Τραμπ και Νετανιάχου παίζουν με τη φωτιά
16/10/2017του Γιώργου Λυκοκάπη –
Χρειάστηκαν τρεις ολόκληρες μέρες μετά τη νέα εκλογική νίκη του Μπέντζαμιν Νετανιάχου στις τελευταίες εκλογές του Ισραήλ τον Μάρτιο του 2015 για να δεχτεί τα τηλεφωνικά συγχαρητήρια του τότε Αμερικανού Προέδρου. Είναι γνωστό πως ο Μπάρακ Ομπάμα δεν είχε τις καλύτερες σχέσεις με τον Ισραηλινό εθνικιστή πρωθυπουργό που είχε καταφέρει μία εκλογική νίκη ενάντια σε όλα τα προγνωστικά.
Όταν ο Νετανιάχου είχε επισκεφτεί τις ΗΠΑ κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου στο Ισραήλ, δεν του έγινε καμία επίσημη υποδοχή. Ο τότε αντιπρόεδρος Τζο Μπάϊντεν προτίμησε να πραγματοποιήσει επίσκεψη στην Ουρουγουάη, παρά να συναντήσει τον Πρωθυπουργό της χώρας που αποτελεί τον στενότερο σύμμαχο των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή. Οι κυριότερες εστίες αντιπαράθεσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Τελ Αβίβ κατά την διάρκεια της θητείας του Ομπάμα ήταν οι παράνομοι ισραηλινοί εποικισμοί στα Κατεχόμενα Εδάφη και η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, την οποία ο Νετανιάχου πολεμούσε με μανία.
Ένα μήνα πριν η κυβέρνηση Ομπάμα παραδώσει την εξουσία στον νεοεκλεγέντα Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ τον Δεκέμβριο του 2016, ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι προκάλεσε σάλο. Αποκάλεσε την κυβέρνηση Νετανιάχου «την πιο ακροδεξιά στην ιστορία του Ισραήλ». Προηγουμένως, οι ΗΠΑ απείχαν από ψηφοφορία του ΟΗΕ για την καταδίκη των ισραηλινών εποικισμών στην Δυτική Όχθη, αντί να ασκήσουν βέτο, όπως έκαναν παραδοσιακά.
Ο απερχόμενος Αμερικανός Πρόεδρος θεωρούσε τον Νετανιάχου εμπόδιο για την ειρήνη στην Μέση Ανατολή. Επικεφαλής μίας κυβερνητικής συμμαχίας υπερορθόδοξων Εβραίων και εθνικιστών, προχωρούσε σε μαζικούς παράνομους ισραηλινούς εποικισμούς στα Κατεχόμενα Εδάφη, περιφρονώντας τις συστάσεις της Ουάσιγκτον. Ο Τζον Κέρι είχε ευθέως κατηγορήσει τον Νετανιάχου πως επιδιώκει να τορπιλίσει οριστικά την λύση “δύο έθνη, δύο κράτη” για το Παλαιστινιακό, δημιουργώντας τετελεσμένα. Το Ισραήλ αντέδρασε έντονα στις δηλώσεις Κέρι, αλλά τήρησε στάση αναμονής. Εντός μερικών ημερών θα ορκίζονταν Πρόεδρος ο Τραμπ.
«Ο καλύτερος φίλος του Ισραήλ»
Ο νέος Πρόεδρος είχε υποσχεθεί προεκλογικά πως θα είναι ο καλύτερος φίλος που είχε ποτέ το Ισραήλ. Δεν μετέφερε την αμερικάνικη πρεσβεία στην κατεχόμενη Ιερουσαλήμ, όπως είχε πει προεκλογικά, προκαλώντας ενθουσιασμό στους υπερεθνικιστικούς κύκλους του Ισραήλ. Απέσυρε, όμως, τις ΗΠΑ από την Unesco, τον οργανισμό προάσπισης της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, κατηγορώντας τον ότι «δείχνει προκατάληψη έναντι του Ισραήλ». Λίγο μετά αποχώρησε και το Ισραήλ από τον διεθνή οργανισμό.
Ο Πρόεδρος Τραμπ έχει βάλει σκοπό να σβήσει την παρακαταθήκη του Ομπάμα. Ξεκίνησε με την αποχώρηση από την συμφωνία για την κλιματική αλλαγή, συνέχισε με το ξήλωμα του Obamacare και κατέληξε σε μία απόφαση που θα σημάνει ραγδαίες εξελίξεις στην διεθνή πολιτική, την μη επικύρωση της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Μία συμφωνία “κόκκινο πανί” για τον Ισραηλινό Πρωθυπουργό, ο οποίος είχε θεωρήσει περίπου προδοτική την στάση του πρώην Προέδρου Ομπάμα.
