Η ΕΕ, η πανδημία και ο τετραγωνισμός του κύκλου
05/05/2020Εξήντα δύο χρόνια από την ίδρυση της ΕΟΚ και είκοσι επτά από την ιδρυτική συνθήκη της ΕΕ, τη συνθήκη του Μάαστριχτ, το αέναο ερώτημα περί του τελικού προϊόντος της διαδικασίας ολοκλήρωσης εξακολουθεί να παραμένει αναπάντητο. Αναρίθμητες είναι οι θεωρητικές και εμπειρικές μελέτες που συν-διακυμαίνονται μεταξύ ενός υπερεθνικού σχήματος και μια ιδιάζουσας συλλογικής διακυβέρνησης.
Μια διακυβέρνηση που γίνεται μέσω πολυεπίπεδων διαπραγματεύσεων, ενώ ένα πλήθος σχολών σκέψης (φεντεραλισμός, λειτουργισμός, νέο-λειτουργισμός, διακυβερνητισμός) εδράζεται στο εποικοδόμημα της ΕΕ για να καταδείξει τον βαθμό σπουδαιότητας και το μέτρο εφαρμοσιμότητάς τους. Συνεπώς, το προκείμενο της συζήτησης δεν μπορεί παρά να περιστρέφεται γύρω από τα αίτια δημιουργίας των διεθνών θεσμών και του τρόπου άσκησης των αποτελεσμάτων τους.
Αυτό, γιατί οι διεθνείς θεσμοί συνίστανται σε συνήθειες και πρακτικές των κρατών που διαμορφώθηκαν και διαμορφώνονται για την εξυπηρέτηση κοινών στόχων. Εν προκειμένω, κεντρικοί θεσμοί είναι τα ευρωπαϊκά κράτη, τα οποία συνεργάστηκαν σε λειτουργικά ζητήματα αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για γεωπολιτικούς-γεωστρατηγικούς λόγους. Το γεγονός της άνισης ανάπτυξης μεταξύ των κρατών-μελών του κοινού ευρωπαϊκού εγχειρήματος, όμως, είναι αυτό που εξακολουθεί να ροκανίζει τα θεμέλιά του.
Να θυμηθούμε ότι μεταξύ των γεωστρατηγικών λόγων ήταν το το γερμανικό ζήτημα, η πολιτικοστρατηγική-ιδεολογική αντιπαράθεση μεταξύ Ανατολής-Δύσης και ο συνεπακόλουθος εξωτερικός της ομοσπονδιοποιητής (Στάλιν) σε συνδυασμό με το ευμέγεθες χρηματοδοτικό πρόγραμμα ανασυγκρότησης των δυτικοευρωπαϊκών οικονομιών (Δόγμα Τρούμαν και Σχέδιο Μάρσαλ) και της αμυντικής ομπρέλας των ΗΠΑ.
Προς επίρρωση της ανωτέρω συλλογιστικής έρχεται η πραγματολογική της επαλήθευση με την εναργή διαφωνία μεταξύ των χωρών του Βορρά και του Νότου ως προς τον «τρόπο χορήγησης των πόρων του νέου Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και το μέγεθός του», στην πρόσφατη σύνοδο (εικονοδιάσκεψη) του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (23 Απριλίου 2020) με αντικείμενο την πανδημία Covid-19.
Το ερώτημα Μακρόν
Ας μην ξεχνάμε τη περιγραφική διαπίστωση του Γάλλου προέδρου, Εμμανουέλ Μακρόν ότι: «Η Ευρώπη μας δεν έχει μέλλον αν δεν ξέρουμε πώς να παράσχουμε αυτή τη δημοσιονομική στήριξη. Η ενιαία αγορά είναι μια ολότητα, ένα μπλοκ. Και η ενιαία αγορά ευνοεί κάποιες περιοχές και χώρες που είναι οι πιο παραγωγικές στην Ευρώπη, διότι παράγουν αγαθά που μπορούν να πουλήσουν σε άλλες περιοχές. Αν εγκαταλείψουμε τις περιοχές αυτές, αν εγκαταλείψουμε ένα μέρος της Ευρώπης, θα καταρρεύσει ολόκληρη η Ευρώπη».
