Δύο παγίδες για τον Μητσοτάκη – Η πολιτική “εγώ δεν φταίω, οι επιδημιολόγοι…”
17/05/2020Βγαίνουμε, λοιπόν, αργά και αρκετά βασανιστικά από την πρακτική του lock-down (και) στην Ελλάδα. Και, όπως και να το δει κανείς και να το μετρήσει –με τους θανάτους ή/και τις διασωληνώσεις ή/και τις ημέρες σε ΜΕΘ ανά εκατομμύριο πληθυσμού; Με τη δημοσκοπική αποδοχή των μέτρων που είχαν ληφθεί; Με το χειροκρότημα από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης;– “τα πήγαμε καλά”.
Επειδή εκείνο που είναι μπροστά μας είναι το σημαντικό, τώρα, πλην αν θέλει κανείς να εγκατασταθεί στην συζήτηση περί προώρων εκλογών –η οποία πάει να αποστάξει μέλλον από τον χειρισμό του παρελθόντος– δυο παγίδες καλό θα ήταν να αποφευχθούν. Δυο αυτοπαγιδεύσεις, για να είμαστε και συγκεκριμένοι. Η πρώτη αφορά το αναπτυσσόμενο σύμπλεγμα ανωτερότητας.
Που ξεκινάει από το (ακριβές) “εμείς τα πήγαμε καλά”, το οποίο όμως μεταφράζεται σε “εμείς τα πήγαμε καλύτερα από…” (και συμπληρώνεται λίγο-πολύ όλος ο υπόλοιπος κόσμος). Βλέπουμε με σοκ και στοργή τα παθήματα των Ιταλών και των Γάλλων, με εύκολη επίκριση προς λύπηση εκείνα των Βρετανών του Μπόρις Τζόνσον και των Αμερικανών του πορτοκαλή Προέδρου Τραμπ (ευκολάκι), αλλά και με συγκαταβατικότητα παρατηρούμε τους Γερμανούς να ισορροπούν στην κόψη την καραντίνα τους, με απορία τους Σουηδούς να χάνουν το στοίχημα της πειθάρχησης χωρίς lock-down.
Εδώ, καλό θα ήταν να μην χάσουμε από τα μάτια το ότι, γενικώς, τα συμπλέγματα ανωτερότητας (και οι πρακτικές αυτεπιβράβευσης που συνήθως τα ακολουθούν) δεν είναι παρά αντεστραμμένες εκδηλώσεις αισθήματος κατωτερότητας. Ας το προσέξουμε λιγάκι, αυτό! Τόσο οι άνθρωποι της εξουσίας, που τουλάχιστον πάνε να αντλήσουν πολιτικό κεφάλαιο, όσο και ο δικός μας (λέμε τώρα…) μηντιακός κόσμος, που έχει προσέλθει σε μια περιδίνηση υπερηφάνειας και θαυμασμού.
Αν μη τι άλλο, επειδή η άλλη κυρίαρχη συζήτηση των ημερών –πώς θα “ανοίξει” ο τουρισμός, ώστε να διασωθεί κάτι από το ΑΕΠ το οποίο απειλείται δεινώς– κινδυνεύει να βουλιάξει από μόνη της. Άμα για να διατηρηθεί η ακραία επιτυχία της Ελλάδας ως εκ του lock-down (και ως εκ της πειθαρχίας των απείθαρχων Ελλήνων, είτε λόγω εσωτερικευμένης αξίας της ανθρώπινης ζωής/της υγείας, είτε λόγω επιτυχίας των αρμοδίων στην διαχείριση του φόβου/της απειλής: διαλέξτε τι πιστεύετε!) πρέπει τώρα να επιβληθούν στους αυριανούς επίδοξους τουρίστες προληπτικά μέτρα-βουνό και στις τουριστικές δραστηριότητες πρωτόκολλα-τόμους, θα μείνουμε με την υπερηφάνεια της επιτυχίας μας.
