Πέντε υπαρξιακά στοιχήματα για την Ευρώπη στα χρόνια που έρχονται
30/12/2019Η δεκαετία το 2020 θα είναι καθοριστικής σημασίας τόσο για το μέλλον της ΕΕ, όσο και ολόκληρο τον κόσμο, καθώς τρεις κρίσιμοι αστάθμητοι παράγοντες, ήτοι η κλιματική αλλαγή, το μεταναστευτικό και η τεχνητή νοημοσύνη, θα καθορίσουν εν πολλοίς τις εξελίξεις που αναμένονται ανατρεπτικές. Σε κάθε περίπτωση η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει μια σειρά προκλήσεων που είτε θα οδηγήσουν στην πολιτική της ολοκλήρωση, είτε στην αποτελμάτωση της διεθνούς της προοπτικής, ή ακόμη και στην διάλυσή της.
Πρώτον, το Brexit και η εμπορική και αμυντική συμφωνία που θα ακολουθήσει για τις σχέσεις Βρετανίας-ΕΕ ενδέχεται να μετατρέψει τον υπαρκτό ευρωσκεπτικισμό σε φυγόκεντρες δυνάμεις. Αν η συμφωνία είναι τιμωρητική για τη Βρετανία με στόχο να τρομάξει όσους το σκέφτονται, τότε, θα έχουμε δραματική αύξηση της δυστοκίας στην λήψη σημαντικών αποφάσεων, καθώς τα βέτο θα πέφτουν βροχή. Αν είναι μια ευνοϊκή συμφωνία για τη Βρετανία, και πάλι τότε πολλές χώρες θα “εκβιάζουν” ρυθμίσεις αλά καρτ με την απειλή αποχώρησης.
Το κύριο σχέδιο της Βρετανίας είναι να εκμεταλλευτεί το απελευθερωμένο από τις ευρωπαϊκές (διάβαζε γερμανικές) νόρμες για το χρηματοπιστωτικό και τραπεζικό της σύστημα και να μετατρέψει το City σε μια παγκόσμια offshore, μαζεύοντας μεγάλο κομμάτι της παγκόσμιας ρευστότητας, νόμιμης και μη, καθιστώντας την κεντρικό παίκτη στον έλεγχο των επενδυτικών ροών. Γι’ αυτό και οι Βρυξέλλες θέτουν ως προϋπόθεση στην εμπορική συμφωνία την αποδοχή από τη Βρετανία των ευρωπαϊκών κανόνων του χρηματοοικονομικού και τραπεζικού τομέα που ισχύουν και για τις άλλες χώρες-μέλη.
Η κρίση του γαλλογερμανικού άξονα
Δεύτερον, η ανισορροπία που δημιουργεί το Brexit σε πολλά επίπεδα μέσα στην ΕΕ, μάλλον θα αυξήσει την γερμανοφοβία. Η επιβολή των αποφάσεων του Βερολίνου, πέρα από τις όποιες εσωτερικές δυσκολίες αντιμετωπίζει σε αυτή την συγκυρία η Γερμανία, θα συναντήσει μια συνεχώς αυξανόμενη αντίδραση. Ήδη η τάση για την εγκατάλειψη του περιορισμού των δημοσιονομικών ελλειμμάτων στο 3% του ΑΕΠ αυξάνεται.
Το πάγωμα της τραπεζικής ενοποίησης από το Βερολίνο είναι ένα πεδίο που ενοχλεί πολλά κράτη-μέλη και προκαλεί ερωτηματικά. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο γαλλογερμανικός άξονας περνάει εμφανή κρίση με την συνεχή απόρριψη των ιδεών Μακρόν για τη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης-ΕΕ. Διαφαίνεται πως ο γαλλογερμανικός άξονας δεν μπορεί να είναι πλέον η ατμομηχανή.
Όμως, οι πολιτικές Τραμπ με τους δασμούς, τις κυρώσεις (Ρωσία, Ιράν κτλ) και τις απαγορεύσεις δημιουργούν ένα ασφυκτικό κλοιό στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που παραμένουν εξαρτημένες από δολαριακές αγορές. Η κατάσταση αυτή θα οδηγήσει και πάλι Γαλλία και Γερμανία –μέσα σε μια άλλη ισορροπία μαζί με τα άλλα μέλη της ΕΕ– να επανεκτιμήσουν την στάση και την προοπτική τους.
