“Φυσάει Βοριάς απ’ το Νοτιά” – 10 χρόνια χωρίς το Νίκο Παπάζογλου
17/04/2021Στις 17 Απριλίου συμπληρώνονται δέκα χρόνια χωρίς τον Νίκο Παπάζογλου. Δεν ξέρω γιατί αλλά όσο περνά ο καιρός όλο και πιο έντονα περιστρέφονται στο μυαλό και την ψυχή μας οι περιπτώσεις δημιουργών που, παρά το “φευγιό” τους από τον μάταιο τούτο κόσμο, το έργο και η τέχνη τους ορθώνονται ακόμα ψηλότερα.
Να φταίει άραγε η γενικευμένη κρίση, η πνευματική ένδεια των καιρών, η απογοήτευση και οι ματαιώσεις που η πανδημία επέφερε, η εσωστρέφεια της εποχής και η γενικότερη σύγχυση ή μια ρομαντική τάση να εξιδανικεύουμε το παρελθόν αδυνατώντας να δούμε με καθαρή ματιά αυτό που είναι εν εξελίξει στις μέρες μας; Είναι μάλλον λογικό πως όταν ζούμε σε συνθήκες μιας δύσθυμης πραγματικότητας, για διάφορους λόγους που είναι εξαιρετικά σύνθετοι, να επιστρέφουμε με εντονότερη διάθεση στο παρελθόν.
Στην περίπτωση όμως του Νίκου Παπάζογλου θεωρώ πως η αναπόληση δεν έχει να κάνει με απλή νοσταλγία ή με ρομαντική διάθεση αναχωρητισμού από το δύσθυμο παρόν. Και αυτό γιατί η περίπτωσή του ως τραγουδιστή και τραγουδοποιού παραμένει διακριτή, αφού επαναπροσδιόρισε με τον πιο καθαρό τρόπο τη λαϊκή τέχνη του τραγουδιού, δίνοντας ουσία και περιεχόμενο στην έκφραση των πιο ωραίων, απλών και αρχέγονων νημάτων που δένουν τους ανθρώπους.
Η μοναδικότητα του Παπάζογλου
Λαϊκός, ποιητικός, αισθαντικός και απόλυτα ευθύς στο έργο και την τέχνη του, συνέθεσε στοιχεία της παράδοσης και της συλλογικής μνήμης του “καθημερινού” με το αίσθημα ενός διακριτού ποιητικού λόγου που άλλοτε έβρισκε παρηγοριά στις καθαρές πενιές ενός τρίχορδου μπουζουκιού κι άλλοτε καταφύγιο στα ροκ ξεσπάσματα μιας ηλεκτρικής κιθάρας.
Λαϊκοί δρόμοι και παραδοσιακοί ρυθμοί, βυζαντινές αποχρώσεις με φωνητικά ισοκρατήματα, ροκ μοτίβα σε μπαλάντες και ηλεκτρισμένες ενορχηστρώσεις συνέθεταν την ταυτότητα αυτού που και ο ίδιος αποκαλούσε «μικτό και νόμιμο είδος» ελληνικού τραγουδιού: μια πηγαία ταυτότητα δηλαδή που αναβλύζει από το Μεσογειακό χώρο με επιρροές Δύσης και Ανατολής, χωρίς κομπλεξισμούς και ανασφάλειες για την παράδοση, τη λαϊκή τέχνη, τις λόγιες επιρροές, τις εκδοχές του μοντέρνου, τις διαλεκτικές συνθέσεις από τις συναντήσεις των μορφών πολιτισμικής ετερότητας που συγκροτούν τις κοινωνίες των ανθρώπων.
Ο Νίκος Παπάζογλου ευτύχησε όχι μόνο να αναδείξει τα δικά του τραγούδια, αλλά και να αποδώσει τις μουσικές και το λόγο σημαντικών δημιουργών της γενιάς και της εποχής του. Αν εξαιρέσουμε τους εμβληματικούς δημιουργούς Νίκο Ξυδάκη και Μανώλη Ρασούλη, με τους οποίους η φωνή του συνδέθηκε υπαρξιακά, κατέθεσε σημαντικές ερμηνείες πάνω και σε έργα άλλων δημιουργών όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Πέτρος Βαγιόπουλος, η Βάσω Αλαγιάννη, ο Σωκράτης Μάλαμας κ.α
Στην ταπεινή μου συλλογιστική ο Νίκος Παπάζογλου θα ενσαρκώνει πάντα την πανσέληνο του ελληνικού τραγουδιού αποπνέοντας εκείνο το μοναδικό άρωμα της αρχοντιάς των ανθρώπων της Θεσσαλονίκης και του Ελληνικού βορρά που ξέρουν και από φτώχεια και από προσφυγιά, αλλά και από ξεριζωμούς.
Τραγούδησε τον έρωτα, τη μοναξιά, τον νόστο, τη φιλία, τον αγώνα των ανθρώπων για αγάπη, φέρνοντας στα χείλη χιλιάδων νέων την τρυφερότητα και την ευαισθησία στίχων που γράφτηκαν με πάθος και ψυχή βαθιά. Χωρίς αμφιβολία μάς κληροδότησε μοναδικές ερμηνείες αφήνοντας παρακαταθήκη μια φωνή λυγμική, γεμάτη συναίσθημα, ερωτικό πόνο και υπαρξιακή αλήθεια πλημμυρίζοντας την εφηβεία και τη νιότη μας με το μπλε μιας Ελλάδας που όσο κι αν μας πληγώνει άλλο τόσο θα την ευγνωμονούμε.