Ο εγκλεισμός του “μένουμε σπίτι” και ο χρόνος που γλιστρά…
29/04/2020Όταν ανακοινώθηκαν τα μέτρα της καραντίνας, πολλά δημοσιεύματα έσπευσαν σε αναλύσεις περί απομόνωσης, αποξένωσης με μία υπαρξιακή διάσταση μάλλον αναντίστοιχη ως προς το μέγεθος της “δοκιμασίας”, τουλάχιστον για τον υγιή πληθυσμό. Η υπερβολή που συχνά λειτουργεί και ως μία “αυτοεκπληρούμενη προφητεία”, προκαταλαμβάνοντας την ψυχολογία του κοινού πριν βιώσει τη νέα, “ανοίκεια” εμπειρία, δεν είναι βέβαια πρωτόγνωρη στα MME.
H συνείδηση ότι ζούμε σε μία συνθήκη του επείγοντος και ότι βρισκόμαστε σε καταστάσεις κρίσης ή “εξαίρεσης” είναι, όπως έχει εύστοχα δείξει και ο Ιταλός φιλόσοφος Τζιόρτζιο Αγκάμπεν, χαρακτηριστικό της εποχής και εργαλείο άσκησης “βιοπολιτικής”. Με άλλα λόγια καταλήγει σε μέτρα που, αν και εύλογα, συχνά παραβιάζουν τις ελευθερίες (όπως στα συστήματα παρακολούθησης) και περιστέλλουν την δράση.
Στο καταναγκαστικό αυτό αίσθημα μίας κρίσης, ή μίας ασυνήθιστης τροπής, όπως συνέβη με τον κορωνοϊό στην καθημερινότητα, η αποστασιοποιημένη ματιά και η στάθμιση περιστάσεων με φόντο την ιστορία, είναι άμυνα. Η αίσθηση ότι κανείς μπορεί να ελέγξει τον χρόνο και η επίγνωση ότι η πρόσληψη του χρόνου διαφέρει ανά εποχές ίσως διευκολύνει αυτήν την δυνατότητα. Ίσως αποτελεί διέξοδο από την “παθητικότητα”.
Στη διάρκεια της καραντίνας, ακόμα και για όσους είχαν πλήρη απασχόληση, ο χρόνος έμοιαζε να κυλά διαφορετικά. Η αιφνίδια αλλαγή στην καθημερινή ροή θα μπορούσε να είναι ευκαιρία να αφουγκραστεί κανείς τον χρονικό ρυθμό της μέρας, να παρατηρήσει τις σχέσεις των διαφορετικών χρονικοτήτων. Ενόψει της σταδιακής άρσης των περιοριστικών μέτρων, τι θα δείξει μία σύγκριση της εμπειρίας του χρόνου κατά την διάρκεια της καραντίνας και μετά;
Ο προσωπικός χρόνος θα ενταχθεί και πάλι στον ρυθμό της κοινωνικής κανονικότητας. Ακόμα και αν κάτι δεν αλλάξει, θα μπορούσε αυτό να οδηγήσει στην συνειδητοποίηση ότι ο χρόνος, αυτή η τόσο προσδιοριστική παράμετρος, αυτό που θεωρούμε δεδομένο και έξω από εμάς, είναι έννοια εύπλαστη με αμέτρητες όψεις; Μπορεί η εμπειρία του να γίνει πιο ενσυνείδητη και επομένως πιο γόνιμη;
Η σημασία της αντίληψης του χρόνου
Το αίσθημα αβεβαιότητας που εντάθηκε τον τελευταίο ενάμιση μήνα πιθανόν να αφύπνισε τον εσωτερικό, ψυχολογικό χρόνο. Μελέτες έχουν δείξει ότι το αίσθημα ανασφάλειας και φόβου επιμηκύνει την αίσθηση του χρόνου. Επιπλέον ο χρόνος που δεν γεμίζει από γεγονότα φαίνεται αργός όταν τον βιώνουμε, αλλά σαν να έχει περάσει πολύ γρήγορα όταν περάσει στη μνήμη.
Πρόκειται για την ίδια λογική που στους ενήλικες τα χρόνια φαίνεται να περνούν γρήγορα. Αυτό συμβαίνει λόγω της επαναληπτικότητας των συνηθειών, της απουσίας του καινούργιου, αλλά και της σταδιακά φθίνουσας αισθητηριακής πρόσληψης των όσων συμβαίνουν γύρω μας. Έχουμε μάθει να κατευθύνουμε το βλέμμα σε αυτό που ήδη ξέρουμε και έτσι δεν παρατηρούμε το καινούριο. Ακόμα και αν συμβαίνει, έχουμε παγιώσει μία συμπεριφορά απέναντι στα πράγματα. Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο χρόνος γεμίζει με λιγότερες εμπειρίες με αποτέλεσμα να μην σχηματίζεται ο πλούτος των αναμνήσεων που κάνει το παρελθόν να μοιάζει μακριά από το παρόν.
