Προπαγανδιστικά γλυπτά που θίγουν την ιστορική μνήμη
12/05/2020Εκτός από τον ιστορικό μαρμάρινο ανδριάντα του Αθανασίου Διάκου στη Λαμία, που τα αποκαλυπτήριά του συνέπεσαν με την ονομαστική γιορτή του βασιλιά Γεωργίου Α’ (1845-1913), στις 23 Απριλίου 1903, και από μερικά άλλα επιτυχημένα δημόσια μνημεία σε ελληνικές πόλεις, υπάρχουν περιπτώσεις παραγγελιών για γλυπτά τα οποία, επιβάλλοντας τη βούληση των χορηγών τους, φαίνονται να θίγουν την ιστορική μνήμη. Δεν είναι άλλωστε άσχετη η ανίδρυσή τους σε δεδομένες ιστορικές περιόδους.
Το 1968 στήθηκε στο ορεινό χωριό Πόβλα, όπως ονομαζόταν έως το 1961, έκτοτε Αμπελώνα, της Θεσπρωτίας ο χάλκινος ανδριάντας του Έλληνα Φρουρού των ελληνοαλβανικών συνόρων, έργο του Μιχάλη Τόμπρου (1889-1974). Η ανδρική μορφή του ένστολου στέκεται θεατρικά, σε ψηλό βάθρο από γρανίτη Μιλάνου, κρατώντας το ντουφέκι στο δεξί χέρι.
Δωρητής του μνημείου ο ευεργέτης του χωριού του Σπύρος Στ. Τσίγκος (1897-1982). Πληροφορίες για τον βίο του δωρητή μαθαίνουμε από το βιβλίο του ανιψιού, εντολοδόχου και εκτελεστή των δωρεών του Γιώργου Δ. Κούνδουρου “Η Πόβλα της Μουργκάνας κι’ ο ευεργέτης της Σπύρος Σταύρου Τσίγκος – Ένα χωριό ξαναγεννιέται”, έκδοση της Βιβλιοθήκης Ηπειρωτικής Εταιρείας Αθηνών το 1986.
Μετανάστης στην Αμερική από το 1914, όπου πήγε για να βρει τους δύο αδελφούς του, δουλεύοντας επί τριάντα χρόνια, ο Τσίγκος πρόκοψε. Από το κομπόδεμά του, άνοιξε, συνεταιρικά με τον γαμπρό από αδελφή του, στην κεντρική λεωφόρο Lexington της πόλης το καλύτερο ζαχαροπλαστείο που ήταν και καφετέρια.
Μαζί και με τους δύο γιους του συγγενή του, με πολλή προσωπική εργασία, οργάνωσε και επέκτεινε το μαγαζί, ανοίγοντας και δεύτερο όμοιο μαγαζί, πολυτελέστερο του πρώτου, σε πιο κεντρική νεοϋορκέζικη λεωφόρο. Απέκτησε χρήματα. Δεν ξέχασε το χωριό του, για το οποίο διέθεσε 300.000 δολάρια.
Χάρη σε αυτά κατασκευάστηκε δίκτυο ύδρευσης, ανεγέρθηκαν ναοί και ανιδρύθηκε ο στρατιώτης, μικρότερο, υπό κλίμακα, αντίγραφο του οποίου βρίσκεται στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών. Τον ευεργέτη τον τίμησαν οι βασιλείς Παύλος (1901-1964) το 1961 και Κωνσταντίνος το 1967. Η Αδελφότητα Αμπελωνιτών (Ποβλιωτών) της Αθήνας έστησε στην κεντρική πλατεία του χωριού χάλκινη προτομή, έργο του μαθητή και συνεργάτη του Τόμπρου Βαγγέλη Μουστάκα (1930).
Ο γλύπτης
Με εκτεταμένη καλλιτεχνική δημιουργία που υπερέβαινε τον μισόν αιώνα, καθηγητής της Γλυπτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, τιμημένος το 1967 με το Εθνικό Αριστείο Καλών Τεχνών, έχοντας δει τον δικό του έφιππο χάλκινο ανδριάντα του Γεωργίου Καραϊσκάκη να παίρνει τη θέση του στο Ζάππειο, ο Τόμπρος είχε ξαναδουλέψει για μνημείο στην Ήπειρο.
