Όταν η γη σχίστηκε… Δύο γερμανικά σώματα στρατού τινάζονται στον αέρα!
30/03/2020Η γερμανική εισέχουσα της Μεσίν αποτελούσε προφανή στόχο των Βρετανών από το 1915 ήδη. Η κατάληψη της κορυφογραμμής της Μεσίν ήταν ζωτικής σημασίας καθώς η κατοχή της από τους Γερμανούς παρείχε στους τελευταίους απόλυτη θέα των βρετανικών θέσεων σε μεγάλο βάθος. Στην περίπτωση της Μεσίν ο όρος «κορυφογραμμή» φαντάζει υπερβολικά γενναιόδωρος καθώς επρόκειτο για μια σειρά χαμηλών γηλόφων ύψους περί τα 40-70 μ. Παρόλα αυτά σε μια, κατά τα άλλα απολύτως πεδινή περιοχή παρείχε σημαντικό τακτικό, αν όχι και στρατηγικό, πλεονέκτημα σε αυτόν που την κατείχε.
Φυσικά η βρετανική ηγεσία είχε γνώση του προβλήματος και ήδη από το 1915 είχε αρχίσει να σχεδιάζει την κατάληψη της κορυφογραμμής της Μεσίν. Για τον σκοπό αυτό, τον Ιούλιο του 1915, είχε τεθεί η ιδέα υπονόμευσης της γερμανικής τοποθεσίας, με τη διάνοιξη μιας σειράς στοών κάτω από το έδαφος και της παγίδευσής τους με εκρηκτικά στο ύψος της γερμανικής γραμμής άμυνας και τον Φεβρουάριο του 1916 ξεκίνησαν οι εργασίες.
Προετοιμασίες
Μέχρι τα τέλη του 1916 15 στοές είχαν ολοκληρωθεί, κάτω από την κορυφογραμμή της Μεσίν και είχαν πληρωθεί με εκρηκτικά. Θα ακολουθούσαν και άλλες. Ο Βρετανός διοικητής της 2ης Στρατιάς που τηρούσε το μέτωπο στην περιοχή της Μεσίν, στρατηγός Χέρμπερτ Πλάμερ ενθάρρυνε την προσπάθεια και ζήτησε την τοποθέτηση επιπλέον «ναρκών», όπως ονομάζονταν τότε οι υπονομεύσεις.
Έχοντας καταρτίσει το σχέδιο επίθεσής του και έχοντας λάβει την έγκριση του Χέιγκ, ο Πλάμερ ζήτησε από τους σκαπανείς του να είναι όλα έτοιμα στις 7 Ιουνίου 1917. Συνολικά το σχέδιο προέβλεπε την υπονόμευση του γερμανικού μετώπου σε 25 σημεία. Τελικά ολοκληρώθηκαν 22 υπονομεύσεις. Η μεγαλύτερη στοά είχε μήκος 658 μ. ενώ η μεγαλύτερη ποσότητα εκρηκτικών – 43,45 τόνοι – τοποθετήθηκαν στη μήκους 408 μ. στοά στο Σεν Ελοί. Από τις «νάρκες» αυτές οι 19 εξερράγησαν την ημέρα της επίθεσης. Δύο ανατινάχθηκαν κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας το 1955 και μια παραμένει ακόμα έτοιμη να σκορπίσει τον θάνατο, χαμένη κάτω από το έδαφος.
Τη βρετανική επίθεση επρόκειτο να εκτελέσει η 2η Στρατιά. Για τον σκοπό αυτό η στρατιά προικοδοτήθηκε με τρία Σώματα Στρατού (ΣΣ), το Χ, το IX ΣΣ και το ΙΙ ΣΣ ANZAC (Αυστραλιανό-Νεοζηλανδικό ΣΣ – ΑΝΖ ΣΣ). Εφεδρεία της 2ης Στρατιάς αποτελούσε το XIV ΣΣ. Κάθε βρετανική ΜΠ διέθετε τρεις ταξιαρχίες, έκαστη εκ των οποίων διέθετε τέσσερα τάγματα. Στην επίθεση διατέθηκαν 148 τάγματα πεζικού, τα οργανικά των ΣΣ, σε πρώτο κλιμάκιο με άλλα 48 να τηρούνται σε άμεση εφεδρεία.
