Από την ηθική της συλλογικότητας στο νέο ατομισμό
25/02/2020Ο Φρόυντ υποστήριξε ότι η δυσφορία που αισθάνεται ο άνθρωπος στην οργανωμένη κοινωνία, οφείλεται στο γεγονός ότι ο πολιτισμός του περιορίζει, αν δεν του απαγορεύει, την ικανοποίηση των επιθετικών και σεξουαλικών ενορμήσεων, που είναι ασύμβατες με μια αρμονική συλλογική ζωή. Το ότι το άτομο δεν ικανοποιεί απρόσκοπτα τις ενστικτώδεις ανάγκες και τις επιθυμίες του γίνεται αιτία της δυστυχίας του.
Το συλλογικό υπερεγώ, στο πλαίσιο μιας κοινότητας, είναι ο κοινωνικός ηθικός εντολέας, ο οποίος επιτάσσει την εφαρμογή συγκεκριμένων ηθικών κανόνων, τους οποίους ο κάθε πολίτης οφείλει να σέβεται ώστε να διασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή. Το συλλογικό υπερεγώ προκρίνει τον αλληλοσεβασμό μεταξύ των πολιτών, την ισονομία και γενικά την εύρυθμη κοινωνική ζωή, ενώ αδιαφορεί για τον περιορισμό των ενστικτωδών αναγκών του. Δηλαδή για το συλλογικό υπερεγώ προέχει το συμφέρον της κοινότητας από εκείνο του ατόμου, το οποίο δεν έχει και μεγάλη σημασία. Θα πρέπει να σημειώσω ότι μαζί με το εξελιγμένο, το ώριμο υπερεγώ συνυπάρχει και το Ιδεώδες του Εγώ.
Το Ιδεώδες του Εγώ είναι η μια όψη του νομίσματος της ηθικής, του νόμου και των ιδεωδών, του οποίου την άλλη όψη αποτελεί το υπερεγώ. Το Ιδεώδες του Εγώ ενός ατόμου είναι το ιδανικό υπόδειγμα που το εμπνέει και το οποίο προσπαθεί να ακολουθήσει και να το πλησιάσει, αν και γνωρίζει ότι ποτέ δεν θα το φτάσει (πχ ο Ιησούς αποτελεί την έκφραση του Ιδεώδους του Εγώ για τον χριστιανό, ή ο Αριστοτέλης για ένα φιλόσοφο).
Όσο περισσότερο το υπερεγώ μέσα από τους κανόνες του είναι ώριμο και προστατευτικό για το άτομο και την κοινωνία, τόσο πιο εξανθρωπισμένο είναι και το Ιδεώδες του Εγώ, το οποίο οδηγεί το άτομο σε μια εξελικτική διαδικασία, κατά την οποία ωριμάζει μέσα από μια στάση αποδοχής και συνεργασίας με τους άλλους, τους οποίους σέβεται και αναγνωρίζει ως όμοιους-άλλους.
Το αίσθημα της ενοχής
Αν το άτομο παραβαίνει τις ηθικές επιταγές του υπερεγώ και παρεκκλίνει της πορείας που υποδεικνύει το Ιδεώδες του Εγώ, τότε ενεργοποιείται μια ηθική τιμωρία, δηλαδή η ενοχή. Ενοχή που συχνά είναι ασυνείδητη και γίνεται αντιληπτή από την τάση, ή ακόμα και την ανάγκη του ατόμου να τιμωρηθεί ή να αρρωστήσει. Η ενοχή είναι ένας ιδιαίτερος τύπος άγχους, που εμφανίζεται σε μορφές κοινωνίας που διέπονται από ένα ώριμο συλλογικό υπερεγώ, το οποίο λειτουργεί “σαν φρουρά σε μια κατακτημένη πόλη”.
Η εμφάνιση του αισθήματος ενοχής είναι το πιο σημαντικό πρόβλημα στην ανάπτυξη του πολιτισμού, δεδομένου ότι οδηγεί σε απώλεια της ευτυχίας του ατόμου. Όμως, οι παραδοσιακές αξίες και τα ιδεώδη των κοινωνιών που υπήρχαν την εποχή του Φρόυντ, βλέπουμε να υποχωρούν προοδευτικά μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, ιδιαίτερα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και να συντελείται μια σημαντική αλλαγή στο αξιακό πεδίο.
Οι περισσότερες αναλύσεις κοινωνιολόγων, ψυχαναλυτών και φιλοσόφων υποστηρίζουν ότι στο σύγχρονο πολιτισμό υποχωρούν σημαντικά οι ηθικές απαιτήσεις που προστατεύουν την συλλογικότητα, ενώ ενισχύεται μια ναρκισσιστική στάση ζωής. Μία στάση που στηρίζεται μάλλον σε ιδιοτελή ατομικά ιδεώδη, που ευνοούν την διαμόρφωση ενός υπερτροφικού εγώ, στο πλαίσιο ενός πολιτισμού που λειτουργεί στον αστερισμό του ναρκισσισμού και τροφοδοτείται από τον επιδερμικό τρόπο ζωής που επιβάλλει η καταναλωτική μας κοινωνία.