Έτσι συμπύκνωσε εναργώς τα κεντρικά επιχειρήματα της διακυβερνητικής προσέγγισης, αναφορικά με την έννοια και το περιεχόμενο της διαδικασίας περί του τελικού προϊόντος της ολοκλήρωσης (“Ευρώπη των πατρίδων”). Αναλυτικότερα, το κεντρικό ερώτημα είναι εάν και σε ποιο βαθμό το φαινόμενο της λειτουργικής εκχείλισης, της πύκνωσης δηλαδή των συνεργατικών θεσμών και της επέκτασης των κοινών πολιτικών, δύναται να υπερβεί τα όρια της υψηλής πολιτικής (άμυνα, ασφάλεια, διπλωματία).
Μπορεί άραγε το φαινόμενο της λειτουργικής εκχείλισης (της ενοποίησης) να υπερκεράσει τα ετερόκλητα εθνικά συμφέροντα των κρατών-μελών; Μπορεί να τα συνωθήσει στη διαμόρφωση ενός κοινού συλλογικού ευρωπαϊκού συμφέροντος, με τη σφυρηλάτηση μιας συναίνεσης για την “ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας”;
Η αντίθετη κατάληψη
Στην πράξη, αντ’ αυτού, υπάρχει το εξής παράδοξο: Από τη μια πλευρά τα κράτη-μέλη ενεργούν ως ιδιοτελείς ορθολογικοί δρώντες, επιχειρώντας να μεταβιβάσουν το κόστος για τη σύσταση ενός νέου χρηματοδοτικού μηχανισμού μεταξύ αλλήλων. Οι μεν χώρες του Νότου συσπειρώνονται γύρω από την τοποθέτηση του Ιταλού πρωθυπουργού Τζουζέπε Κόντε για την προικοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης με 1,5 τρισ. ευρώ και τη μεταφορά άνευ επιστροφής κονδυλίων στα κράτη-μέλη. Οι δε «“τέσσερις φειδωλοί” του Βορρά (Ολλανδία, Σουηδία, Δανία, Αυστρία) επιμένουν ότι οι πόροι πρέπει να δοθούν με τη μορφή δανείων και ότι το μέγεθος πρέπει να είναι μικρότερο».
Από την άλλη πλευρά τα κράτη καταδεικνύουν την πρόθεσή τους να ενισχύσουν τη μεταξύ τους συνεργασία. Τονίζουν την πολιτική αναγκαιότητα για ενίσχυση του κοινοτισμού και της αλληλεγγύης, δημιουργώντας νέους θεσμούς (Ταμείο Ανάκαμψης –Recovery Fund– και λειτουργία του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου). Η εξέλιξη αυτή συνέχεται με το ζήτημα της πολιτικοποίησης και της εξωτερίκευσης που ανάδειξε ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Philippe Schmitter. Περιέγραψε τη σωρευτική δυναμική της λειτουργικής εκχείλισης ως προς το πλήθος των εμπλεκόμενων πολιτικών δρώντων και το ευμεγέθες πλαίσιο επιλογών και διαδικασιών λήψης αποφάσεων στο κοινοτικό (ευρωπαϊκό) επίπεδο.
Συνεπαγόμενα, η επίτευξη συμφωνίας σε ένα πακέτο θεμάτων με απτά αποτελέσματα στο σύνολο των εμπλεκόμενων μερών θα μπορούσε να τα παρωθήσει σε κοινές επιλογές απέναντι σε τρίτους, οδηγώντας σε θετική έκβαση τη διαδικασία ολοκλήρωσης. Ωστόσο, δεν αποκλείει και την αντίθετη κατάληξη, «δηλαδή αποκλίσεις και διαφορές που δεν θα επιτρέψουν κοινή θέση και ταυτόχρονα θα χειροτερεύσουν τις σχέσεις μεταξύ των μελών». Εδώ ακριβώς είναι και το σημείο καμπής που θα κρίνει και το μέλλον της ΕΕ, χωρίς οι 27 να μεταθέτουν την επίλυση του προβλήματος της απουσίας εσωτερικής πολιτικής-οικονομικής συνοχής για αργότερα, επαφιόμενοι στην Κομισιόν να τετραγωνίσει τον κύκλο.