Το 1951 το Γενικό Επιτελείο Στρατού ανέθεσε στον Τόμπρο σύμπλεγμα της βασίλισσας Φρειδερίκης (1918-1981) και ενός παιδιού για την Κόνιτσα, εγκωμιαστική μνεία στη δράση της βασίλισσας για το “παιδοφύλαγμα” από τους κομμουνιστές και για τις “παιδοπόλεις” της. Η ίδια η Φρειδερίκη ζήτησε να σταθεί δίπλα της ένα Ηπειρωτόπουλο. Κατόπιν ντύθηκε με δωρηθείσα βαρύτιμη γιαννιώτικη ενδυμασία και φωτογραφήθηκε καθιστή.
Από τη φωτογραφία προέκυψαν οι εκ του φυσικού ακριβείς μετρήσεις όλων των διαστάσεων των μερών του σώματος της βασίλισσας, του κεφαλιού, των χεριών και των ποδιών για να μοιάζουν αυθεντικές οι αναλογίες της. Επί είκοσι μέρες ο Τόμπρος χρησιμοποίησε για το πήλινο πρόπλασμα νέα με ομοιότητες προς τις αναλογίες της βασίλισσας και φτωχόπαιδο δίπλα της. Στη συνέχεια το βασιλικό ζεύγος επισκέφθηκε το εργαστήριο του Τόμπρου, στην οδό Στουρνάρη 39, για να εγκρίνει το γύψινο πρόπλασμα.
Επισημότητα και αντιρρήσεις
Το μνημείο, ύψους 4 μ., χυτεύθηκε στο φλωρεντινό χυτήριο του Bruno Bearzi (1894-1983). Tο αποκάλυψε σε πλατεία της πόλης ο υπουργός Εθνικής Αμύνης Παναγιώτης Κανελλόπουλος (1902-1986) στις 3 Ιανουαρίου 1953, κατά την επέτειο της μάχης της Κόνιτσας, που διεξήχθη τα Χριστούγεννα του 1947. Στον λόγο του απηύθυνε ευγνώμονα χαιρετισμό προς τις ένοπλες δυνάμεις.
Όπως μαθαίνουμε από την ανταπόκριση του δημοσιογράφου Ανδρέα Σκανδάμη στην αθηναϊκή εφημερίδα “Εμπρός” (4 Ιανουαρίου 1953), η Κόνιτσα είχε σημαιοστολιστεί, με παραταγμένους στρατιώτες, προσκόπους, μαθητές που φορούσαν τοπικές ενδυμασίες, και με τους παρευρισκόμενους να ραίνουν με άνθη το σύμπλεγμα.
Το έργο, που έχει πλέον αφαιρεθεί, έπασχε τόσο συνθετικά όσο και μορφικά, καθώς ο γλύπτης υπερέβαλε σε φλύαρη διακοσμητικότητα. Το πρόπλασμα το εξέθεσε ο Τόμπρος το 1957 στην Ε’ Πανελλήνια Έκθεση Ζαππείου. Δέχθηκε τότε δριμεία κριτική για τις αδυναμίες του από τον προοδευτικό και ενημερωμένο αντιστασιακό αρχαιολόγο και τεχνοκρίτη Γιάννη Μηλιάδη (1895-1975) στο σπουδαίο περιοδικό εικαστικών τεχνών “Ζυγός”. Ο γλύπτης απάντησε εξοργισμένος…
Από την ιδιωτική στη δημόσια σφαίρα
Τα παραπάνω μνημεία, μαζί με εκείνα για τους στρατιώτες των Λόχων Ορεινών Καταδρομών στο στρατόπεδό τους στη Βουλιαγμένη και για τον Αφανή Ναύτη στη Χώρα Άνδρου, έργα του Τόμπρου τη δεκαετία του 1950, αποτελούν τυπικές διεκπεραιώσεις παραγγελιών. Υλοποιούν το ένα από τα δύο σκέλη δυϊσμού που διέπει ολόκληρη την καλλιτεχνική διαδρομή του Τόμπρου.
Στα ιδιωτικά έργα του, που τα εξέθεσε στις αναδρομικές εκθέσεις του στην Αθήνα το 1959 και το 1972 ο Τόμπρος δείχνει να αξιοποιεί, με καθυστέρηση δεκαετιών, στοιχεία νεωτερικά στον καιρό τους. Σε δημόσιες αναθέσεις του επαναλαμβάνει ξηρά σχήματα, αποκλείοντας μάλιστα, λόγω του δυσχερώς αμφισβητούμενου κύρους του, από τις παραγγελίες αυτές τολμηρότερους γλύπτες.