“Οι δύο Κλέφτες” – Mητριαρχικές επιβιώσεις στη λαογραφία του Πόντου
07/01/2020Ένα πολύ σημαντικό παραμύθι του Πόντου κυκλοφόρησε πρόσφατα (Δεκέμβριος 2019) από τις εκδόσεις Έρεισμα των Χανίων. Έχει τον τίτλο “Οι δύο Κλέφτες. Ένα παραμύθι του Πόντου”, με την επιμέλεια του Χρήστου Μαχαιρίδη και την εξαιρετική εικονογράφηση της Κατερίνας Παϊσίου. Τη σύγχρονη απόδοση του παραμυθιού έκανε ο Ιεροκλής Σαββίδης. Το παραμύθι αυτό διασώθηκε μέσα στους αιώνες και έφτασε έως τις μέρες μας από τον Δημήτριο Κωστικίδη (1910-1991) του Ευσταθίου και της Χαρίκλειας, το γένος Σαββίδη, από τη Γέμουρα, (την αρχαία Γημωρά), της Τραπεζούντας.
Συνοπτικά ο μύθος που γύρω του πλέκεται το παραμύθι αναφέρεται σε μια σύζυγο με δύο άνδρες-κλέπτες, που όταν ο ένας φεύγει από την οικογενειακή εστία για να “εργαστεί” τον αντικαθιστά ο άλλος. Στο τέλος επικρατεί ο πιο τυχερός και έξυπνος σύζυγος-κλέφτης. Αντίστοιχη ιστορία διασώζει ο Ηρόδοτος στην “Ευτέρπη” και ειδικά στο κεφάλαιο Ραμψίνιτου, όπου αναφέρεται σε ένα μύθο της αρχαίας Αιγύπτου.
Όπως γράφει ο Ιεροκλής Σαββίδης, εγγονός του Δημήτρη Κωστικίδη: «Ούτε λίγο ούτε πολύ, η ιστορία που διάβαζα (στον Ηρόδοτο) ήταν ένα μοτίβο από τους ‘’Δυο Κλέφτες’’, ένα αγαπημένο παραμύθι που μου έλεγε ο παππούς μου τη δεκαετία του ’60, όταν ήμουν μικρός. Το θέμα της ιστορίας είναι τόσο ασυνήθιστο, που είναι αδύνατο να πρόκειται για σύμπτωση.»
Με ρίζες στον Ηρόδοτο
Ο Χρήστος Μαχαιρίδης, επιμελητής της έκδοσης, γράφει: «Όταν όμως το παραμύθι μεταδίδεται σε άλλη χώρα, αλλάζει και προσαρμόζεται στο νέο πολιτισμικό του περιβάλλον. Οι δύο κλέφτες, το δικό μας παραμύθι, φαίνεται πως εντάσσεται σε αυτόν τον κύκλο των παραμυθιών που … ταξίδεψε στην αρχαία Ελλάδα, για να επιβιώσει στα νεώτερα χρόνια, στα παραμύθια της “Βαθειάς Ελλάδας”, όπως αποκαλούσαν τον Πόντο οι λόγιοι της εποχής.
Η διήγηση του Ηροδότου έχει το ανάλογό της στην αρχαία Ελλάδα στην ιστορία του Τροφωνίου και του Αγαμήδη, όπως αυτή καταγράφεται από τον Παυσανία, στο μνημειώδες έργο του ΄΄Ελλάδος Περιήγησις΄΄, βιβλίο Βοιωτικά κεφ. 29. Ο ίδιος ο Παυσανίας επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη ιστορία καταγράφεται από τον ποιητή Ηγίσονα, το κείμενο του οποίου δεν διασώζονταν στην εποχή που ο Παυσανίας περιηγείται την Ελλάδα και μεταφέρει την ιστορία των δύο αδελφών όπως την διέσωσε ο Κάλλιπος, ο Κορίνθιος, στο έργο του για τον Ορχομενό….»
Είναι προφανές ότι το παραμύθι προέρχεται από την εποχή εκείνη που επικρατούσε η μητρογονική γραμμή και ως ιστορική περίοδος έχει γίνει γνωστή ως “μητριαρχία”. Η περίοδος αυτή, όπου για πρώτη φορά οργανώθηκε η κοινωνία των ανθρώπων, διήρκεσε έως το 2.500 π.Χ. περίπου.
Τα χαρακτηριστικά αυτής της μακράς περιόδου υπήρξαν η γυναικοκρατία και η λατρεία της Μητέρας Θεάς. Η γυναίκα αποτελεί αρχηγό του γένους. Οπότε αυτή διαλέγει τους αρσενικούς της συντρόφους. Ακριβώς αυτή η κοινωνική θέση της γυναίκας και τα προνόμια που απορρέουν από αυτήν, αποτυπώνεται στο ποντιακό παραμύθι “Οι δύο Κλέφτες”.