Το αντίθετο ακριβώς ισχύει για τα παιδιά. Στην πρόσληψη του χρόνου υπάρχει η μεταβλητή της ηλικίας αλλά και των συναισθημάτων, του φόβου, της χαράς, της προσμονής. Ο χρόνος προσδιορίζεται από την ανθρώπινη εμπειρία. Στις εξομολογήσεις του, ο Άγιος Αυγουστίνος, από τους πρώτους στοχαστές πάνω στο χρόνο, συσχετίζει το παρελθόν με την ανάμνηση, το παρόν με την παρουσία και την ενόραση και το μέλλον με την προσδοκία. Η διάρκεια του χρόνου είναι κατασκευή της ανθρώπινης συνείδησης (ο Θεός ως δημιουργός του χρόνου είναι εκτός χρόνου). Δεν υπάρχει το παρελθόν, αφού έχει παρέλθει ούτε και το μέλλον που θα έλθει. Όσο για το παρόν, μόλις συμβαίνει ανήκει στο παρελθόν, άρα σε κάτι που δεν υφίσταται πλέον.
Ο άνθρωπος συλλαμβάνει τον χρόνο ως διάρκεια. Όπως, όμως, έδειξε η ψυχολογία και αργότερα η ψυχανάλυση, ο τρόπος που ο άνθρωπος συνθέτει τις τρεις χρονικότητες είναι πολυδιάστατος και μεταβλητός. Ανάλογα με το πνεύμα της κάθε εποχής αλλά και τη συνείδηση του εξατομικευμένου χρόνου που προσδιορίζεται από την ηλικία και το προσδόκιμο της ζωής.
Οι ανακαλύψεις αλλάζουν την ανθρώπινη εμπειρία
Καθοριστική περίοδος ως προς την διερεύνηση του εσωτερικού και υποσυνείδητου χρόνου υπήρξε ο ύστερος 19ος αιώνας. Στην θετικιστική-επιστημονική ματιά του εξωτερικού χρόνου, στοχαστές αντέτειναν τον εσωτερικό χρόνο που χρωματίζεται από την ανάμνηση και την εμπειρία. Η ξαφνική ανάκληση του παρελθόντος μέσα στο παρόν στο “Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο” του Προυστ αναιρεί τον γραμμικό χρόνο ως μία εξέλιξη. Η σκέψη του Ανρί Μπερξόν είναι εδώ εμφανής.
Απλουστεύοντας τον περίπλοκο συλλογισμό του Γάλλου φιλοσόφου θα μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει την έννοια της “διάρκειας”, δηλαδή του δημιουργικού, καθαρού χρόνου. Ο χρόνος αυτός δεν γίνεται αντιληπτός ως αλληλουχία μετακινήσεων στον χώρο αλλά με την ενόραση, που είναι πρωταρχική σχέση με τα πράγματα. Η ενόραση είναι μία αίσθηση για τα πράγματα, στραμμένη προς τα μέσα και ο χρόνος ιδωμένος μέσα από την ενόραση έχει μία διάρκεια, μεταβάλλεται διαρκώς. Ο χρόνος είναι αλλαγή, είναι ελευθερία.
Καθόλου τυχαία, οι θεωρίες για τον χρόνο πληθαίνουν και εμπλουτίζονται στα τέλη του 19ου αιώνα, σε εποχή τεχνολογικών και επιστημονικών ανακαλύψεων που αλλάζουν την εμπειρία του κόσμου. Η επέκταση των σιδηροδρόμων και η υιοθέτηση επίσημης ώρας, ώστε να συντονίζονται τα δρομολόγια (πριν η ώρα ρυθμιζόταν ανάλογα με την θέση του ήλιου και έτσι είχε διακυμάνσεις από πόλη σε πόλη), ο κινηματογράφος, ο ηλεκτρικός λαμπτήρας, το ποδήλατο, ο φωνογράφος, το μικρόφωνο και οι πρώτες μορφές του τηλεφώνου αλλάζουν την αντίληψη του χρόνου και της διάρκειας.
Σήμερα, ισχύει ένας αντίστοιχος συσχετισμός τεχνολογίας και πρόσληψης χρόνου χωρίς όμως η τεχνολογία να είναι η μόνη παράμετρος που συγκροτεί την αίσθηση της χρονικότητας. Οι πολλαπλές χρονικότητες, η ψευδαίσθηση της πολλαπλότητας που έχει κανείς πλοηγούμενος σε διαφορετικούς “χώρους” και επομένως χρόνους, φαίνεται να συνδυάζει διαφορετικούς χρόνους σε μία εμπειρία.
Όλα φαίνονται διαθέσιμα στο “τώρα”, σε ένα παρόν που όπως έχει δείξει ο François Hartog, στο βιβλίο του “Καθεστώτα Ιστορικότητας” (2003) αρθρώνει τον “παροντισμό”, ένα ατέρμονο και πανταχού παρόν που καταλήγει να συγχωνεύει παρελθόν και μέλλον, χωρώντας τα όλα στο τώρα. Το παρόν κυριαρχούσε και σε άλλες εποχές αλλά με διαφορετικές ισορροπίες ανάμεσα σε παρόν, παρελθόν και μέλλον.
