Πως έγινε η Αγία Σοφία μουσείο – Ο ρόλος του Αμερικανού Whittermore
11/07/2020Η άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς, το 1453, αποτέλεσε την αφετηρία της μετατροπής της Αγιάς Σοφιάς σε ισλαμικό τέμενος. Για σχεδόν 500 χρόνια λειτούργησε ως τόπος λατρείας των μουσουλμάνων πριν μετατραπεί, το 1934, σε μουσείο. Τι ήταν, όμως, αυτό που ώθησε τον Μουσταφά Κεμάλ να δώσει τη συγκατάθεσή του για τη μετατροπή αυτή; Έχει, λοιπόν, ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δει κανείς το παρασκήνιο και το ιδεολογικό υπόβαθρο της απόφασης του τελευταίου Γαζή της οθωμανικής ιστορίας να μετατρέψει την Αγιά Σοφιά σε μουσείο.
Με βάση ορισμένους μελετητές της ιστορίας του δημιουργήματος του Ιουστινιανού, το Αμερικανικό Βυζαντινό Ινστιτούτο, και συγκεκριμένα ο ιδρυτής και διευθυντής του, Αμερικανός αρχαιολόγος Τόμας Γουίτμορ (Thomas Whittemore, 1871-1950) διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη μετατροπή της Αγιάς Σοφιάς σε μουσείο. Ο Γουίτμορ διατηρούσε άριστες σχέσεις, σε προσωπικό επίπεδο, με τον Κεμάλ, ενώ διέθετε ένα ισχυρό δίκτυο γνωριμιών στην αμερικανική κοινωνία, κυρίως πρόσωπα από τον χώρο της πολιτικής και της οικονομίας (βλ. Οικογένεια Ροκφέλερ).
Εξάλλου, ορισμένοι από αυτούς, είχαν χρηματοδοτήσει την ίδρυση του εν λόγω ινστιτούτου, ενώ έτρεφαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα χριστιανικά μνημεία. Ένας ακόμη λόγος που ώθησε τον Κεμάλ να επιτρέψει εργασίες ήταν το γεγονός ότι το κτιριακό συγκρότημα της Αγιάς Σοφιάς, μέσα της δεκαετίας του 1930, βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, περίοδος των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ, είχαν ξεκινήσει ορισμένες, μη ουσιώδεις, εργασίες συντήρησης πέριξ του κυρίως κτιριακού συγκροτήματος.
Το εσωτερικό, ωστόσο, είχε μείνει ανέγγιχτο για μεγάλο χρονικό διάστημα, με τα χριστιανικά ψηφιδωτά να παραμένουν καλυμμένα με γύψο, καθώς στο Ισλάμ απαγορεύονται οι απεικονίσεις. Εν τέλει, το 1931, το Αμερικανικό Βυζαντινό Ινστιτούτο έλαβε άδεια από την τουρκική κυβέρνηση να προχωρήσει στην αποκατάσταση και συντήρηση των ψηφιδωτών της Αγιάς Σοφιάς.
Οι τουρκικές σκοπιμότητες – Όλα είναι τούρκικα
Η συγκατάνευση του Κεμάλ για τη μετατροπή της Αγιάς Σοφιάς σε μουσείο, εντασσόταν σε μια γενικότερη πολιτική προβολής της πρώτης Τουρκικής Δημοκρατίας, ως κράτος με αυστηρά κοσμική φυσιογνωμία, απαλλαγμένο από το οθωμανική κληρονομία και τους θρησκευτικούς διαχωρισμούς του παρελθόντος.
Σιωπηρά, ωστόσο, η τουρκική ταυτότητα συνέχισε να ορίζεται με θρησκευτικούς όρους, με τα γνωστά αποτελέσματα για όσους ανήκαν σε μειονοτικές ομάδες. Η εικόνα ενός ταλαιπωρημένου από το χρόνο αυτοκρατορικού τζαμιού δεν συμβάδιζε με τις επιδιώξεις του Κεμάλ για τη φυσιογνωμία της νέας Τουρκίας. Η οθωμανική οικοδομική παράδοση θεωρήθηκε ακατάλληλη και ασυμβίβαστη με την ιδεολογία και την αισθητική του νέου καθεστώτος.
Παράλληλα, το “νέο” κράτος, λοιπόν, είχε ανάγκη από “νέους” πολίτες. Βασικός στόχος της κεμαλικής ηγεσίας, μετά το 1923, ήταν η δημιουργία Τούρκων πολιτών. Η αρχαιολογία και η ιστορία έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία, καθώς η τουρκική ηγεσία χρειαζόταν το αφήγημα μιας «κοινής ιστορίας», η οποία θα δημιουργούσε την αίσθηση μιας ενιαίας, πάντοτε τουρκικής, εθνικότητας.
