον τοίχο σ’ όλα τα μέτωπα, χωρίς να φαίνεται ελπίδα διεξόδου.
Η αδιάλλακτη στάση του Βερολίνου έχει συρρικνώσει σε βαθμό εξαφάνισης τις προσδοκίες του Τσίπρα για οριστικοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, τα οποία να μπορεί να “πουλήσει” στην κοινή γνώμη. Έχει απεγνωσμένα ανάγκη μία συμφωνία, η οποία να στηρίξει το αφήγημα ότι η Ελλάδα γυρίζει σελίδα, εντάσσεται στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, έρχονται επενδύσεις, επιστρέφει στις αγορές και το καλοκαίρι του 2018 θα αφήσει οριστικά πίσω τα Μνημόνια. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, όμως, δεν αναμένεται να του δώσουν τέτοια συμφωνία στο ερχόμενο Eurogroup.
Νέα ήττα στον μιντιακό χώρο
Αλλά και οι εξελίξεις στο μέτωπο των ΜΜΕ είναι άκρως δυσμενείς για την κυβέρνηση. Αν και είχε τη δυνατότητα να μεθοδεύσει την πώληση του ΔΟΛ σε κομμάτια, χωρίς να μπορεί να την κατηγορήσει κανείς, προτίμησε να τον κρατήσει ενιαίο. Θεωρούσε πως μπορούσε να ελέγξει το παιχνίδι και το δημοσιογραφικό αυτό συγκρότημα να πάει σε φιλικά προς αυτή χέρια.
Το αποτέλεσμα είναι γνωστό και ως ένα μεγάλο βαθμό προδιαγράφει και την τύχη του MEGA, το οποίο είναι και το βαρύ πυροβολικό, λόγω της μαζικής εμβέλειάς του. Μετά την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, το Μαξίμου διαπράττει δεύτερο καίριο σφάλμα στον κρίσιμο χώρο των ΜΜΕ με -κατά πάσα πιθανότητα- οδυνηρά αποτελέσματα.
Αν και το κλίμα έχει “στραβώσει”, το πρωθυπουργικό επιτελείο έχει –σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες– αποφασίσει όχι μόνο να συνεχίσει να ανεμίζει τη σημαία του πολέμου εναντίον της διαπλοκής, αλλά και να κλιμακώσει τις ενέργειές του σ’ αυτό το μέτωπο. Είναι αμφίβολο, όμως, εάν διαθέτει πραγματικά πυρομαχικά. Κάθε εξουσία, βεβαίως, έχει εργαλεία άσκησης πίεσης, αλλά κάθε επιθετική ενέργεια τώρα πια θα εκληφθεί ως πολιτικού χαρακτήρα αντεκδίκηση.
Ασταθής πολιτική ισορροπία
Παρά τις αλλεπάλληλες ήττες της, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ναι μεν χάνει πολύ εκλογικό έδαφος, αλλά δεν καταρρέει. Οι πολίτες είναι σε συντριπτικό βαθμό δυσαρεστημένοι μαζί της. Το ποσοστό που έχει θετική γνώμη για το έργο της έχει πέσει πολύ πιο κάτω από το 20%. Από την άλλη πλευρά, όμως, το ρεύμα προς την αξιωματική αντιπολίτευση είναι μάλλον ασθενές, χωρίς να αμφισβητείται, βεβαίως, το διευρυνόμενο εκλογικό προβάδισμά της.
Τα παραπάνω στοιχεία σκιαγραφούν μία ασταθή πολιτική ισορροπία. Ενώ η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών δυσφορεί, παίρνει αποστάσεις από την κυβέρνηση και συχνά στρέφεται εναντίον της, δεν είναι διατεθειμένη να στρατευθεί σε μία εκστρατεία για την άμεση ανατροπή της. Και αυτό, επειδή δεν βλέπει πραγματικά εναλλακτική πολιτική λύση.
Η βασική αιτία της διάχυτης κοινωνικής δυσαρέσκειας είναι τα αλλεπάλληλα επώδυνα μνημονιακά μέτρα (ασφυξία στην αγορά, υπερφορολόγηση, περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, πλειστηριασμοί κλπ). Πέρα από την οργή τους για τα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση, στη μεγάλη πλειονότητά τους οι πολίτες θεωρούν πως η επάνοδος της ΝΔ στην εξουσία δεν θα άλλαζε ουσιαστικά τα πράγματα. Κρίνοντας και από το πρόσφατο παρελθόν και από τις διακηρύξεις του Κυριάκου Μητσοτάκη θεωρούν ότι μία μελλοντική κυβέρνησή του θα κινηθεί στις ίδιες ακριβώς μνημονιακές ράγες.
