Εξεγέρσεις και Παράσιτα – Ο νεο-σνομπισμός της μεσαίας τάξης
04/04/2020Πολλοί πίστευαν και πιστεύουν όχι άδικα πως η πιο ταξική και σνομπ κοινωνία στον κόσμο είναι η αγγλική. Κάτι τέτοιο πίστευα και εγώ, μέχρι που η πεποίθησή μου αυτή, παράγωγο δύο παραγόντων, στερεοτύπων και βιωμάτων, ανατράπηκε μέσα σε δύο ώρες από μια νοτιοκορεάτικη ταινία. Ποιος δεν έχει στο μυαλό του την εικόνα του Άγγλου Λόρδου με το bowler hat και το μπαστούνι; Ποιος δεν έχει προσπαθήσει να μιμηθεί έστω και μία φορά την απίστευτα σνομπ προφορά, που ακόμη και στην Αγγλία ονομάζουν BBC accent;
Και για να γίνουμε πιο κινηματογραφικοί, ποιος μπορεί να ξεχάσει ρόλους, όπως του Davin Niven στο “Lady L” (1965) του Sir John Gielgud, “The Best of Friends” (1992). Ή πιο πρόσφατους όπως οι Michael Caine, Edward Fox, Pierce Brosnan και άλλοι, που, αφού καθιέρωσαν το στερεότυπο του Άγγλου ευγενή, φρόντισαν πολλές φορές να το στραπατσάρουν, παραδόξως ενισχύοντάς το. Μάλλον κανείς, και σίγουρα όχι κάποιος που έζησε επί επτά συναπτά έτη στο Μεγάλο Βασίλειο και πιο συγκεκριμένα στην πρωτεύουσά του, το κοσμοπολίτικο και υπερσνόμπ Λονδίνο.
Υπάρχει άλλο μέρος στον κόσμο που εξακολουθεί να έχει τόσα gentlemen’s clubs (χώρους συνάθροισης καθωσπρέπει κυρίων που καπνίζουν τα πούρα τους, ανταλλάσσοντας νέα για το χρηματιστήριο), που παθιάζεται με τα ξενέρωτα καπέλα των κυριών στις ιπποδρομίες του Ascot, και λατρεύει την ενενηντάχρονη βασίλισσά του, 10 φορές περισσότερο από τα όποια σπορ ή pop idols;
Έμεινα τα πρώτα δύο χρόνια -σχεδόν άπορος φοιτητής, που συντηρούσαν οι δύο καταπληκτικοί συγκάτοικοί μου- στο Harrow on the Hill, δίπλα σε ένα από τα δύο σχολεία (το άλλο είναι το Eaton), που διαθέτει τη “γραμμή παραγωγής” νέων στελεχών της άρχουσας τάξης. Η εγγύτητα -πιστέψτε με- έκανε αισθητή την απόσταση. Όσο πιο κοντά μέναμε, τόσο πιο μακριά μας έκαναν να αισθανόμαστε αυτά τα παιδάκια με την ομοιόμορφη στολή. Έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του και ο κύριος Murray, ο αυστηρότατος κοκκινομούρης landlord (ιδιοκτήτης) μας που, παρότι συνέβαινε να είναι και ο headmaster (διευθυντής) του όμορου δημόσιου δημοτικού, ήταν το ίδιο εμποτισμένος με τις αρχές της ταξικής απόστασης, που ενσταλάζει στους τροφίμους του ένα πανάκριβο ιδιωτικό σχολείο.
