Μια στιγμή σε βάθος χρόνου…
02/01/2020Ήτανε Πέμπτη απόγευμα, τέλος του Νοέμβρη του 2004. Μπήκα στην γκαλερί κι εστίασα τα μάτια, παρατηρώντας μια μια τις φωτογραφίες της έκθεσης. Ένιωσα έναν κόμπο ιδρώτα να διασχίζει το στήθος μου, έναν κόμπο αναστατωμένου κρύου ιδρώτα. Έπεσα πάνω της. Έκανα δυο τρία βήματα και στάθηκα μπροστά στη φωτογραφία χωρίς να σκέφτομαι. Μόνο κοίταζα, κοίταζα τα πρόσωπα, μια της γυναίκας, μια του κοριτσιού που κρατούσε στην αγκαλιά της.
Ναι, είχε δίκαιο η γκαλερίστα όταν μου τηλεφώνησε «…σε μια από τις φωτογραφίες φαίνεται να είναι η μητέρα σου και συ…». Η γυναίκα ήταν η μάνα μου και το κοριτσάκι στην αγκαλιά της ήμουνα εγώ, σε ηλικία ενός ή ενάμισι χρονών. Τα μάτια της μάνας μου μελαγχολικά, χαμηλωμένα, ένοχα όχι για κάτι που έκανε η ίδια, μα για κάτι που της έκαναν. Εκείνη τη χρονιά είχε φύγει ο πατέρας από το σπίτι να πάει στη δουλειά και δε γύρισε πίσω ποτέ.
Η εγκατάλειψη, η μοναξιά, η κοινωνία του μικρού χωριού, ένα μωρό στην αγκαλιά και έγκυος, την έκαναν να έχει τα μάτια της συνέχεια χαμηλωμένα. Ξεκόλλησα τα μάτια μου από πάνω τους, τα ’κλεισα, κρατώντας την υγρασία μέσα τους, δεν ήθελα ν’ αφήσω τα δάκρυα να θολώσουν την εικόνα, κι ένιωσα το στήθος μου να πάλλεται. Κάθισα στο πρώτο κάθισμα που άγγιξαν τα χέρια μου κι έγειρα το κεφάλι μου στην πλάτη του.
Θα ήτανε μια μέρα καθημερινή, κατά την περίοδο 1957-1960, σίγουρα όχι καλοκαιρινή γιατί τα πρόσωπα ήταν ντυμένα με μάλλινα ρούχα και στις άκριες των δρόμων μικρές λιμνούλες πρόδιδαν πως προηγήθηκε βροχή. Ο φωτογράφος έκανε περιοδεία στα χωριά του Τροόδους και, κατεβαίνοντας, πέρασε από τη Γαλάτα. Ένα χωριό στην κοιλάδα της Σολέας που είναι κτισμένο ανάμεσα στις πλαγιές των βουνών με τον Κλάριο ποταμό να τη χωρίζει στα δυο, που τζιπέρα τζαί που δαπέρα του ποταμού, συνήθιζαν να λένε οι κάτοικοι, διαχωρίζοντας έτσι τις παλιές από τις νέες γειτονιές…
Σηκώθηκα και στάθηκα ξανά μπροστά στη φωτογραφία. Ίσως, σκέφτηκα, να μπορούσα να σκαρφαλώσω, αν το προσπαθούσα, σ’ εκείνο το ξύλινο μπαλκόνι, μα δεν το εννοούσα στα σοβαρά, καθόλου δεν το σκέφτηκα για δεύτερη φορά, μόνο μου ήρθε το μυαλό, τώρα που βλέπω ξανά τη φωτογραφία στην πλάτη του αριστερού τοίχου της γκαλερί. Θυμήθηκα το μπαλκόνι, χρόνια πριν, ένα μπαλκόνι με παιδιά να κάθονται στην άκρη του και τα πόδια τους να κρέμονται στον αέρα. τώρα στα κιγκλιδώματα κρέμονται πλυμένα ασπρόρουχα.
Τα σεντόνια φτάνουν χαμηλά, αν κάποιος ανυψώσει τα χέρια μπορεί να τα φτάσει και να τραβήξει να πέσουν στο δρόμο… μα γιατί να το κάνει; αυτές ήταν σκέψεις που κάναμε παιδιά για να πειράξουμε και να θυμώσουμε τους μεγάλους… Η πέτρινη βρύση του χωριού για νερό, τον καιρό που τα σπίτια δεν είχαν τρεχούμενο, δίπλα το καφενείο μόνο για άντρες. μια τολμηρή γριά κάθεται και ηλιάζεται μαζί τους, ένα αγόρι στέκεται λίγο πιο πέρα κι ο πάτερ σκύβει να πιει νερό στις χούφτες του. θα καθίσει για καφέ και θα διαβάσει δυνατά την εφημερίδα με τα νέα της βδομάδας.
Κι η μάνα μου, ξύπνησε πρωί, πήρε την δερμάτινη τσάντα της αγοράς και όπως ήταν με τα ρούχα του σπιτιού, τις παντούφλες, την ποδιά στη μέση, πήρε το παιδί στην αγκαλιά της και πήγε στον μπακάλη. Εκείνη τη στιγμή γύριζε στο σπίτι. Κι εκεί, στο σημείο που θα έστριβε αριστερά για να πάρει το δρόμο προς το ποτάμι, ο φωτογράφος την τράβηξε μέσα στο φακό. Σταμάτησε το χρόνο και την έβαλε στο κάδρο της φωτογραφίας του.
Δεν είχε ιδέα για κείνο το πρωινό και πως θα το ξανάβλεπε ύστερα από πενήντα και βάλε χρόνια. Κρατούσε ένα παιδί στην αγκαλιά και ένα στην κοιλιά και ήταν μόνη, με τον καθένα να την έχει στο στόμα του «την άφησε με δυο μωρά…». Ήταν λεπτή, ψηλή με περήφανη κορμοστασιά, μα τα μάτια της, από κείνη τη μέρα, ήταν καρφωμένα στη γη.
Ο χρόνος πέρασε μέσα από τα ξύλινα κιγκλιδώματα, σάλεψαν ανεπαίσθητα τα πλυμένα ασπρόρουχα, στάθηκε στο μπαλκόνι, πάνω από τις επίπεδες σκέψεις των ανθρώπων, κοιτάζοντας το φωτογραφικό φακό που, τη συγκεκριμένη στιγμή, ήταν συγκεντρωμένος πάνω του. Ο φωτογράφος δεν τον πήρε είδηση, μα ούτε κι οι θαμώνες του καφενείου, ούτε ο πάτερ, το νεαρό αγόρι, η γυναίκα με το ένα παιδί στην αγκαλιά και το άλλο στην κοιλιά της. Ο χρόνος έγινε ένα με τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους του χωριού, έγινε ο τόπος, έγινε ο αέρας, το φως, ο δρόμος κι η βροχή και σταμάτησε στη φωτογραφία του Reno Watson, για πάντα.