Ο ατομισμός συνώνυμο του ναρκισσισμού
Ο μετανεωτερικός ατομισμός μοιάζει να λειτουργεί ως συνώνυμο του ναρκισσισμού και αρχίζει να απασχολεί την κοινωνιολογία, την ψυχολογία, την ανθρωπολογία κλπ. Μάλιστα ο Ehererung (2010) στο βιβλίο του “Η κοινωνία της δυσφορίας” υπογραμμίζει το ζήτημα της εμφάνισης ενός νέου ατομισμού στις σύγχρονες αναπτυγμένες κοινωνίες, ο οποίος βασικά προάγει την αυτονομία και τα συμφέροντα του ατόμου, παραβλέποντας τις ανάγκες μεγάλων κοινωνικών ομάδων που υποφέρουν.
Σε αυτήν την κοινωνική κατάσταση το συλλογικό υπερεγώ υποβαθμίζεται, δηλαδή παλινδρομεί σε πρώιμες κοινωνικές καταστάσεις, στο πλαίσιο των οποίων ισχυρά άτομα ή ομάδες ισχυρών ατόμων αδιαφορούν για το συλλογικό καλό, για την ισονομία, για τους αδύναμους, για τους άρρωστους και διεκδικούν ακόμα και με την βία τα συμφέροντα τους. Όμως και οι ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις στις διάφορες εποχές τροποποιούνται.
Τον καιρό του Φρόυντ, όταν στα άτομα επικρατούσε ένα ώριμο υπερεγώ, το βασικό υπόδειγμα της ψυχοπαθολογίας στην τότε κοινωνία ήταν αυτό της νεύρωσης της μεταβίβασης (υστερία, φοβία, ψυχαναγκαστική νεύρωση). Δηλαδή, καταστάσεις, στις οποίες το άτομο διατηρεί την σχέση του με την εξωτερική πραγματικότητα. Αντιθέτως, εδώ και μερικές δεκαετίες οι νευρωτικές καταστάσεις άφησαν την κυρίαρχη θέση τους στις μη-νευρωτικές καταστάσεις (νευρώσεις του χαρακτήρα, ναρκισσιστικές νευρώσεις, οριακές καταστάσεις, σωματοποιήσεις, εξαρτήσεις, ψυχώσεις).
Βασικά οι μη νευρωτικές καταστάσεις, ιδιαίτερα οι οριακές (μεταίχμιες) καταστάσεις, έχουν καταστεί το βασικό υπόδειγμα ψυχικής διαταραχής στην φάση της μετανεωτερικής εποχής. Οι επίγονοι του Φρόυντ και μεταγενέστεροι ψυχαναλυτές (Winnicott, Bion, Kernberg, Kohut, Green, Bergeret, Marty κ.α) περιέγραψαν νέες μορφές οδύνης. Επιπλέον, περιέγραψαν τις αντίστοιχες νέες κλινικές οντότητες, όπου επικρατεί ένα ψυχικό κενό, ένα διάχυτο άγχος, μια μηχανιστική σκέψη, που περιθωριοποιεί ή παγώνει το συναίσθημα και γενικότερα ψυχικές κινήσεις αυτοκαταστροφικότητας.
Ντροπή και ενοχή
Την εποχή του Φρόυντ η θεματική του οιδιπόδειου συμπλέγματος κυριαρχούσε. Αυτή χαρακτηρίζονταν από το συναίσθημα της ενοχής, που βίωνε το παιδί λόγω των απαγορευμένων σεξουαλικών και επιθετικών επιθυμιών που απηύθυνε προς τους γονείς. Στην σύγχρονη εποχή, η οιδιπόδεια θεματική άφησε την θέση της στην προβληματική του Νάρκισσου, του ατόμου που επενδύει την εικόνα του, η οποία όταν υπολείπεται σε σχέση με ένα υψηλό ιδεώδες που τον εμπνέει προκαλεί το συναίσθημα της ντροπής, που κυριαρχεί στο ψυχικό προσκήνιο.
Η ντροπή προκαλεί βαθιές ρωγμές στην βασική εμπιστοσύνη στον εαυτό του ατόμου, που γίνεται αισθητή με τρόπο πιο άμεσο και πιο βαθύ υπαρξιακά, από ότι συμβαίνει όταν η ενοχή πλήττει αυτήν την εμπιστοσύνη και την εκτίμηση στον εαυτό. Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Α. Giddens (1991), η ενοχή αφορά μάλλον συγκεκριμένες μορφές της συμπεριφοράς ή της γνώσης –θα πρόσθετα και απαγορευμένων επιθυμιών– ενώ η ντροπή απειλεί την ίδια την ακεραιότητα του εαυτού, την ίδια την ύπαρξη.
Η ντροπή διαβρώνει άμεσα το αίσθημα ασφάλειας τόσο στο επίπεδο του ατόμου, όσο και στο επίπεδο του κοινωνικού περιβάλλοντος του. Όσο περισσότερο η ταυτότητα του εαυτού αναφέρεται στον εσωτερικό ψυχικό κόσμο του ατόμου, τόσο περισσότερο η ντροπή παίζει ένα βασικό ρόλο στην διαμόρφωση της προσωπικότητας του ενήλικα. Η ντροπή αποτελεί επακόλουθο τραυματικών καταστάσεων και καθιστά το άτομο ακόμα πιο ευάλωτο, γεγονός που το αναγκάζει να προστατευθεί σε μια πανοπλία ναρκισσισμού, με την οποία εμφανίζεται αγέρωχος, αλαζονικός στον κόσμο.