Ανυπαρξία πολιτικής υποδοχής για τη δυσαρέσκεια
Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι πάντα υπάρχει ένας παράγοντας αδράνειας στην εκλογική συμπεριφορά των πολιτών. Αυτός ισχύει και στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ παρότι είναι σχετικά χαλαρή η πολιτική σχέση των κεντροαριστερών ψηφοφόρων μαζί του. Όσοι λόγω των Μνημονίων είχαν πάρει αποστάσεις από το ΠΑΣΟΚ, μπορεί να είναι τώρα από δυσαρεστημένοι έως εξοργισμένοι με την κυβέρνηση Τσίπρα, αλλά κατά κανόνα δεν επιστρέφουν εκλογικά στο παλιό κόμμα τους.
Επειδή, μάλιστα, δεν βλέπουν να υπάρχει αξιόπιστη αντιμνημονιακή πολιτική δύναμη, βρίσκονται σε μία κατάσταση εκλογικού μετεωρισμού. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει μία πολιτική υποδοχή για να δεχθεί τους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους που ζητούν μία αξιόπιστη αντιμνημονιακή πολιτική πρόταση εξουσίας, εκ των πραγμάτων δίνει χρόνο στην κυβέρνηση.
Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και η προσδοκία της αγοράς ότι μετά την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης η επικράτηση κλίματος πολιτικής σταθερότητας και ηρεμίας θα τονώσει τη δοκιμαζόμενη πραγματική οικονομία. Η αδιαλλαξία του Βερολίνου έχει μειώσει τον τελευταίο καιρό αυτή την προσδοκία, αλλά εάν επιτευχθεί μία κάποια συμφωνία στο Eurogroup (15 Ιουνίου) ή στη σύνοδο κορυφής (22 Ιουνίου) αυτή θα αναζωπυρωθεί.
Αλλαγή φρουράς χωρίς προσδοκίες
Μέσα σ’ αυτό το πολιτικό περιβάλλον, δεν είχε περιθώρια επιτυχίας η τακτική της ΝΔ που προσπαθούσε με γιουρούσι να ανατρέψει ή τουλάχιστον να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση. Όσο η κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 153 παραμένει αρραγής, κάλπες δεν πρόκειται να στηθούν. Και όλα δείχνουν, πως παρά την έντονη δυσαρέσκεια και τις πολιτικές γκρίνιες στους κόλπους της συμπολίτευσης, ρήγμα δεν θα προκληθεί. Εκτός και εάν οι βουλευτές της συμπολίτευσης βρεθούν αντιμέτωποι με κοινωνική αναταραχή.
Το καλοκαίρι εκ των πραγμάτων είναι από πολιτικής απόψεως χαλαρό, αλλά το φθινόπωρο ενδεχομένως να εγκυμονεί πολιτικές δοκιμασίες για τον Τσίπρα. Κανένας πολιτικός ελιγμός δεν είναι ικανός να μετατοπίσει για μεγάλο διάστημα το κέντρο βάρους της ατζέντας από τα προβλήματα επιβίωσης ολοένα και μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού.
Στο αμιγώς πολιτικό επίπεδο, ο πρωθυπουργός δεν έχει να περιμένει τίποτα. Τα μικρότερα κόμματα του ενδιάμεσου χώρου έχουν οριστικοποιήσει την σκληρά αντιπολιτευτική θέση τους, θεωρώντας πως η κυβέρνηση Τσίπρα έχει αρχίσει να μετράει αντίστροφα. Θεσμικά η θητεία της λήγει το φθινόπωρο του 2019. Έχει, δηλαδή, μπροστά της δύο χρόνια και κάτι μήνες. Είναι ξεκάθαρο, ωστόσο, πως σιγά-σιγά ξεμένει από πολιτικά καύσιμα.
Εάν κάτι την κρατάει σταθερή στην εξουσία, είναι –όπως προαναφέραμε– η πεποίθηση και όσων θα την καταψηφίσουν πως μία αλλαγή φρουράς στο Μαξίμου δεν πρόκειται να αλλάξει και τις ασκούμενες πολιτικές. Μετά από επτά χρόνια Μνημονίων, οι Έλληνες έχουν συνειδητοποιήσει ότι οι κυβερνήσεις που εκλέγουν δεν αποφασίζουν για τα μείζονα. Απλώς –με το μαχαίρι στο λαιμό– εκτελούν τις εντολές των δανειστών.