Δεν θα ξεχάσω τον τρόπο που μου απάντησε, όταν χτύπησε το κουδούνι ένα κρύο πρωινό στο σπίτι μας (σπίτι του), για να μου κάνει παρατήρηση για τα ποδοσφαιρικά παπούτσια που είχα αφήσει στο ρείθρο του παραθύρου μου. Χαλούσαν το ομοιόμορφο της γειτονιάς και όταν αντέδρασα (σιγά μην και δεν αντιμιλούσα) με κάρφωσε με το παγωμένο γαλάζιο βλέμμα του, λες και ήμουν ακόμη ένα από τα σχολιαρόπαιδά του με ένα “Nicholas behave yourself” («σύνελθε»), και τα δύο μέτρα ελληνικής μαγκιάς μου αποστομώθηκαν με μιας. Σκεφθείτε να μην ήμουν και απόφοιτος του Κολλεγίου Αθηνών…
Εξεγέρσεις και Παράσιτα… στη μεγάλη οθόνη
Πού λοιπόν βρέθηκε λαός να πάρει τα ηνία της ταξικής διαφοράς από τους κατοίκους της Γηραιάς Αλβιόνας; Σε απόσταση 2.395 χιλιομέτρων από τη βρετανική πρωτεύουσα. Σε διάρκεια 137 λεπτών η εικόνα ανατράπηκε. Σε ένα συνοικιακό σινεμά στο Χαλάνδρι, που αναπάντεχα, Σάββατο βράδυ 26 Οκτωβρίου -του Αγίου Δημητρίου-, ήταν σχεδόν γεμάτο. Αυτή ήταν η πρώτη έκπληξη.
Η δεύτερη ήταν ότι η ταινία αυτή είχε τιμηθεί ήδη με τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ των Καννών (και δικαίως όπως θα συνειδητοποιούσα, από τα πρώτα κιόλας, πλάνα). Η τρίτη είχε να κάνει με την κινηματογραφική ποιότητα, που σε συνδυασμό με την ωμότητα, έκαναν την ταινία σοκαριστική -όποιος έχει δει το “Old Boy” του Chan-wook Park (2003) ξέρει ότι οι Νοτιοκορεάτες σκηνοθέτες μπορεί να μην κυριαρχούν στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα, αλλά όταν θέλουν, μπορούν να το κάνουν με τρόπο καταλυτικό.
Από τις αξέχαστες φυσιογνωμίες των πρωταγωνιστών από το χείμαρρο των έντονων εικόνων και των κοινωνικών αντιφάσεων, κρατάω (και ξεκινάω) από μια σκηνή λίγο πριν την κορύφωση της ταινίας. Το ζευγάρι των νέων προνομιούχων μεγαλοαστών ξαπλώνει στριμωχτά στον καναπέ του αχανούς σαλονιού, έχοντας ως κάδρο μια τζαμαρία από την οποία “επιτηρούν”(;) τον κήπο και συνάμα τον άτακτο τετράχρονο γιο τους, που έχει στήσει μια ινδιάνικη σκηνή μέσα στη βροχή και αρνείται να βγει από αυτή, ενώ έχει αρχίσει να βρέχει καταρρακτωδώς. Αφού ο μικρός τα έχει κάνει “Κούγκι” ή κατά το αμερικανικότερο , “fort” (οχυρό), οι γονείς αποφασίζουν να εκμεταλλευτούν τη συγκυρία και να αναλωθούν σε περιπτύξεις -που λόγω του πολυάσχολου συζύγου- διαφαίνεται πως δεν απολαμβάνουν πια τόσο συχνά.
Ενώ λοιπόν ο κύριος Πανγκ (δεν ακούγεται ποτέ το μικρό του όνομα) έχει αγκαλιάσει περιπαθώς την κυρία του (δεν ακούγεται ποτέ το επίθετό της) [νάτες και οι σεξιστικές διαφοροποιήσεις], της ζητάει να βρει το “λαϊκό” κιλοτάκι που ανακάλυψαν ξεχασμένο στο πίσω κάθισμα της Mercedes Benz τους και έγινε αιτία της απόλυσης του οδηγού, που νομίζουν πως τόλμησε να κάνει σεξ στο ίδιο κάθισμα που ακουμπάνε τα οπίσθια του αφεντικού (κάπου εδώ νομίζει κανείς πως θα πεταχτεί ο Καρβέλας από μία γωνία και θα αρχίσει να τραγουδάει «τα πρόστυχα τα μαύρα τα εσώρουχα»…, αλλά είπαμε ταινία του Bong Joon-Ho είναι, δεν είναι του Ταραντίνο). Τα δυτικά προάστια είναι παντού και πάντα εξίσου διεγερτικά. Η σκέψη και μόνο τους “φτιάχνει”, και ενώ την αγκαλιάζει περιπαθώς, διακόπτει γιατί κάτι τον ενοχλεί.