Σε δηλώσεις Τούρκου υπουργού Παιδείας, στα μέσα της δεκαετίας του 1930, γινόταν λόγος ότι: «Όλα τα ιστορικά έργα στην Τουρκία μαρτυρούν τη δημιουργικότητα και κουλτούρα της τουρκικής φυλής, ακόμα κι αν αναφέρονται ως έργα των Χετταίων, Φρυγών, Λυδών, Ρωμαίων, Βυζαντινών ή Οθωμανών. Η ονομασία ορίζει μόνο περιόδους. Όλα είναι τουρκικά, και ως εκ τούτου είναι καθήκον όλων των Τούρκων να τα διατηρήσουν».
Η δήλωση αυτή είναι αντιπροσωπευτική του τρόπου σκέψης της κεμαλικής ηγεσίας, σχετικά με το πώς αντιλαμβανόταν την ιστορική αξία των μνημείων που βρίσκονταν στην επικράτειά της. Ο τουρκισμός θα αποτελούσε το χωνευτήρι των προηγούμενων πολιτισμών που έζησαν και έδρασαν στο γεωγραφικό χώρο της Τουρκίας του Κεμάλ. Στο πλαίσιο αυτό, η Αγιά Σοφιά, όπως και τα υπόλοιπα ιστορικά μνημεία, επιβαλλόταν να απολέσει τη βυζαντινή και οθωμανική της κληρονομιά και να υιοθετήσει ένα νέο πολιτιστικό ρόλο. Με άλλα λόγια, να μετατραπεί σε ένα χώρο που να μη θυμίζει ούτε βυζαντινή εκκλησία, ούτε και τζαμί, αλλά σε ένα χώρο μνήμης.
Στην ατζέντα της τουρκικής ηγεσίας
Σε διεθνές επίπεδο, η απόφαση του Κεμάλ επιβεβαίωσε, για ακόμη μια φορά, στα μάτια των Δυτικών τον κοσμικό χαρακτήρα της πρώτης Τουρκικής Δημοκρατίας και την προσπάθεια εκμοντερνισμού της τουρκικής κοινωνίας, ενώ κέρδισε τη διεθνή αναγνώριση. Την ίδια περίοδο, υπήρχε στη Δύση αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις σπουδές γύρω από τον βυζαντινό πολιτισμό.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί το γεγονός, ότι ο Λόρδος Τζωρτζ Κάρζον, Βρετανός υπουργός Εξωτερικών από το 1919 έως το 1924, ήταν ιδιαίτερα ένθερμος υποστηρικτής της μετατροπής της Αγιάς Σοφιάς από τζαμί σε μουσείο. Μάλιστα, ο ίδιος το έθεσε ως θέμα στις διαπραγματεύσεις της Συνδιάσκεψης Ειρήνης που τερμάτισαν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, ανέκρουσε πρύμναν, βλέποντας τις ισχυρές τουρκικές αντιδράσεις στο ενδεχόμενο αυτό.
Τον Αύγουστο του 1934 ξεκίνησαν οι εργασίες της ομάδας του Whittemore για την αποκατάσταση των ψηφιδωτών της Αγιάς Σοφιάς. Στις 24 Νοεμβρίου 1934, με πράξη του τουρκικού Υπουργικού Συμβουλίου, η αυθεντικότητα της οποίας αμφισβητείται από ορισμένους ερευνητές, η Αγιά Σοφιά ανακηρύχτηκε μουσείο, ενώ την 1η Φεβρουαρίου 1935 άνοιξε τις πύλες της με τη νέα της ιδιότητα.
Ωστόσο, σύμφωνα με την κεμαλική αντίληψη, ο νέος αυτός χώρος επιβαλλόταν να αναδεικνύει, εκτός των άλλων, και το μεγαλείο του τουρκικού έθνους. Το μοναδικό αυτό αρχιτεκτονικό μνημείο εντάχθηκε στην ατζέντα της τουρκικής ηγεσίας προς την κατεύθυνση της αναζήτησης μιας νέας εθνικής ιστορίας, η οποία, όμως, δεν μπορούσε να αφήσει εκτός τη βυζαντινή περίοδο της Κωνσταντινούπολης. Η Αγιά Σοφιά μετατράπηκε σε αρχιτεκτονικό σύμβολο της εκκοσμίκευσης και του εκμοντερνισμού της μέχρι τότε παραχωμένης και οπισθοδρομικής, κατά τους κεμαλιστές, οθωμανικής πραγματικότητας.