Ο Βελισάριος, οι 250 επίλεκτοι και οι Γερμανοί στον Δούναβη
13/02/2020Εμπνεόμενος από την πολεμική τέχνη των δύο κύριων αντιπάλων της Αυτοκρατορίας εκείνη την εποχή, των Γερμανών και των νομάδων της Ανατολής, ο εξέχων στρατηγός Βελισάριος συνέλαβε την ιδέα ευρέσεως του αντιδότου, το οποίο δεν ήταν άλλο από το ιππικό διπλού ρόλου.
Το νέο ιππικό το οποίο σκόπευε να συγκροτήσει έπρεπε να διαθέτει επαρκή ευελιξία, αλλά και ισχύ πυρός ώστε να ανταπεξέρχεται της επέλασης του επίφοβου γερμανικού βαρέως ιππικού και αρκετή συνοχή, ώστε να αντιμετωπίζει ευχερώς τις άτακτες, αλλά ορμητικές επιθέσεις των Ανατολιτών ιπποτοξοτών. Οι ιππείς αυτοί ονομάστηκαν βουκελάριοι – η βουκέλα ήταν ένα είδος γαλέτας. Οι άνδρες που μοιράζονταν τα ίδιο ψωμί, οι ομοτράπεζοι δηλαδή, αποτέλεσαν αρχικά ένα μόνο μικρό τμήμα σωματοφυλάκων του Βελισάριου, στο οποίο κατατάχθηκαν όλοι οι φίλοι του.
Η διαφορά τους από το κοινό ιππικό, τους λεγόμενους Καβαλάριους, ήταν ότι οι βουκελάριοι ήταν εξοπλισμένοι με λόγχη και τόξο και ήταν ικανοί να πολεμούν τόσο σε πυκνή τάξη, πραγματοποιώντας επελάσεις όπως το βαρύ ιππικό, αλλά και σε διάταξη ακροβολισμού ακόμα, αποφεύγοντας βαρύτερους αντιπάλους και καταβάλλοντάς τους με τα βέλη τους.
Νέα μονάδα
Ο Βελισάριος επιθυμούσε να δημιουργήσει ένα επίλεκτο σώμα, όπως αυτός το είχε σχεδιάσει στο μυαλό του και γι’ αυτό κατέταξε σε αυτό ορεσίβιους, σκληραγωγημένους άνδρες, εκ φύσεως πολεμιστές, άνδρες από τις πεδιάδες, γνώστες της φροντίδας των αλόγων και της ιππασίας, αλλά και ναυτικούς με επιδέξια χέρια. Η κάθε ομάδα ανθρώπων θα μάθαινε από την άλλη και όλες μαζί θα συγκροτούσαν ένα ακατάβλητο σύνολο.
Ήταν ιδιαίτερα πιεστικός στους άνδρες, όσον αφορά την εκπαίδευση, ήταν δέκα φορές πιεστικότερος στους αξιωματικούς τους, από τους οποίους απαιτούσε κρυστάλλινη σκέψη, θάρρος και πολεμική ικανότητα. Ο αξιωματικός, κατά τον Βελισάριο, όφειλε να είναι κατ΄αρχήν ο καλύτερος στρατιώτης, ο πρώτος στη μάχη, αλλά και στη σύνεση.
Οπλισμός και εκπαίδευση
Με το ετερογενές αυτό ανθρώπινο δυναμικό ο Βελισάριος συγκρότησε τη νέα του μονάδα. Οι άνδρες εξοπλίστηκαν όλοι με θώρακα, με βαρύ, στερεό σιδερένιο κράνος (κασίδα) και μικρή ασπίδα. Ο επιθετικός τους οπλισμός αποτελείτο από μακριά ίσια σπάθη, μήκους σχεδόν 1 μ. μακριά λόγχη, μήκους 3 μ.περίπου και από σύνθετο τόξο, κατασκευασμένο από επάλληλες στρώσεις διαφορετικών υλικών (διαφόρων ειδών ξύλου, οστών ζώων), οι οποίες του προσέδιδαν μεγάλη αντοχή και ακρίβεια βολής.
Τα τόξα αυτά ήταν “σκληρά” (τεντώνονταν δύσκολα), περιορίζοντας έτσι την ταχυβολία. Το μειονέκτημα όμως αυτό αντισταθμιζόταν από την εξαιρετική τους ακρίβεια. Τα όπλα που συμπλήρωναν το οπλοστάσιο των βουκελαρίων ήταν οι κεφαλοθραύστες και τα χειρόβολα ή ριπτάρια. Τα τελευταία ήταν μικρά ακόντια – λίγο μεγαλύτερα από βέλη – τα οποία επίσης έφεραν στο πίσω μέρος τους πτερύγια εξισορρόπησης και τα οποία βάλλονταν εκ του σύνεγγυς με το χέρι.
