Το αρχαίο ελληνικό ιππικό – Τακτικές, όπλα και τρόπος μάχης
28/05/2020Το ιππικό αποτελούσε βασικό όργανο μάχης από πολύ παλιά. Σπανίως όμως ήταν ικανό να επικρατήσει μιας ικανοποιητικά εκπαιδευμένης και με σχετικά καλό ηθικό δύναμης πεζικού. Ακόμα κι αν το πεζικό δεν διέθετε δόρατα ή σάρισσες οι ίπποι του αντιπάλου ιππικού, λόγω του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης, αρνούνταν να επιπέσουν σε ένα, στα μάτια τους, αντικείμενο αρκετά ψηλό που δεν μπορούσαν να εκτελέσουν άλμα από πάνω του.
Σε μια σύγκρουση πεζών και ιππέων κατά συνέπεια αυτό που μετρούσε ήταν το ηθικό. Φυσικά αν το πεζικό ήταν εξοπλισμένο με δόρατα ή σάρισσες η κατά μέτωπο εναντίον του επίθεση ιππικού, πλην των πλήρως θωρακισμένων καταφράκτων (και αυτών υπό αίρεση), ισοδυναμούσε απλώς με αυτοκτονία. Αυτός ήταν ο λόγος που οι συντριπτική πλειοψηφία των αρχαίων ιππέων ήταν εξοπλισμένη και με εκηβόλα όπλα. Με τα όπλα αυτά οι ιππείς μπορούσαν να προκαλέσουν απώλειες στο αντίπαλο πεζικό, προσεγγίζοντάς το σε μικρή απόσταση, εφόσον δεν διέθετε κι αυτό εκηβόλα όπλα.
Με την τακτική αυτή οι ιππείς ήλπιζαν να προκαλέσουν αρκετή φθορά στο αντίπαλο πεζικό ώστε να χάσει την συνοχή του. Στην περίπτωση αυτή οι ιππείς μπορούσαν να εφορμήσουν μέσω των κενών της εχθρικής παράταξης με δόρατα και σπαθιά συντρίβοντας τον εχθρικό σχηματισμό. Αν το πεζικό άντεχε στις απώλειες η μόνο ελπίδα του ιππικού ήταν να ελιχθεί στα πλευρά ή στα νώτα της αντίπαλης δύναμης, σε συνδυασμό, υπό ιδανικές συνθήκες, με το φίλιο πεζικό, το οποίο θα αγκίστρωνε κατά μέτωπο τον εχθρό.
Η ιππομαχία αποτελούσε μια ξεχωριστή μορφή σύγκρουσης. Ο Πολύβιος, ο Τίτος Λίβιος και ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύες την χαρακτηρίζουν ως μια ρευστή μορφή μάχης, με συνεχείς ελιγμούς, επελάσεις και υποχωρήσεις. Ανεξαρτήτως του εξοπλισμού ή και της εκπαίδευσης επί των όπλων αν ο απλός μαχητής αρνηθεί να εισέλθει στη φωτιά της μάχης και να παραμείνει εντός η μάχη δεν μπορεί να κερδηθεί. Ο Ξενοφών στον «Ιππαρχικό» του έγραφε πως για να γίνει ένας στρατιωτικός ηγέτης σεβαστός από τους άνδρες του δεν πρέπει απλώς να διατάσσει αλλά να πράττει και ο ίδιος.
Το ιππικό ήταν το αγαπημένο όπλο του Αλεξάνδρου. Και τις τρεις μεγάλες νίκες του κατά των Περσών τις πέτυχε με ορμητική επέλαση των εταίρων του, υποστηριζόμενων από τους Υπασπιστές και τα ελαφρά σώματα, κατά της περσικής διάταξης. Η σπουδαιότητα αυτή του ιππικού διατηρήθηκε και στους πρώτους χρόνους των Διαδόχων. Στη μάχη του Ελλησπόντου, ο Ευμένης κατανίκησε την στρατιά του Κρατερού μόνο με το ιππικό του, χωρίς καν οι αντίπαλες φάλαγγες να έρθουν σε επαφή.
Παρομοίως η μάχη της Ιψού (301 π.Χ.) χάθηκε για τον Αντίγονο τον Κύκλωπα, γιατί ο γιός και διοικητής του ιππικού Δημήτριος ο πολιορκητής, αν και νίκησε το ιππικό του Σέλευκου, το καταδίωξε σε μεγάλο βάθος, αφήνοντας ακάλυπτο στο πλευρό της φίλιας φάλαγγας, η οποία πλευροκοπήθηκε και κατακόπηκε. Αργότερα, στην περίοδο των ελληνιστικών βασιλείων, ο ρόλος του ιππικού, ως όπλου κρούσης και κρίσης του αγώνα, περιορίσθηκε αισθητά. Τώρα η αποστολή διάσπασης τους εχθρικού μετώπου δόθηκε στη φάλαγγα των σαρισσοφόρων και το ιππικό περιορίσθηκε και πάλι σε βοηθητικό ρόλο.
Εξαίρεση αποτέλεσε ο Σελευκιδικός Στρατός, ο οποίος διέθετε μάζες άριστα εκπαιδευμένου ιππικού. Λέγεται μάλιστα ότι ο Αντίοχος Γ’, στην περίφημη εκστρατεία του κατά την οποία έφτασε μέχρι το Αφγανιστάν, είχε μαζί του μόνο ιππικό. Ο Αντίοχος ήταν αυτός που καθιέρωσε και έναν νέο τύπο ιππέα, τον Κατάφρακτο. Το κατάφρακτο ιππικό, λόγω του κόστους του, δεν υιοθετήθηκε από τα λοιπά ελληνικά κράτη, πλην του βασιλείου της Κομμαγηνής, το οποίο αποσπάστηκε από το Σελευκιδικό Βασίλειο το 161 π.Χ. Τόσο οι Πτολεμαίοι, όσο και οι Περγαμηνοί, εξακολούθησαν να παρατάσσουν ιππικό απολύτως όμοιο με τους εταίρους του Αλεξάνδρου.
Το παράδειγμα τους ακολούθησε από το 207 π.Χ. και ο στρατός της Αχαϊκής Συμπολιτείας, υπό την καθοδήγηση του Φιλοποίμενος και ο Αθηναϊκός. Ο Πύρρος επίσης παρέτασσε αρχικά ξυστοφόρους, λογχοφόρους ιππείς, τους οποίους όμως μετέτρεψε, μετά το πέρας της ιταλικής του εκστρατείας, σε ασπιδοφόρους, ακοντιστές βαρέους ιππείς. Ο εξοπλισμός των ιππέων με ασπίδες θεωρείτε προϊόν της επαφής του Πύρρου με τους Έλληνες της κάτω Ιταλίας, οι οποίοι ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ. μάχονταν με τον τρόπο αυτό.