Σε πρόσφατη ανάλυσή τους, οι Financial Times αφού διαπιστώνουν τη μείωση του ρόλου του ευρώ κατά την τελευταία δεκαετία στο διεθνές εμπόριο, στις αγορές καυσίμων και στο παγκόσμιο νομισματικό σύστημα, επικαλούνται τον γενικό γραμματέα της απελθούσας Κομισιόν Martin Selmayr, ο οποίος εκτιμά πως οι συνεχιζόμενες ενέργειες του Τραμπ βοηθούν ώστε να προωθηθεί ο διεθνής ρόλος του ευρώ. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που από τις αρχικές δηλώσεις της νέας προέδρου της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έχει διαφανεί μια σαφής πρόθεση ενίσχυσης του διεθνούς ρόλου του ευρώ. Μία τέτοιας κατεύθυνσης έξυπνη πολιτική μπορεί να αποτελέσει τη νέα συγκολλητική ουσία που χρειάζεται η Ευρώπη, ως νομισματική ένωση.
Σενάρια επανεξοπλισμού της Γερμανίας
Τρίτον, προς την ίδια κατεύθυνση μοιάζει να λειτουργεί και η πολιτική Τραμπ στο ΝΑΤΟ που δημιουργεί αντισυσπειρώσεις μέσα στην συμμαχία, η οποία, ούτως ή άλλως, μοιάζει να περνά επιδεινούμενη υπαρξιακή κρίση. Αν και τα πράγματα προχωράνε αργά για την ευρωπαϊκή αμυντική χειραφέτηση, τα βήματα που έγιναν με τη Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία (PESCO) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας, αν μη τι άλλο δείχνουν πως οι Ευρωπαίοι τουλάχιστον συνειδητοποιούν πως τα πράγματα αλλάζουν.
Εδώ υπάρχει ένα ζήτημα καταλυτικής σημασίας. Στο πλαίσιο αυτό, η Γερμανία επιδιώκει να απαλλαγεί από τους εξοπλιστικούς περιορισμούς που της επιβλήθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια τέτοια εξέλιξη –φοβούνται πολλοί– μπορεί να μοχλεύσει ακόμη και πυρηνικές φιλοδοξίες. Πολλά, πάντως, φαίνεται ότι θα εξαρτηθούν και από την αμυντική συμφωνία Βρετανίας-ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, η ευρωπαϊκή ασφάλεια υπό την πίεση μιας πλειάδας παραγόντων, όπως οι ενεργειακοί πόροι της Ανατολικής Μεσογείου, το μεταναστευτικό, οι σχέσεις με Ρωσία και Κίνα, θα αποτελέσει ένα ακόμη κρίσιμο παράγοντα για το μέλλον της ΕΕ.
Η Ευρώπη και τα γεωπολιτικά αντανακλαστικά της
Τέταρτον, παρά την πολωνική εξαίρεση, οι 27 πέτυχαν μια σημαντική σύγκλιση, αποφασίζοντας στην Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου να καταστήσουν κλιματικά ουδέτερη την ΕΕ έως το 2050. Πρόκειται για μια “εχθρική” απόφαση σε ό,τι αφορά τα ορυκτά καύσιμα που πριμοδοτεί την καινοτομία και την βιομηχανική αλλαγή σε μια μεταβατική φάση της παγκόσμιας οικονομίας. Η απόφαση αυτή δεν αποκλείεται να έχει αστάθμητες ακόμη επιπτώσεις στο γεωπολιτικό επίπεδο.
Η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο, που τόσο επικρίνουν οι ΗΠΑ, παρά την διαφαινόμενη καθησυχαστική ανανέωση της συμφωνίας Ρωσίας-Ουκρανίας (αγωγοί μεταφοράς) και την επικείμενη λειτουργία του Nord Stream II, αποτελεί ένα διαρθρωτικό πρόβλημα. Κι αυτό, επειδή η άλλη οδός μεταφοράς ελέγχεται εν πολλοίς από τη νεοοθωμανική Τουρκία των μεγάλων φιλοδοξιών.
Ήδη η εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού από την Τουρκία προκαλεί ένα ελεγχόμενο πανικό στην Ευρώπη, η οποία προφανώς δεν επιθυμεί να την κρατούν από τα αχαμνά οι όψιμοι σύμμαχοι Πούτιν και Ερντογάν. Συνεπώς, διαφαίνεται πως πέρα από τη Γαλλία και την Ιταλία, θα υπάρξει ευρύτερο ευρωπαϊκό ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό, άλλωστε, κατέδειξε η έστω και καθυστερημένη καταδίκη της συμφωνίας Ερντογάν-Σάρατζ από το Βερολίνο.
