Το γκρέμισμα των αγαλμάτων και η απορρύθμιση της Ιστορίας
21/06/2020Το κίνημα που γκρεμίζει αγάλματα στις ΗΠΑ μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, εξαπλώθηκε στο Παρίσι, τις Βρυξέλλες και την Οξφόρδη της Αγγλίας με αντίστοιχους “βανδαλισμούς” και με την ταχύτητα που επιτρέπει η ψηφιακή φάση της στιγμιαίας ιστορίας. Στο επίκεντρο αυτής της έμπρακτης κριτικής προς την ιστορία από τις μάζες με την “απόσυρση” αγαλμάτων δουλεμπόρων, κατακτητών, εκμεταλλευτών και εξερευνητών βρίσκεται η ηθική αποτίμηση των φυλετικών αδικιών κατά τη διάρκεια των αιώνων των ανακαλύψεων και του ιμπεριαλισμού.
Μέσα στην ένταση δεν γκρεμίστηκε μόνο το άγαλμα του Τζέφερσον Ντέιβις, προέδρου των Συνομόσπονδων Πολιτειών της Αμερικής, αλλά και του σφαγέα του Κονγκό, Λεοπόλδου Β’ του Βελγίου, αλλά και εκείνο του Χριστόφορου Κολόμβου… Στη Ζηλανδία, οι Μαορί απαίτησαν να αφαιρεθεί το χάλκινο άγαλμα του Βρετανού πλοιάρχου Τζον Χάμιλτον που είχε μακελέψει τη φυλή τους το 1860.
Οι ιστορικοί αναρωτιούνται εάν το φαινόμενο προσβλέπει στην διαγραφή της ιστορίας ή στην αναθεώρησή της. Το δίλημμα είναι ύποπτο. Προφανώς και οι δυνάμεις του βαθέως συστήματος προσβλέπουν στην διαγραφή των σκοτεινών σελίδων της ιστορίας και μαζί με αυτές ότι άλλο δεν εξυπηρετεί, άσχετα εάν δηλώνει το αντίθετο.
Η ιστορία όμως δεν διαγράφεται, αλλά αναθεωρείται. Δεν είναι τυχαίο που ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν με αφορμή τους βανδαλισμούς αγαλμάτων δήλωσε πως «η μάχη κατά του ρατσισμού δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε επανεγγραφή της ιστορίας με μίσος» και ξεκαθάρισε ότι «η Γαλλική Δημοκρατία δεν θα διαγράψει οποιοδήποτε όνομα από την ιστορία της, δεν θα ξεχάσει κανένα από τα έργα τέχνης και δεν θα “κατεβάσει” αγάλματα».
Είναι προφανές ότι το σύστημα δεν επιθυμεί μια αναθεώρηση της ιστορίας από τις μάζες, –την ιστορία την γράφουν άλλωστε οι νικητές–, όχι μόνο γιατί έτσι μπορεί να καταστραφούν εθνικοί μύθοι και κυρίαρχα εξουσιαστικά ιδεολογήματα, αλλά κυρίως γιατί μέσα από μια “ανεξέλεγκτη” διαδικασία μπορεί να απαξιωθεί η ηθική δικαίωση εμβληματικών ή συμβολικών ιστορικών γεγονότων.
Οι διαδηλωτές δεν περιορίστηκαν σε μια κριτική του ρατσισμού, αλλά εισέβαλαν στο ιστορικό πεδίο των αιτίων που σημαίνει σε μια κριτική του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, όπως εκφράζεται σήμερα, τώρα. Προφανώς, τους οργισμένους “βάνδαλους” δεν τους ενδιαφέρει η διαπόμπευση των ειδώλων-συμβόλων του παρελθόντος, αλλά το τώρα της καθημερινής ζωής.
Ο ταύρος της Γουόλ Στριτ
Αυτό είναι πολιτική, δεν είναι απλή αναθεώρηση της ιστορίας. Μπορεί στον επόμενο γύρο να βρεθεί στο στόχαστρο ο ταύρος (bull) του New York Stock Exchange. Αν και αγάλματα-σύμβολα γκρεμίζονται από τις μάζες σε πολλές εξεγέρσεις-απελευθερώσεις (ναζιστικά σύμβολα, Στάλιν, Λένιν κ.ά.) με πρόθεση την επιβεβαίωση της ιστορικής αλλαγής, το κίνημα Φλόιντ διαφαίνεται ότι πήγε παραπέρα. Ίσως για πρώτη φορά να επιδιώκεται μια άμεση χρήση του ιστορικού παρόντος στην ιστορία, όχι για ένα καλύτερο μέλλον, αλλά για ένα καλύτερο παρόν.
