Η καθολική εκποίηση της Ελλάδας – “Και για μούντζα ο λαός και για λιβάνι”…
20/01/2020Είναι μερικές φορές που η προγνωστική δύναμη της αναλυτικής σκέψης αφήνει τον αναγνώστη άφωνο. Τέτοια είναι η περίπτωση του Παναγιώτη Κονδύλη και οι εκτιμήσεις του για τις προοπτικές της Ελλάδας. Το 1992 είχε προχωρήσει σε δύο προβλέψεις. Η ραγδαία πτώση της γεωπολιτικής σημασίας της χώρας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και την εξάλειψη της κομμουνιστικής απειλής, είχε γράψει, θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα τους εταίρους μας στα εξής:
Πρώτον, στην άρνηση «να χρηματοδοτήσουν περαιτέρω τον ελληνικό παρασιτικό καταναλωτισμό, επιβάλλοντας στην ελληνική οικονομία αυστηρή δίαιτα εξυγιάνσεως και επαναφέροντας το ελληνικό βιοτικό επίπεδο στο ύψος πού επιτρέπουν οι δυνατότητές της». Δεύτερον, στην απόφαση να αγνοήσουν «ό,τι οι Έλληνες θεωρούν ως εθνικά τους δίκαια, υιοθετώντας στα αντίστοιχα ζητήματα είτε τη θέση των αντιπάλων της Ελλάδας είτε εν πάση περιπτώσει θέση σύμφωνη με τα δικά τους περιφερειακά συμφέροντα».
Το πρώτο το είδαμε όλη την προηγούμενη δεκαετία που σημαδεύτηκε από την κατάρρευση του παρασιτικού οικονομικού μοντέλου της Μεταπολίτευσης. Του δεύτερου την απαρχή τη βλέπουμε τώρα, στις εξελίξεις μετά την τουρκολιβυκή συνεννόηση εναντίον μας. Ιδίως ο ταπεινωτικός αποκλεισμός μας από τη Διάσκεψη του Βερολίνου (όπου εκλήθη ως και το Κονγκό) δείχνει την απομόνωσή μας διεθνώς.
Η κυβέρνησή μας με τη σπασμωδική διπλωματία των τελευταίων εβδομάδων επαίρεται ότι εκείνη έχει απομονώσει διπλωματικά την Άγκυρα, στην πράξη όμως γίνεται το αντίθετο. ΗΠΑ, Γερμανία και Ρωσία (θα πρόσθετα σε αυτούς το Ισραήλ και την Αίγυπτο), όλοι όσοι έχουν δηλαδή ανοιχτούς λογαριασμούς με τον Ερντογάν χρησιμοποιούν την Ελλάδα για να επιτύχουν συμφωνίες ωφέλιμες για τους ίδιους.
Έτσι, με την ιρανική κρίση ανοιχτή, Ουάσιγκτον και ΝΑΤΟ νίπτουν τας χείρας τους, οι δε Βρυξέλλες βάζουν στον πάγο τις κυρώσεις κατά της Τουρκίας. Ρητορικά μας στηρίζουν βέβαια, στην πράξη όμως περνούν το μήνυμα στην Άγκυρα ότι (αν τα βρει μαζί τους και δεν θίξει τα δικά τους συμφέροντα) απέναντι στην Ελλάδα έχει λυμένα τα χέρια της.
Ο Μητσοτάκης ολοκληρώνει την εκποίηση της Ελλάδας
Σαράντα χρόνια τώρα οι γενιές της Μεταπολίτευσης για να ζήσουν το “όνειρο της ευμάρειας” εκποίησαν τα πάντα. Τη δημόσια περιουσία στους δανειστές, τα “φιλέτα” της ελληνικής γης και τις σημαντικότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις μας στους “επενδυτές”, τις τράπεζες στα funds, τα λιμάνια στους Κινέζους, τα αεροδρόμια στους Γερμανούς, τις βάσεις και τις διευκολύνσεις τους στους Αμερικανούς.
Ακόμη και τα νησιά του Αιγαίου τα έκαναν αποθήκες ανθρώπων (και φωλεές Τούρκων πρακτόρων) για να μη στενοχωρήσουν τις ευαίσθητες Βρυξέλλες και την φιλάνθρωπη καγκελάριο. Ακόμη και τη νέα γενιά, το μέλλον μιας χώρας υπό δημογραφική κατάρρευση το εκποίησαν και έστειλαν 400.000 ανθρώπους στο εξωτερικό, να κάνουν τις τηλεφωνήτριες και τους νεοπρεκαρίους.
Ο Μητσοτάκης αυτή τη στιγμή που μιλάμε με την αθέλητη πόζα του επαίτη στο πρόσωπο βγάζει στο γιουσουρούμ τα τελευταία ασημικά της οικογένειας για να παρατείνει κάπως την διαμονή του στου Μαξίμου: το Ελληνικό, εξοπλιστικά “θα”, ό,τι απόμεινε στο κρατικό χαρτοφυλάκιο. Και αντί να προετοιμάζει τους Έλληνες για τα χειρότερα, τα φερέφωνά του στα Μίντια κάνουν το αντίθετο. Προετοιμάζουν τον κόσμο για να καταπιεί όχι μια ήττα, αλλά μια ταπείνωση που θα επέλθει αμαχητί. Και εκποιεί, εκποιεί αβέρτα ό,τι γίνεται ακόμη να εκποιηθεί.