Το τρίπτυχο κλιματική αλλαγή-μεταναστευτικό-ενεργειακοί πόροι ήδη ενεργοποιεί τα γεωπολιτικά ανακλαστικά της Ευρώπης. Σημειωτέον ότι οι μελέτες διαβλέπουν ένα μεταναστευτικό κύμα από την υποσαχάρια Αφρική στη δεκαετία του 2020 της τάξεως των 60 εκατομμυρίων ανθρώπων. Από αυτούς τα 10 εκατομμύρια μπορεί να περάσουν από την ελληνικό οδό. Η αιτία του κύματος είναι η δημογραφική έκρηξη, ενώ μεγαλύτερο αναμένεται το μεταναστευτικό κύμα από την Ασία, ωθούμενο κυρίως από τις κλιματικές ανατροπές.
Καταλύτης το μεταναστευτικό
Πέμπτον, η αποσάθρωση των μεσαίων οικονομικών στρωμάτων από τις πολιτικές της παγκοσμιοποίησης, της λιτότητας και της υπερχρέωσης, από την ανεργία, την τεχνολογία, τη διεθνοποίηση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, που προτιμά πάντα τα φθηνά εργατικά χέρια της Ασίας, και από άλλους παράγοντες, έχει δύο κυρίως κοινωνικές και τρεις κρίσιμες πολιτικές επιπτώσεις.
- Την υποβάθμιση του τρόπου διαβίωσης ζωής των μεσαίων στρωμάτων (απαξιωμένες περιοχές, εγκληματικότητα, άστεγοι, χαμηλές συντάξεις, υποβαθμισμένη περίθαλψη, κακή διατροφή κλπ) που θεωρούν υπεύθυνη για την κατάπτωσή τους τις ελίτ.
- Τα μεσαία στρώματα που ήταν άλλοτε ο βασικός παράγοντας κοινωνικής συνοχής συρρικνώνονται.
- Την υποχώρηση ή ακόμη την εξαφάνιση του πολιτικού κέντρου.
- Την στροφή στον ακροδεξιό εθνικιστικό λαϊκισμό.
- Τη ριζοσπαστικοποίηση μέσα από μη ευθέως πολιτικά κινήματα (Κίτρινα Γιλέκα, Extinction Rebellion και πολλά άλλα).
Το μεταναστευτικό και οι πολυδιάστατες πολιτισμικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις του, λειτουργεί επίσης καταλυτικά απορρυθμίζοντας τον κοινωνικό ιστό, παράλληλα με την διαβρωτική αύξηση των ανισοτήτων. Δεν είναι τυχαίο που στη νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημιουργήθηκε χαρτοφυλάκιο “Προστασίας του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής” που αν και είχε αμυντικό χαρακτήρα, μετά από αντιδράσεις μετονομάστηκε σε “Προώθησης του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής” που είναι σαφώς πιο επιθετικός προσδιορισμός, με πρόθεση πολιτισμικής καθυπόταξης του “άλλου”.
Διέξοδος η τυφλή οργή
Η επικυριαρχία των ελίτ του 1% και του καπιταλισμού της επιτήρησης είναι πλέον κάτι που συνειδητοποιούν τα μικρομεσαία στρώματα, τα οποία, μέσα από αυτά τα αυθόρμητα κοινωνικά κινήματα, δοκιμάζουν τη δύναμή τους. Οι ανισότητες, άλλωστε, μοχλεύουν ξανά και τις έντονες ταξικές διαφορές, τις οποίες είχε “γκριζάρει” η περίοδος της μεγάλης υπερχρέωσης.
Είναι σαφές πως ούτε θεώρημα, ούτε πολιτική ηγεσία υπάρχει για να καθοδηγήσει την λαϊκή οργή, πόσο μάλλον επαναστατική ηγεσία. Όμως, αυτό είναι πολύ πιο επικίνδυνο για το σύστημα, καθώς μια κοινωνία που βράζει, οδηγείται συνήθως είτε σε τυφλά ξεσπάσματα βίας, είτε σε παράλογες μεμονωμένες πράξεις βίας υψηλού κοινωνικού κόστους. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αντιλαμβάνονται πια πως μεταξύ των ελίτ και των πάλαι ποτέ μεσαίων στρωμάτων έχει δημιουργηθεί ένα χάσμα αγεφύρωτο.
Οι οικονομικοπολιτικές ελίτ έχουν μάλλον λίγο χρόνο μπροστά τους για να ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη των κοινωνιών. Αυτό προϋποθέτει την αντιστροφή των πολιτικών που οδήγησαν στην πολυδιάστατη κρίση, την οποία βιώνει η Ευρώπη. Οι αστάθμητοι παράγοντες που προαναφέραμε μπορεί σε μια συγκυρία να λειτουργήσουν σωρευτικά και τότε, η κατάσταση δεν θα μαζεύεται…