Αυτό το “όριο” είναι το πιο ύπουλο. Το θέμα των ορίων είναι ιδιαίτερα δυσεξήγητο, όταν δεν είναι φυσικά και είναι άυλα, δηλαδή ψυχολογικά, κοινωνικά, συμπεριφορικά κ.ά. Πόση απόσταση χωρίζει το μπροστινό κάθισμα του οδηγού από το πίσω του επιβάτη; Μερικά εκατοστά; Υπάρχουν κάποια αδιόρατα όρια που είναι σαν να υψώνονται αυτόματα ανάμεσά τους. Άγραφοι κανόνες υποταγής και υπεροχής που έχουν διαμορφωθεί σε βάθος γενεών και καθορίζουν το status του ενός και την αυτονόητη υποτέλεια του άλλου.
Η λέξη snob έχει αγγλική ρίζα και αποτελούσε αρχικά συντομογραφία “sine nobilitate”, δηλαδή χωρίς τίτλο ευγενείας. Ουσιαστικά μια σνομπ στάση, ήταν αυτή του Sir, του Lord, του upper class gentleman, απέναντι στον μη έχοντα το κύρος του τίτλου. Στο ιστορικό πλαίσιο της γέννησής της, τον 18ο αιώνα, είχε κάποιο νόημα. Σήμερα όμως; Μάλλον σημαίνει χωρίς “ευγένεια”, δηλαδή χωρίς τρόπους.
Το ξέσπασμα του “φτωχοδιάβολου”
Τελικά μεταξύ των δύο Κορεατών ποιο είναι το όριο; Μια μυρωδιά! Είναι η αποφορά που ενοχλεί τον κύριο Πανγκ όταν ο οδηγός του τον πηγαίνει στο γραφείο. Αναρωτιέται από που προέρχεται. Πού να φανταζόταν το τι έχει συμβεί πριν από λίγα λεπτά στο υπόγειο του σπιτιού του και ότι τρία μέλη μιας άλλης οικογένειας -τρία… παράσιτα- κρύβονται λίγα μόλις εκατοστά μακριά τους, κρατώντας την αναπνοή τους χωμένοι κάτω από το τραπέζι που βρίσκεται μπροστά τους; Αν η αναφορά ήταν στο χρώμα των “παρασίτων” δεν θα ήταν τόσο χυδαία. Λένε πως, από τις πέντε αισθήσεις η όσφρηση είναι αυτή που αφήνει το πιο διαρκές αποτύπωμα στον εγκέφαλο. Είναι πιο αόρατη από την ακοή. Και γι’ αυτό πιο διεισδυτική.
Δεν είναι η πρώτη αναφορά στην ταινία που κάνει το ζευγάρι των μεγαλοαστών στο “πώς μυρίζουν οι άλλοι”. Η πρώτη έγινε ασυναίσθητα από το γιο τους, που διαπίστωσε πως η δασκάλα και ο οδηγός μυρίζουν το ίδιο και παραλίγο να τινάξει πρόωρα στον αέρα το σχέδιο της οικογένειας των “παρασίτων”. Συζητώντας το θέμα με τη σύζυγό του, ο κ. Πανγκ λέει: «Μυρίζει όπως οι άνθρωποι στο μετρό». «Έχω χρόνια να μπω στο μετρό», αποκρίνεται με νεοπλουτίστικη αφέλεια η σύζυγος. Είναι μια μυρωδιά που τα παράσιτα δεν μπορούν να βγάλουν από πάνω τους. Έχει ποτίσει σε βάθος, όχι μόνο τα ρούχα τους, αλλά και το πετσί τους.