Αν όντως αυτό συμβαίνει, τότε, έχουμε να κάνουμε με μια “κίνηση” που αλλάζει πολλά πράγματα στο παιγνίδι. Η κοινωνική έκρηξη για τη δολοφονία του Φλόιντ εκδηλώθηκε μέσα στην εν εξελίξει πανδημία του κορονοϊού στις ΗΠΑ με τα χιλιάδες θύματα, των 30 και πλέον εκατομμυρίων νέων ανέργων, των συσσιτίων, του δεύτερου φόνου έγχρωμου από αστυνομικό. Κι όλα αυτά με φόντο τον διχασμό που έχει προκαλέσει στην αμερικάνικη κοινωνία η διοίκηση Τραμπ και την ούτως ή άλλως μείζονα κρίση του καπιταλισμού-καζίνο και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που ο κορονοϊός ήρθε απλώς να επικαλύψει προσωρινά.
Ο καθηγητής Κώστας Μελάς επεσήμανε πρόσφατα πως όχι μόνο το “Τέλος της Ιστορίας” του Φράνσις Φουκουγιάμα δεν επήλθε αλλά αντίθετα έχει ξεκινήσει, με τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας, ένας νέος ιστορικός κύκλος ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων. Η ουρά του ενάμισι χιλιομέτρου για δημόσια σίτιση στη Γενεύη της Ελβετίας που έκανε τον γύρο του κόσμου προμηνύει πολλά. Η Λατινική Αμερική των τεράστιων κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων που βρίσκεται τώρα στο επίκεντρο της πανδημίας, θα εκραγεί από το lockdown;
Τώρα «…βρίσκονται σε εξέλιξη 18 συγκρουσιακοί κύκλοι, κάποιοι από τους οποίους είναι ευθέως εξεγερτικοί ‒και δεν πρόκειται για μιαν απλώς γενική εκτίμηση. Ποσοτικά τεκμηριωμένες έρευνες έδειξαν πως ο αριθμός των σύγχρονων διαμαρτυριών έχει φτάσει (αν δεν έχει ξεπεράσει) τα επίπεδα της δεκαετίας του ’60, και πάντως είναι ανώτερος από το προηγούμενο διεκδικητικό κύμα της περιόδου 2008-2011 ‒ κάτι ιδιαίτερα σημαντικό αν λάβουμε υπόψη μας ότι ο κύκλος εκείνος περιλάμβανε την “Αραβική άνοιξη”, τις κινητοποιήσεις των πλατειών και όλα τα κινήματα ενάντια στη λιτότητα.
Όπως ξέρουμε, οι ειδικές συνθήκες που προκαλούν τις νέες κινητοποιήσεις ποικίλουν (στη Χιλή ήταν μια μικρή αύξηση στην τιμή των εισιτηρίων του μετρό, στο Λίβανο η φορολόγηση των κλήσεων μέσω ίντερνετ, στο Εκουαδόρ η άρση της επιδότησης στο πετρέλαιο), όμως είναι φανερό ότι όλα αυτά δεν είναι παρά αφορμές, οι σταγόνες που ξεχείλισαν το ποτήρι. Είναι μια πραγματικότητα που αποτυπώνεται με ευκρίνεια στο σύνθημα των διαδηλωτών στη Χιλή “Δεν είναι για τα 30 πέσος, είναι για τα 30 χρόνια”» (Σεραφείμ Σεφεριάδης, εφημ. ΠΡΙΝ, 15/12/2019).
Ιστορικισμός, ιστορισμός, ιστορία
Η εισβολή του κοινωνικού παράγοντα στην αναθεώρηση-συγγραφή της ιστορίας επαναφέρει στο προσκήνιο κρίσιμα επιστημολογικά ζητήματα της ιστοριογραφίας και της θεωρίας της ιστορίας. Ιστορία είναι ό,τι έγινε στο παρελθόν. Την ιστορία την γράφουν οι ιστορικοί (αλλά όχι μόνο) και είτε την γράφουν με βάση τα τεκμήρια που διαθέτουν και την ανάλυση των αιτίων των γεγονότων –επιστημονική ιστορία– είτε την γράφουν ως αφήγηση, δηλαδή ως μια πιο ελεύθερη –υποκειμενική– εξιστόρηση με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις να κυριαρχούν και διαμορφώνουν μια αντίληψη για την επισκοπούμενη περίοδο που μπορεί να εξυπηρετεί ένα συγκεκριμένο πολιτικό σκοπό.
Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι η επιστημονική ιστορία είναι αντικειμενική, καθώς κι αυτή φέρει εν σπέρματι τις πολιτικές οπτικές-επιλογές του ιστορικού. Σε κάθε περίπτωση η ιστορία είναι μη πλήρης. Η ανάλυση, ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων του παρελθόντος και η κριτική της ιστορίας είναι κάτι παντελώς διαφορετικό. Με αυτά τα πεδία ασχολούνται δύο διαφορετικοί κλάδοι, η Θεωρία της Ιστορίας που διερευνά τους νόμους της ιστορικής διαδικασίας και κυρίως αναζητά αν υπάρχει κάποιο νόημα στην ιστορία και η Φιλοσοφία της Ιστορίας που διερευνά την εγκυρότητα και τη μεθοδολογία της ιστορικής έρευνας.
Ο ιστορικισμός (historicisme) που φρονεί ότι οι δρώσες ιστορικές δυνάμεις μπορούν να συλλάβουν ηθικούς και κοινωνικούς στόχους, όπως η μαρξιστική θεώρηση της ιστορίας, επικρίθηκε ως κλειστό, ντετερμινιστικό σύστημα θεώρησης του παρελθόντος και του μέλλοντος. Στον αντίποδα, ο ιστορισμός-ιστοριοκρατία (Historismus) αποδίδει έμφαση στα οικονομικοκοινωνικά και πνευματικά-ιδεολογικά φαινόμενα.
Γιατί και ποιοι γράφουν ιστορία
Το ερώτημα όμως είναι γιατί οι άνθρωποι γράφουμε ιστορία και σε τι αυτή χρησιμεύει. Προφανώς γράφουμε ιστορία γιατί το έχουμε ανάγκη, σε κάτι μας χρησιμεύει. Η χρησιμότητά της δεν είναι κάθε εποχή η ίδια, αλλά σίγουρα υπάρχουν και λόγοι χρησιμότητας πέρα από την συγκυρία κάθε εποχής. Η ιστορία-μνήμη είναι μάλλον μια βαθιά και πολυδιάστατη ψυχική ανάγκη, τόσο σε κοινωνικό επίπεδο, όσο και σε ατομικό.
Κάθε ανθρώπινη επινόηση έγινε για να καλυφθεί μια πραγματική ανάγκη.
Ως εκ τούτου, η ιστορία ήταν και παραμένει αναγκαία, καθώς επιτελεί κάποιες σημαντικές λειτουργίες στην πορεία των ανθρώπινων κοινωνιών μέσα στο χρόνο, προφανώς σε αναλογία με τον ρόλο της μνήμης στο άτομο. Η κατανόηση της λειτουργίας της ιστορίας στο ανθρώπινο γίγνεσθαι είναι δύσκολη, καθώς η ζωή και η ίδια η ιστορία είναι περιπλοκές και πολυπαραγοντικές καταστάσεις και απαιτεί ιδιαίτερη προπαίδευση, τόσο από τους ίδιους τους ιστορικούς, όσο και από τους αναγνώστες των ιστοριών τους.
Υπάρχει και το κρίσιμο ζήτημα ποιος γράφει ιστορία και σε τι αποβλέπει. Πόσο αντικειμενική είναι η ιστορία; Είναι όλα τα συμβάντα απόρροια κάποιων αιτίων ή υπάρχει και το τυχαίο; Υπάρχουν νόμοι στο ιστορικό γίγνεσθαι ή κάποια πρόσωπα παίζουν καταλυτικό ρόλο; Επαναλαμβάνεται η ιστορία ή όχι; Υπάρχει άραγε έσχατο νόημα στην ιστορία;
Για τα περισσότερα από αυτά τα ερωτήματα έχουν δοθεί μέσα στους αιώνες πολλές απαντήσεις και πολλές φορές αντιδιαμετρικά αντίθετες.
Οι απαντήσεις προέρχονται από την διερεύνηση του ερωτήματος σε τι χρησιμεύει τελικά η ιστορία, αλλά και το πώς και γιατί και από ποιον γράφεται. Η εισβολή των μαζών στην ιστοριογραφία ως πολιτική πρόθεση αναθεώρησης της ιστορίας στην εποχή της άμεσης υπερεπικοινωνίας της κοινωνικής δικτύωσης είναι ποιοτικά ένα νέο φαινόμενο απορρύθμισης της ιστορίας που εγκυμονεί ενδεχομένως μείζονες ιστορικές εξελίξεις. –