Στον σύγχρονο “παροντισμό”, την στιγμή που κάτι συμβαίνει στο παρόν, γίνεται παρελθόν μέσα από μία αγωνία πρόβλεψης του μέλλοντος και βιασύνης να προλάβουμε –και να μην μας προλάβει– το μέλλον. Το παρόν γίνεται αναχρονιστικό την ίδια στιγμή που συμβαίνει. Άρα ή αίσθηση του παρελθόντος είναι συνυφασμένη με την παγίδευση σε ένα διαρκές παρόν που τρέχει συνέχεια προς το μέλλον, αλλά χωρίς καμία από τις τρεις χρονικότητες να γίνεται βίωμα.
Ο χρόνος ως προϊόν προς διαχείριση
Ο χρόνος γλιστράει μέσα από τα χέρια μας, ενώ θεωρούμε ότι τον δαμάζουμε και τον συστηματοποιούμε. Πρόκειται για μία σύγχρονη “ρευστή νεωτερικότητα”, όπως την χαρακτήρισε ο Πολωνός Ζίγκμουντ Μπάουμαν. Δεν έχει τον ίδιο ρευστό χαρακτήρα που είχε η νεωτερικότητα παλαιότερα, όταν ζητούμενο ήταν να χτιστεί μία στέρεη πραγματικότητα μέσα από την εφήμερη συνθήκη του μοντέρνου. Είναι μετέωρη και παράγωγο αβεβαιότητας.
Ο χρόνος εργαλειοποιείται και γίνεται προϊόν προς διαχείριση (η κυριαρχία του τουρισμού είναι μία έκφραση του φαινομένου). Ο καταιγισμός “επιλογών” και ελεύθερων για χρήση ιστότοπων στον καιρό της καραντίνας μπορεί να ιδωθεί έτσι, παρότι έχει σίγουρα και οφέλη. Αρκεί όμως η τεχνολογία να είναι εργαλείο και όχι αποκλειστικά τρόπος που ρυθμίζει συμπεριφορές. Ο χρόνος πρέπει να “γεμίσει” με τις δικές μας δήθεν επιλογές.
Στην “έξω” ζωή ο χρόνος γεμίζει με την δουλειά, τις κοινωνικές σχέσεις, γι’ αυτό και κάποιοι σπεύδουν να την ανακτήσουν. Ο χρόνος πρέπει να είναι δημιουργικός, αλλά η δημιουργία όπως και η “αυταξία” που συνδέεται με αυτή,ν δεν σημαίνει πάντα επαγγελματική αναγνώριση. Συμφωνεί κανείς ή όχι, ίσως η επερχόμενη σταδιακή “μετάβαση” σε ένα ρυθμό που όριζε τον παρόντα χρόνο πριν από τα μέτρα του “μένουμε σπίτι” να λειτουργήσει και ως διαδικασία μιας πιο ενσυνείδητης στάσης απέναντι στο πώς ο καθένας μας ορίζει και βιώνει τον χρόνο.
Η αξία βρίσκεται στο να αντιληφθεί κανείς ότι ο χρόνος δεν είναι ομοιόμορφος, έχει διαφορετικές όψεις και μεταβλητές. Είναι προσωπικός, αφού η ηλικία, οι εμπειρίες, οι φιλοδοξίες και η συναισθηματική κατάσταση του καθενός συνυφαίνονται με το πώς η κάθε ιστορική περίοδος ορίζει τον χρόνο, με τον άνθρωπο ιστορικό υποκείμενο. Σύμφωνα με τον Αγκάμπεν, «η κουλτούρα είναι πρωτίστως μία εμπειρία-αντίληψη του χρόνου και έτσι για να υπάρξει μία νέα κουλτούρα πρέπει να υπάρξει και μία διαφορετική εμπειρία του χρόνου». Οι αλλαγές δεν είναι ξαφνικές, γίνονται σταδιακά και κινούνται απρόβλεπτα.
Εμείς, όμως, είμαστε εντός τους και η εμπειρία του προσωπικού χρόνου δεν είναι ξεκομμένη από αυτές. Επομένως, μία διερώτηση γύρω από το πώς “περνά ο χρόνος” με αφορμή “μία εξαιρετική κατάσταση”, όπως αυτή που βιώνουμε, να οδηγήσει σε πιο γόνιμη σχέση με τον προσωπικό χρόνο. Με τον καθένα σε σχέση με το σύνολο είτε αυτό είναι ιστορία, είτε ανθρώπινες σχέσεις είτε κοινωνική ευθύνη. Αυτή η προσπάθεια είναι μία ηθική στάση απέναντι στον εαυτό μας και στην πραγματικότητα.