Στη σύσκεψη που έχει προηγηθεί στο ημιυπόγειο χαμόσπιτο (με την υπερυψωμένη λεκάνη) κάνουν ένα ιδιότυπο brainstorming και η μαμά προτείνει «να πλένονται με διαφορετικά σαπούνια»! Ο πατέρας την αντικρούει και της λέει πως το πρόβλημα είναι πιο βαθύ, αφού η οσμή έχει ποτίσει το δέρμα τους. Λύση δεν βρίσκεται. Και πώς να βρεθεί, όταν το “πρόβλημα” δεν είναι κάτι εμφανές (το ντύσιμο το αλλάζεις αν είναι κακόγουστο ή b-class, την προφορά την βελτιώνεις αν είναι “βλάχικη”), αλλά με τη μυρωδιά της επιδερμίδας σου τι να κάνεις; Να γδαρθείς ζωντανός; Η κορύφωση της ταινίας είναι αντάξια του μακελειού που κλείνει “Το Άρωμα” του Πάτρικ Ζίσκιντ. Ίσως είναι η όσφρηση τελικά που γεννά τα πιο άγρια των ενστίκτων μας. Πότε ξεσπά ο φτωχοδιάβολος και σφάζει με το κουζινομάχαιρο τον μεγαλοαστό μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων;
Και αφού έχει προηγηθεί μια σκηνή bonding, όπου και οι δύο, ντυμένοι ινδιάνοι για να διασκεδάσουν τα παιδιά, κρυμμένοι πίσω από τους θάμνους του κήπου, συναινούν για το τι σημαίνει αγάπη σε ένα γάμο! Το δέσιμο αυτό είναι προσωρινό. Δεν αρκεί για να κατευνάσει την οργή που σιγόβραζε μέσα στο δολοφόνο. Λυτρώνεται μέσα από ένα σκληρό έγκλημα. Όχι όμως και ανεξήγητο. Ο σνομπισμός ήταν αβάσταχτος για τον θύτη. Όπως και η πίεση που συσσωρευόταν μέσα του, αναγκαζόμενος να προσποιείται κάτι που δεν ήταν και να ανέχεται κάποιον που θα ήθελε να είναι. Αυτή δεν είναι άλλωστε -όχι μόνο η βάση δραματικών ανατροπών- όπως αυτή των “Παρασίτων”, αλλά και των περισσότερων sit-coms;
Δεν είναι κάτι που συμβαίνει σε πολλούς από εμάς στην καθημερινότητά μας; Οι περισσότεροι άνθρωποι γύρω μας δεν προσποιούνται πως είναι κάτι που δεν είναι; Πόσοι είναι αυτοί που είτε ενσυνείδητα προσποιούνται, είτε ασυνείδητα μεγαλοπιάνονται ή ονειροπολούν (και συχνά γίνονται αντικείμενα πλάκας); Όχι μόνο ατομικά, αλλά και ως κοινωνία, δεν ήρθαμε αντιμέτωποι –ειδικά την τελευταία 20ετία– με ολόκληρες κοινωνικές ομάδες (π.χ. όπως οι νεόπλουτοι του χρηματιστηρίου) που ήθελαν να ζήσουν σαν Ωνάσηδες και τελικά είδαν όχι μόνο το όνειρό τους, αλλά και την καθημερινότητά τους να καταρρέουν από την πραγματικότητα του μνημονίου; Πριν λοιπόν καταδικάσουμε τα “Παράσιτα”, ας σκεφθούμε ξανά γιατί εξεγείρονται, και πόσο “παρασιτικά” ή “προσποιητικά” ζούμε εμείς οι ίδιοι.