Οι Αμαζόνες
Η πλέον γνωστή μητριαρχική ομάδα που διασώθηκε μέσω του Ηροδότου είναι αυτή των Αμαζόνων. Μυθική πρωτεύουσά τους τη δεύτερη χιλιετηρίδα π.Χ. ήταν η Θεμίσκυρα, η οποία τοποθετείται μεταξύ της Οινόης και της Αμισού (Σαμψούντα) στο δυτικό μικρασιατικό Πόντο. Λέγεται ότι η Θεμίσκυρα ιδρύθηκε από τη βασίλισσα των Αμαζόνων Λυσίππη προς τιμή της θεάς Αρτέμιδος.
Βρισκόταν στα παράλια του Εύξεινου Πόντου, μεταξύ των ποταμών Θερμόδοντα (Terme σήμερα) και Ίρη (σήμερα Yeşil). Σύμφωνα με μια εκδοχή η Θεμίσκυρα βρισκόταν κοντά στην πόλη Τσαρσαμπά, δυτικά της Αμισού. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή βρισκόταν κοντά στην πόλη Θέρμαι (Terme-Termeh σήμερα), λίγο ανατολικότερα του Τσαρσαμπά.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι η προέλευση των Αμαζόνων ήταν η περιοχή της Μαιώτιδας Λίμνης (Αζοφική Θάλασσα), απ’ όπου μετακινήθηκαν στην Κριμαία και από το ανατολικό της άκρο εγκαταστάθηκαν στην απέναντι ακτή της σημερινής Νότιας Ρωσίας, κοντά στον ποταμό Τάναϊ, σήμερα Ντον. Ο ποταμός πήρε το όνομά του από τον Τάναϊ, γιο της βασίλισσας των Αμαζόνων Λυσίππης, ο οποίος αυτοκτόνησε εκεί έχοντας διαπράξει το αμάρτημα του Οιδίποδα.
Αργότερα εκεί δημιουργήθηκε η αρχαία ελληνική αποικία με το ίδιο όνομα και σήμερα εκεί βρίσκεται η ρωσική πόλη Ροστόφ επί του Ντόν. Η πρωτεύουσα των Αμαζόνων Θεμίσκυρα αναφέρεται στην ελληνική μυθολογία, στους άθλους του Ηρακλέους. Ήταν ο ένατος άθλος, όπου ο Ευρυσθέα ζήτησε από τον Ηρακλή να του φέρει τη Ζώνη της Ιππολύτης, της βασίλισσας των Αμαζόνων.
Από τη μητριαρχία στην πατριαρχία
Η κυρίαρχη θέση των γυναικών στην κοινωνική οργάνωση κατά τη μητριαρχική περίοδο αποτυπώνεται επίσης και στο κληρονομικό δίκαιο, όπου τα δικαιώματα μεταβιβάζονται μόνο στα θηλυκά μέλη της κάθε οικογένειας. Επίσης αντανακλάται και στη μορφή των θεοτήτων. Επικρατούν οι γυναικείες θεότητες, όπως αυτή της Μητέρας Θεάς ή Μεγάλη Μητέρα, η οποία εξέφραζε τις δημιουργικές δυνάμεις της γης και αποθέωνε τη μητρότητα και τη γονιμότητα. Η Θεά-Μάνα Γη θα κυριαρχήσει παίρνοντας διάφορα ονόματα από τόπο σε τόπο.
Η Μητέρα Θεά με το όνομα Κυβέλη, λατρεύτηκε στη Μικρά Ασία, στις περιοχές της Φρυγίας, Λυδίας και Βιθυνίας στο νοτιοδυτικό άκρο του Εύξεινου Πόντου. Η Κυβέλη αντιστοιχούσε στη Ρέα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν κόρη του Ουρανού και της Γαίας. Η λατρεία της Κυβέλης πέρασε στην Ελλάδα μέσω των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Συχνά παρουσιάζεται με κοινό όνομα Ρέα-Κυβέλη. Στην Αθήνα υπήρχε σημαντικός ναός αφιερωμένος στην Κυβέλη, όπου φυλάγονταν τα αρχεία του κράτους, ενώ στη Θήβα ο Πίνδαρος είχε ανεγείρει ιερό της Κυβέλης με άγαλμα της θεάς.
Η μητριαρχία λοιπόν ως παράδοση δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει μέσα από τις θεότητες και τους συμβολισμούς και μετά την είσοδο των ανθρώπινων κοινωνιών στο πατριαρχικό στάδιο, δηλαδή στην ανδρική πρωτοκαθεδρία στην οικογενειακή και πολιτικοκοινωνική οργάνωση. Τότε μόνο (ύστερη χαλκοκρατία, από το 1600 π.Χ.) αρχίζουν να εμφανίζονται ανδρικές θεότητες δίπλα στη Μεγάλη Θεά. Και μόνο μετά το 1000 π.Χ. οι ανδρικές θεότητες επισκίασαν οριστικά τις παλιότερες μητριαρχικές.
Όλα αυτά τα προχριστιανικά στοιχεία δεν χάθηκαν από τη μνήμη των λαών της περιοχής. Ούτε η επίκληση της Μητέρας Θεάς, ούτε βεβαίως οι ιστορίες από την αρχέγονη εκείνη εποχή, που είχαν μετατραπεί πλέον σε λαϊκά παραμύθια και μεταφέρονταν μέσα στο χρόνο, από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά.