Για τις Ένοπλες Δυνάμεις δεν περισσεύουν
Για τις Ένοπλες Δυνάμεις λέει και δεν ντρέπεται ότι δεν του περισσεύει μία. Για αυξήσεις συντάξεων, όμως, και επιδόματα και φοροαπαλλαγές τού τρέχουν απ’ τις τσέπες δισεκατομμύρια, κάθε βδομάδα βγάζει και νέα ανακοίνωση. Αν είχε ο Τσίπρας επιδοθεί σε αυτό το όργιο, ο “σοβαρός” Τύπος της χώρας θα έχει ξεσηκωθεί. Και τι δεν θα διαβάζαμε, και τι δεν θα ακούγαμε για ανεύθυνη λαϊκιστική παροχολογία… Επειδή αυτά τα κάνει ένας “αντιλαϊκιστής” όμως, χαιρετίζονται σαν αναπτυξιακή πολιτική!
Τι θα γίνουν όλα αυτά τα μπαξίσια που προσφέρουν στο πόπολο οι εν υπηρεσία Κοντογιαλούροι; Το ξέρουμε από την εποχή του Σημίτη που είναι ο ανομολόγητος δάσκαλός τους. Αφού φουσκώσουν τεχνητά για ένα διάστημα το ΑΕΠ, θα γίνουν εισαγωγές και “επενδύσεις” σε καφετέριες και ντουβάρια. Και μετά θα έρθει (έρχεται) η επόμενη φουρτούνα που θα μας πνίξει.
Στη γείτονα, ο Ερντογάν εγκαινιάζει εργοστάσια αυτοκινήτων, ναυπηγεία, αεροδιαστημικές βιομηχανίες. Και ο δικός μας έχει αναγορεύσει όραμά του ένα καζίνο και εκποιεί για μια ρουλέτα το Ελληνικό. Πλησιάζει όμως η στιγμή που θα έχουμε εκποιήσει τα πάντα, και δεν θα μένει τίποτα άλλο να τάξουμε στους συμμάχους και εταίρους που διαμελίζουν το σώμα μας.
Και για μούντζα ο λαός και για λιβάνι
Και ο λαός; Ο λαός εκεί έξω όλα αυτά δεν τα βλέπει, γιατί δεν θέλει να τα δει. Τα απωθεί, τα αρνείται. Κι όσοι τα βλέπουν, σηκώνουν τους ώμους, ή μεταθέτουν σε άλλους την ευθύνη, οι χυδαιότεροι σου το λένε ευθέως: «έτσι και γίνει τίποτα με τους Τούρκους εγώ την έκανα στο εξωτερικό», «σιγά μην πολεμήσω εγώ για τα πετρέλαια». «Και για μούντζα ο λαός και για λιβάνι», έγραφε ο Παλαμάς 110 χρόνια πριν, σε μια άλλη, συγκριτικά πολύ λιγότερο κρίσιμη, συγκυρία. Σήμερα φαίνεται ότι είμαστε μόνο για μούντζα.
Τρομακτική είναι η σιωπή της πάλαι ποτέ λεγόμενης “πνευματικής ηγεσίας”, των διανοουμένων, των λογοτεχνών, των καλλιτεχνών της χώρας. Στα χείλη των περισσότερων εκπροσώπων της, που δηλώνουν “αριστεροί”, η λέξη πατρίδα ηχεί πια μόνο ως παρωδία, σκονισμένο έκθεμα του μουσείου. Και άλλοι, οι πιο liberal, την ταυτίζουν αποκλειστικά με το κράτος. «Τι έκανε αυτό το κράτος για μένα;» σε ρωτάνε, αντιστρέφοντας καραγκιοζίστικα την ιστορική ρήση του Τζων Κέννεντυ. Άλλωστε, στα μάτια τους το κράτος πρέπει να είναι “μικρό”. Δεν χολοσκάνε που ζητούν και οι Τούρκοι ένα κομμάτι.
Όχι, δεν υποτιμώ τους άλλους. Τους στρατιωτικούς στα σύνορα που και τη δύσκολη ώρα θα κάνουν γενναία και φιλότιμα τη δουλειά τους. Αν η χώρα δεν έχει γκρεμιστεί ήδη σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, σ’ αυτούς το οφείλουμε. Τον επιχειρηματία που δωρίζει ένα πλοίο στο Πολεμικό Ναυτικό και όχι μια ακόμη “Στέγη” για να κάνουν το κομμάτι τους οι κοκορόμυαλοι και οι μεταμοντέρνοι. Τον συγγραφέα, Ελλαδίτη ή Κύπριο, που έχει μαλλιάσει η γλώσσα του βοώντας εν τη ερήμω. Τον έντιμο δημοσιογράφο που έχει εξωθηθεί στο περιθώριο επειδή δεν είναι γλείφτης και παπαγαλάκι. Τους χιλιάδες απλούς ανθρώπους που έχουν κρατήσει μέσα τους ζείδωρη την αγάπη του τόπου και την έγνοια για το μέλλον της.
Φτάνουν όμως αυτοί; Μπορούν όλοι αυτοί, που είναι πολλοί, αλλά είναι και πολιτικά ακέφαλοι, αποθαρρυμένοι, κατασυκοφαντημένοι, να κρατήσουν τη χώρα όρθια; Και για πόσο; Δεν το ξέρω. Αν δεν μπορούν πάντως, δεν μας σώζει παρά η τύχη. Θα κλείσω όπως άρχισα, με μια φράση του Παναγιώτη Κονδύλη: «Πολλοί ίσως βρουν υπερβολικά καυστικές διάφορες εκφράσεις απ’ όσες χρησιμοποιήθηκαν στην παραπάνω περιγραφή. Θα είναι ασφαλώς εκείνοι πού ακόμα δεν κατάλαβαν ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πια περιθώρια για μισόλογα και διακριτικούς υπαινιγμούς».