Ενώ άμα πιστεύουμε ότι η Ελλάδα θα λειτουργήσει τουριστικά μαζί με τις άλλες “πετυχημένες χώρες” (Ισραήλ, Κύπρος, Αυστρία, Βουλγαρία, Τσεχική Δημοκρατία, Νέα Ζηλανδία) ας προσγειωθούμε. Αν δεν υπάρξει ρεύμα από Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία, η όλη συζήτηση δεν έχει νόημα: άντε κάποιες εκατοντάδες Ισραηλινών, άντε και κάτι από Αυστρία, τέλος!
Η δεύτερη παγίδα
Η δεύτερη παγίδα είναι η αίσθηση (πολιτικής) ασφάλειας που δίνει η πρακτική του “εγώ δεν φταίω”. Συνειδητοποιούμε ότι αυτό που θα πούμε ευθύς αμέσως συγκρούεται με την κυρίαρχη αντίληψη: ότι η ελληνική κυβέρνηση επί κορωνοϊού έκανε την επιλογή να ακολουθήσει “ευλαβικά τις απόψεις των ειδικών”, και μάλιστα τόσο στην φάση επιβολής του lock-down όσο και στις τωρινές κινήσεις άρσης των μέτρων, ως κεντρική πολιτική επιλογή (στα όρια του “Πιστεύω”) και ότι γι’ αυτό ανταμείφθηκε.
Έχουμε όμως την εντύπωση ότι με την επιλογή αυτή κυρίως επεδίωξε να αποδιώξει από πάνω της μιαν δύσκολη, βαριά ευθύνη. «Αυτό λένε οι ειδήμονες, οι επιστήμονες, οι λοιμωξιολόγοι και οι επιδημιολόγοι. Αυτό και κάνω». Και –έτσι ξεκινήσαμε αυτό το σημείωμα– μ’ αυτόν τον τρόπο πέτυχε. Όπου το πράγμα στράβωνε –και στράβωσε εδώ και εκεί, και τώρα με το άνοιγμα θα έχουμε ενδεχομένως πολύ σασπένς…– είχε την διέξοδο του «αυτό μας λένε οι ειδικοί, αυτό λοιπόν ακολουθούμε».
Εκείνο που ονοματίσαμε αυτοπαγίδευση, είναι ακριβώς η άλλη πλευρά του ίδιου ετούτου νομίσματος. Η επιτυχία, ιδίως δε η αυτεπιβράβευση, σημαίνει ότι φορτώνεσαι την ευθύνη –την προσδοκία/απαίτηση της συνέχισης της επιτυχίας– και ότι υπονομεύεις μόνος σου την πειστικότητα του “εγώ, πάντως, δεν φταίω” όταν κάπου το πράγμα σκαλώσει. Εκεί, εκεί ακριβώς η πολιτική σοφία του “εγώ δεν φταίω” κινδυνεύει να βρει το όριο της.
Η δυσάρεστη καθημερινότητα εκδικείται την επίκληση των “ειδικών” – ένα κάθισμα κενό τα λεωφορεία ή στα τραίνα ή στα πλοία, όλα τα καθίσματα κατειλημμένα στα αεροπλάνα, τρία άτομα στο (κλειστό, 4 τετραγωνικά) ταξί, ένα άτομο ανά 25 τετραγωνικά στις οργανωμένες παραλίες, όχι σερβιτόροι ή ετοιμασία φαγητού στα μπαρ των παραλιών, ναι στα στεριανά, ναι στην οδική μετάβαση στην Εύβοια (νησί), όχι στην οδική μετάβαση στην Λευκάδα (νησί, αλλά για να μην παραπονιέται η Κεφαλονιά ή η Ζάκυνθος). Οπότε; Όταν θα έχουμε πλέον εγκατασταθεί στις οικονομικές συνέπειες –τις πραγματικές όχι τις περιγραφόμενες– της πανδημίας, θα έχουμε κάτι συναρπαστικό να παρακολουθήσουμε.