Προς άμεση υποστήριξη του πεζικού διατέθηκε και η 2η Ταξιαρχία Αρμάτων με το Α και Β Τάγμα Αρμάτων, έκαστο με 38 άρματα Mark IV. Για μια τέτοια τοπικού χαρακτήρα, τακτική επίθεση συγκεντρώθηκε και ένας εκπληκτικός αριθμός πυροβόλων. Συνολικά διατέθηκαν 2.266 πυροβόλα, από πεδινά των 18 pdr μέχρι θηριώδη οβιδοβόλα των 15 in. Ο όγκος αυτός πυροβολικού μεταφέρθηκε σταδιακά στην περιοχή της Μεσίν μαζί με 144.000 τόνους πυρομαχικών ώστε να μην εντοπισθεί από τους Γερμανούς. Επίσης την πρώτη ημέρα της μάχης ήταν διαθέσιμα περί τα 300 βρετανικά αεροσκάφη κάθε τύπου στην περιοχή, έναντι λιγότερων από τα μισά γερμανικών.
Υστέρηση και αλαζονεία
Απέναντι στις εντυπωσιακές αυτές δυνάμεις οι γερμανικές υστερούσαν δραματικά. Από το 1916 τον τομέα της Μεσίν τηρούσαν το γερμανικό ΧΙΧ ΣΣ και το ΙΙ Βαυαρικό ΣΣ (Β. ΣΣ). Το πρώτο διοικείτο από τον στρατηγό φον Λάφερτ και το δεύτερο που διοικείτο από τον στρατηγό φον Στέτεν. Η γερμανική ανωτάτη διοίκηση έλαβε πολύ σοβαρά υπόψη τις πληροφορίες περί επικείμενης βρετανικής επίθεσης και ελήφθησαν μέτρα για την ενίσχυση του τομέα. Οι Γερμανοί διέθεταν 5 ΜΠ ενώ στον τομέα διατέθηκαν άλλες δύο.
Οι Λάφερτ και Στάτεν επέμεναν πάντως ότι δεν υπάρχει κίνδυνος άμεσης βρετανικής επίθεσης. Ο Λάφερτ μάλιστα δήλωσε βέβαιος πως το πυροβολικό του ήταν ικανό να συντρίψει κάθε βρετανική επίθεση που θα μπορούσε να εκδηλωθεί, καθώς διέθετε περί τα 640 πυροβόλα και οβιδοβόλα. Επίσης ο Λάφερτ εμφανίστηκε βέβαιος πως οι σκαπανείς του είχαν επιτυχώς εξουδετερώσει όλες τις προσπάθειες των Βρετανών ομολόγων τους να υπονομεύσουν τη γερμανική πρώτη γραμμή. Επρόκειτο για πλάνη χειρότερη της πρώτης.
Το ξέσπασμα της φωτιάς
Στη Μεσίν ο προκαταρκτικός βομβαρδισμός του Πλάμερ είχε ήδη αρχίσει και από τις 31 Μαΐου και σταδιακά κορυφώθηκε σε ένταση. Τα γερμανικά στρατεύματα της πρώτης γραμμής απομονώθηκαν καθώς ούτε τρόφιμα, ούτε εφόδια μπορούσαν να περάσουν από τα μετόπισθεν. Λόγω δε της εκτεταμένης χρήσης χημικών από τους Βρετανούς οι ταλαίπωροι Γερμανοί αναγκάζονταν να φορούν για ώρες αντιασφυξιογόνες μάσκες φλερτάροντας μεταξύ πανικού, ασφυξίας και καμένων πνευμόνων.