“Οι δύο κλέφτες”
Ακριβώς αυτό το φαινόμενο συναντάμε στην περίπτωση του παραμυθιού που έφερε από τον Πόντο ο Δημήτριος Κωστικίδης. Ο εγγονός του Ιεροκλής Σαββίδης, γράφει: «Διάβαζα και ξαναδιάβαζα το σχετικό απόσπασμα (του Ηροδότου) και δεν το χωρούσε ο νους μου, πώς γίνεται να έχει φτάσει αυτή η ιστορία σε μένα από στόμα σε στόμα. Μετά όμως κάθισα και λογάριασα. Ο παππούς μου άκουσε το παραμύθι αυτό από τη γιαγιά του το 1920, όταν ήταν παιδί. Αν κι εμένα με αξιώσει ο Θεός να έχω τα χρόνια του, θα το πω στα εγγόνια μου το 2030.
Με τη μεσολάβηση λοιπόν μόνο δύο σκυταλοδρόμων της παράδοσης, αυτός ο μύθος μπορεί να κάνει ένα άλμα στο χρόνο 110 ετών. Και καθώς δεν είμαι ο μόνος που το άκουσα, κάποιοι άλλοι, παράλληλα με μένα θα το μεταδώσουν στα δικά τους τα παιδιά και τα εγγόνια. Φαίνεται λοιπόν, πως η παράδοση διαθέτει ένα είδος εθνικού διαδικτύου, που με τη μεσολάβηση 18 μόνο ανθρώπων στη σειρά, μπορεί να διανύσει μια ολόκληρη χιλιετία.»
Ο συσχετισμός με την αρχαιότητα
Το συσχετισμό του παραμυθιού που διέσωσε και μετέδωσε ο Κωστικίδης, με τις αντίστοιχες ιστορίες που αναφέρονται στα έργα του Παυσανία και του Ηρόδοτου αναλύει ο Χρήστος Μαχαιρίδης: « Ο πυρήνας της διήγησης παραμένει ο ίδιος, η διαφορά όμως της αφήγησης του Παυσανία, ο οποίος επαναλαμβάνει την διήγηση του Κάλλιπου, από την αφήγηση του Ιεροκλή Σαββίδη, είναι η πλήρης απογύμνωση από το ιστορικό και θρησκευτικό πλαίσιο της εποχής του Παυσανία της ιστορίας των δύο κλεπτών, Τροφωνίου και Αγαμήδη, που μεταπίπτει μετά την επικράτηση του χριστιανισμού από τη θέση της αλήθειας του μύθου, των αρχαίων Ελλήνων, στη θέση του ψυχαγωγικού ψεύδους του νεοελληνικού παραμυθιού.
Αυτό που εντυπωσιάζει τον ακροατή ή και τον αναγνώστη του παραμυθιού των δύο κλεπτών στην καταγραφή του Σαββίδη, είναι τα στοιχεία πρωτογονικότητας και μητριαρχίας που είναι ιδιαίτερα εμφανή στη σύζυγο με τους δύο άνδρες-κλέπτες που όταν ο ένας φεύγει από την οικογενειακή εστία για να “εργαστεί” τον αντικαθιστά ο άλλος και τελικά επικρατεί ο πιο τυχερός και έξυπνος σύζυγος-κλέφτης.
Στην διήγηση του Ηροδότου ο έξυπνος κλέφτης παίρνει για γυναίκα του, την κόρη του Ραμσίνιτου. Το στοιχείο αυτό αποτελεί ένδειξη μητρογραμμικού ή μητροτροπικού γάμου. Σύμφωνα με την μητριαρχική παράδοση φορέας της εξουσίας είναι η γυναίκα. Στη διήγηση του Παυσανία κυριαρχεί το θρησκευτικό στοιχείο και η πατριαρχική παράδοση μέσω του πρωταγωνιστή που όχι μόνο επιβιώνει από τη δοκιμασία αλλά ο τόπος της θείας εξαφάνισής του, στα σπλάχνα της γης, γίνεται ιερός τόπος προσκυνήματος και αποκάλυψης στους ευσεβείς Έλληνες των ιστορικών χρόνων οι οποίοι επισκέπτονται με σεβασμό το Τροφώνιο Άντρο ή Μαντείο όπως αναφέρουν οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς και ποιητές Ηρόδοτος, Αριστοφάνης, Παυσανίας, Πλούταρχος, Στράβων κ.α.
Στη διήγηση του Κωστικίδη η γυναίκα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο και είναι αυτή η οποία γίνεται αποδεκτή και από τους δύο συζύγους, τους οποίους δοκιμάζει ως προς τις ικανότητές τους, υποτίθεται, στην κλοπή. Γίνεται, με τον τρόπο αυτό, ένα τεράστιο άλμα προς την αρχέγονη μητριαρχική και αγροτοκτηνοτροφική περίοδο της κοινωνίας όπου η γυναίκα φαίνεται πως ρύθμιζε τα πάντα….».