Μετά το πέρας της ατομικής εκπαίδευσης οι βουκελάριοι εκπαιδεύονταν κατά ακίες (στίχους), κατά κενταρχίες (ίλες) και τελικά κατά βάνδο – το σύνολο του τάγματος. Το τάγμα, αποτελούσε την κατώτερη τακτική μονάδα, και αναλόγως της τακτικής κατάστασης μπορούσε να πολεμά είτε σε διάταξη ακροβολισμού, είτε σε πυκνή τάξη. Ένα τμήμα των ανδρών ήταν επιφορτισμένο να δρα ως εμπροσθοφυλακή, οπισθοφυλακή ή πλαγιοφυλακή.
Κατά των Γερμανών
Όταν ο Βελισάριος πείσθηκε ότι οι άνδρες του ήταν ετοιμοπόλεμοι ζήτησε από τον αυτοκράτορα να του επιτρέψει να μεταβεί με το τάγμα του στα βόρεια σύνορα, για να δοκιμάσει το τάγμα σε πραγματικές συνθήκες μάχης, πολεμώντας κατά των Γερμανών Γεπίδων. Έτσι ο Βελισάριος, επικεφαλής των βουκελαρίων του, περί τους 250, έφτασε στον Δούναβη και αμέσως ανέλαβε δράση. Οι Γεπίδες, όπως και οι περισσότεροι Γερμανοί, εκτός από τους Φράγκους, είχαν, υπό την επίδραση των Ούννων, καταστεί εξαίρετοι ιππείς. Το πεζικό τους δεν ήταν αξιόλογο.
Το γερμανικό ιππικό όμως ήταν εκλεκτό και ιδιαιτέρως μετά τη μάχη της Αδριανούπολης προκαλούσε τρόμο στους Βυζαντινούς. Διακρινόταν για την ορμητικότητα του, αλλά όχι για την πειθαρχία και τη συνοχή του. Οι Γεπίδες ζούσαν σε ομάδες, γνωστές ως “γκάου”, στη βόρεια όχθη του Δούναβη, ο οποίος αποτελούσε το σύνορο της Αυτοκρατορίας. Από εκεί περνούσαν συχνά τον ποταμό και εκτελούσαν επιδρομές σε μεγάλο βάθος.
Ο Βελισάριος στρατοπέδευσε με τους άνδρες του σε μια περιοχή όπου δεν υπήρχε κοντά ούτε πόλη, ούτε χωριό. Αυτό το έπραξε για να συνηθίσει τους άνδρες του στις στερήσεις. Στην νότια όχθη του Δούναβη είχε αγκυροβολήσει ένα πλοίο, το οποίο αποτελούσε την προχωρημένη βάση τους, επί του οποίου υπήρχαν μικρά αποθέματα τροφίμων, αποθέματα βελών και ένα συνεργείο σιδηρουργών για την πραγματοποίηση επισκευών στον οπλισμό.
Οι βουκελάριοι θα επισκέπτονταν το πλοίο – βάση κάθε 10 ημέρες, εφόσον συνέτρεχε λόγος. Διαφορετικά θα ζούσαν από εφόδια που θα κυρίευαν από τους εχθρούς. Ο Βελισάριος, έχοντας μελετήσει τις τακτικές μάχης των Γεπίδων διέταξε τους άνδρες του να μην εμπλέκονται μαζί τους παρά μόνο όταν οι εχθροί θα είχαν αποδιοργανωθεί από τις απώλειες που θα τους είχαν προκαλέσει τα βέλη τους. Οι βουκελάριοι θα αναπτύσσονταν σε διάταξη ακροβολισμού, παρενοχλώντας διαρκώς με βολές, τους Γεπίδες ιππείς, επιχειρώντας να τους εξαναγκάσουν να επελάσουν, εγκαταλείποντας το πεζικό τους.
Με τον τρόπο αυτό οι Γεπίδες ιππείς θα στερούντο της προστασίας του φιλίου τους πεζικού και θα αντιμετωπίζονταν ευχερώς από τους Βυζαντινούς βουκελάριους. Οι άνδρες, υπό την άγρυπνη καθοδήγησή του, ακολούθησαν πράγματι κατά γράμμα τις εντολές του. Επί τέσσερις περίπου μήνες οι 250 βουκελάριοι του Βελισάριου, επιχειρούσαν σε μια περιοχή όπου δρούσαν 20 φορές περισσότεροί τους εχθροί, χωρίς να ηττηθούν από αυτούς, προκαλώντας τους μάλιστα σημαντικές απώλειες και αιχμαλωτίζοντας αρκετούς. Ο Βελισάριος σε αυτές τις μάχες είχε μόνο τρεις τραυματίες και έναν νεκρό, ο οποίος όμως δεν χάθηκε συνεπεία της εχθρικής δράσης, αλλά από ατύχημα – πνίγηκε.