Στις 3 Ιουνίου, με διαταγή του Πλάμερ, ο βομβαρδισμός εντάθηκε ώστε οι Γερμανοί να πιστέψουν ότι η επίθεση θα εκδηλώνονταν την ημέρα εκείνη, αλλά και για να υποχρεώσει το γερμανικό πυροβολικό να απαντήσει. Παράλληλα οι Βρετανοί πυρπόλησαν τα δάση εντός του τομέα επίθεσης ώστε να παρέχουν κάλυψη στους Γερμανούς.
Στις 02.30 το ξημέρωμα της 7ης Ιουνίου ο Πλάμερ πήρε το πρωινό του με τους επιτελείς του και κατόπιν όλοι έλαβαν τις θέσεις τους. Ο Βρετανός στρατηγός καθυστέρησε λίγο να μεταβεί στο παρατηρητήριο που είχε κατασκευαστεί. Ο 60 ετών στρατηγός είχε κλειστεί στο γραφείο του. Εκεί γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά για μερικά λεπτά. Κατόπιν πήγε στη θέση του και ανέμενε την ώρα Μηδέν που είχε οριστεί για τις 03.10.
Όταν η γη σχίστηκε…
Μέχρι τις 02.50 όλοι οι υπεύθυνοι με τις πυροδοτήσεις των υπονομεύσεων αξιωματικοί ήταν επίσης στις θέσεις τους. Τα καλώδια πυροδότησης είχαν ελεγχθεί. Όλα ήταν έτοιμα για την συμφωνία της φωτιάς και του θανάτου. Μόνο οι Γερμανοί δεν είχαν υποψιαστεί τι τους περίμενε. Μέχρι τις 03.00 τα βρετανικά τμήματα εφόδου βρίσκονταν στα προωθημένα χαρακώματα από όπου θα εξορμούσαν.
Ξαφνικά, τα πυρά των πυροβόλων που διακόπηκαν σαν από κάποιο μαγικό χέρι και μια θανατηφόρα ησυχία επικράτησε σε όλο τον τομέα. Μόνο οι ψίθυροι και κάποιες προσευχές ανδρών ακούγονταν με δυσκολία. Ακόμα και τα αεροσκάφη που πετούσαν πριν χαμηλά για να καλύψουν τον ήχο της προσέγγισης των βρετανικών αρμάτων είχαν εξαφανιστεί από τον σκοτεινό ουρανό.
Καθώς οι πρώτες ανταύγειες του λυκαυγούς άρχισαν να ξεπροβάλουν οι Γερμανοί, ανησυχώντας για την ξαφνική ησυχία, άρχισαν να εκτοξεύουν φωτιστικές φωτοβολίδες. Στις 03.09 όμως η κόλαση ξέσπασε στην σπαραγμένη γη της Φλάνδρας. Οι πρώτες υπονομεύσεις ανατινάχθηκαν επτά δεύτερα νωρίτερα. Ακολούθησαν οι «νάρκες» στον λόφο 60 στο βόρειο άκρο, στον τομέα του Χ ΣΣ.
Η αίσθηση ήταν συγκλονιστική. Η γη, βαριά πληγωμένη από το χέρι των ανθρώπων ανασηκώθηκε πολλά μέτρα ψηλά και κατόπιν ξανάπεσε μέσα σε ένα πανδαιμόνιο, φωτιάς, καπνού και κραυγών ανθρώπινων πλασμάτων. Η στήλη καπνού και φωτιάς από την έκρηξη στον λόφο 60 υπολογίζεται ότι έφτασε σε ύψος πάνω από 120 μ. Ακολούθησε η ανατίναξη της «νάρκης» στον Σεν Ελοί και οι «νάρκες» στον τομέα του ΙΧ ΣΣ. Συνολικά 423.730 κιλά εκρηκτικών ανατινάχθηκαν στέλνοντας στον θάνατο χιλιάδες Γερμανούς στρατιώτες.
Οι «νάρκες» ανατινάχθηκαν μέσα σε χρόνο 19 δευτερολέπτων. Όσοι Γερμανοί επέζησαν ή δε ενταφιάσθηκαν ζωντανοί υπέστησαν τρομακτικό σοκ. Άλλοι παραφρόνησαν, άλλοι πίστεψαν ότι είχε γίνει ένας καταστροφικός σεισμός. Πριν όμως προλάβουν να συνέλθουν ακολούθησε ο βρυχηθμός των βρετανικών πυροβόλων που έβαλλαν βάσει του καταρτισθέντος σχεδίου.
Αμέσως 80.000 Βρετανοί βγήκαν από τα χαρακώματα και κινήθηκαν προς ότι είχε απομείνει από τις γερμανικές θέσεις. Οι Βρετανοί δυσκολεύτηκαν περισσότερο από την μικρή ορατότητα, λόγω των εκρήξεων, παρά από τη γερμανική αντίσταση. Όσοι Γερμανοί στρατιώτες ήταν ικανοί να πολεμήσουν έριχναν λευκές και πράσινες φωτοβολίδες στον αέρα αιτούμενοι υποστήριξη πυροβολικού. Όμως το γερμανικό πυροβολικό είχε υποστεί επίσης συντριπτικά πλήγματα και αδυνατούσε να απαντήσει αρκετά ισχυρά, τουλάχιστον. Έτσι όσοι Γερμανοί πεζοί ζούσαν ακόμα και επιχείρησαν να αντισταθούν εξοντώθηκαν ταχύτατα.
Στην κορυφή…
Οι βρετανικές δυνάμεις συνεχίζοντας ακάθεκτες την προέλασή τους κατέλαβαν και την επίμαχη κορυφογραμμή. Η ώρα πλησίαζε 05.00 και ήδη οι άνδρες του Πλάμερ είχε διασπάσει τις δύο πρώτες γραμμές άμυνας των Γερμανών. Κατόπιν της επιτυχίας αυτής οι βρετανικές δυνάμεις αναπαύθηκαν για δύο ώρες. Στις 07.00 το πρωί όλα ήταν έτοιμα για την συνέχιση της επίθεσης. Την ώρα αυτή ο κυλιόμενος φραγμός του πυροβολικού άρχισε και πάλι και το πεζικό κινήθηκε με εμπιστοσύνη και την αίσθηση του νικητή, κατά της επόμενης γερμανικής γραμμής άμυνας.
Οι Γερμανοί προσπάθησαν να αντισταθούν αλλά μέχρι τις 09.00, λιγότερο δηλαδή από έξι ώρες από την έναρξη της επίθεσης η γερμανική άμυνα είχε καταρρεύσει στο σύνολο της τοποθεσίας και πέντε γερμανικές μεραρχίες, αν δεν είχαν καταστραφεί ολοσχερώς, είχαν υποστεί συντριπτικές απώλειες και δεν μπορούσαν να θεωρούνται αξιόμαχες πλέον.
Ο Γερμανός στρατηγός που οι ελπίδες του διαψεύσθηκαν με τον χειρότερο τρόπο ήταν ήδη ένα ψυχικό ράκος. Με αυτή την ψυχολογία θα ήταν μάλλον καλύτερο να απαλλαγεί άμεσα από τα καθήκοντά του. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη και μοιραία ο Λάφερτ διέπραξε το επόμενο λάθος του διατάσσοντας αντεπίθεση με τις δύο εφεδρικές του μεραρχίες. Οι δυνάμεις αυτές είχαν μόλις αφιχθεί. Παρόλα αυτά ο απελπισμένος Λάφερτ αποφάσισε να τις ρίξει στη μάχη άμεσα όχι για να στηρίξει την καταρρέουσα γραμμή του, όπως θα ήταν λογικό, αλλά για την εκτέλεση αντεπίθεσης.
Η γερμανική αντεπίθεση εκδηλώθηκε στις 13.45 και το αποτέλεσμα ήταν το αναμενόμενο. Το γερμανικό πυροβολικό προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να υποστηρίξει την αντεπίθεση και έτσι οι άτυχοι Γερμανοί έπεσαν στον φραγμό των βρετανικών πολυβόλων και θερίστηκαν κυριολεκτικά. Μετά από αυτό οι Βρετανοί εξόρμησαν κατά της έσχατης γερμανικής αμυντικής γραμμής την οποία και κατέλαβαν μέχρι τις 18.00.