Το πανίσχυρο στρατιωτικά και με πυρηνικό οπλισμό Ισραήλ δεν φοβάται πλέον τους Άραβες. Δεν φοβάται σπαρασσόμενα κράτη όπως το Ιράκ, η Λιβύη και η Συρία. Οι ειρηνευτικές συνθήκες που έχει υπογράψει με την Αίγυπτο και την Ιορδανία δεν διατρέχουν κανένα κίνδυνο. Το στρατιωτικό καθεστώς του Καΐρου καταδιώκει αμείλικτα τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, ενώ τίποτα δεν μοιάζει να απειλεί την εξουσία της ιορδανικής μοναρχίας.
Ακόμα και η ισλαμική παλαιστινιακή οργάνωση Χαμάς, με μία ιστορική συμφωνία, αποδέχτηκε να παραδώσει την διοίκηση της Λωρίδας της Γάζας στην οργάνωση της Φατάχ. Την Φατάχ αποδέχεται ως συνομιλητή το Τελ Αβίβ, σε σχέση με την Χαμάς που θεωρείται τρομοκρατική οργάνωση από την διεθνή κοινότητα.
Το σιιτικό τόξο
Ο μόνος πονοκέφαλος για το Ισραήλ είναι το σιιτικό Ιράν, με τις ισχυρές ένοπλες δυνάμεις του και την επιρροή που ασκεί στην σιιτική παραστρατιωτική οργάνωση Χεζμπολάχ του Λιβάνου, η οποία στο παρελθόν έχει προκαλέσει αιματηρές απώλειες στον ισραηλινό στρατό. Η συμφωνία που είχαν υπογράψει τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και η Γερμανία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ήταν μία ευκαιρία για το ισλαμικό καθεστώς να ενταχθεί στην διεθνή κοινότητα, μετά από χρόνια απομόνωσης και κυρώσεων.
Εκτός από το Ισραήλ έχει αντιταχθεί έντονα στην συμφωνία αυτή και η σουνιτική Σαουδική Αραβία, φοβούμενη την επιρροή του Ιράν στους σιιτικούς πληθυσμούς της Μέσης Ανατολής. Το Ριάντ θεωρεί ότι οι σιίτες απειλούν την εξουσία των σουνιτικών μοναρχιών του Κόλπου. Ποια είναι, όμως, τα κίνητρα του Νετανιάχου;
Είναι η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν αντίστοιχη με την “Συμφωνία του Μονάχου”, όπως υποστηρίζουν κύκλοι της ισραηλινής κυβέρνησης; Η διεθνής κοινότητα ακολουθεί πολιτική κατευνασμού έναντι του Ιράν, αντίστοιχα με την στάση του Πρωθυπουργού Τσάμπερλεν έναντι του Αδόλφου Χίτλερ;
Οι κυβερνήσεις της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ρωσίας, της Κίνας, η ΕΕ, η πρώην κυβέρνηση των ΗΠΑ και οι επιθεωρητές των Ηνωμένων Εθνών είναι όλοι “ηλίθιοι”, τους οποίους χρησιμοποιεί το καθεστώς της Τεχεράνης; Μήπως ο Βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας κατανοεί περισσότερο τις ευαισθησίες του Ισραήλ από τους Βρετανούς Συντηρητικούς και τον Γάλλο Πρόεδρο Μακρόν;
Στον αντίποδα του Σαρόν
Ο Νετανιάχου θέλει να αποφύγει αυτό που είχε κάνει ο πολιτικός του μέντορας, ο πρώην Πρωθυπουργός του Ισραήλ, ο Αριέλ Σαρόν. Ο στρατηγός που πολέμησε τους Άραβες και τους Παλαιστινίους σε αναρίθμητους πολέμους, στα μέσα του 2005 προχώρησε σε μία πράξη που έμεινε στην ιστορία. Διέταξε την αποχώρηση των Ισραηλινών στρατευμάτων από την Λωρίδα της Γάζας και την βίαιη απομάκρυνση περίπου 10.000 Ισραηλινών εποίκων.
Σε ένα δραματικό διάγγελμα, απευθυνόμενος στους Ισραηλινούς έποικους είχε πει: «μην χτυπήσετε τους στρατιώτες, χτυπήστε εμένα». Ο στρατηγός Σαρόν υπήρξε ο εμπνευστής του εποικιστικού προγράμματος του Ισραήλ και ήταν διαβόητος για την σκληρή του στάση έναντι των Παλαιστινίων.
Η ενέργεια του Σαρόν είχε προκαλέσει την διάσπαση του ιστορικού κόμματος της ισραηλινής Δεξιάς, του Λικούντ. Οι υποστηρικτές του Σαρόν αποχώρησαν από το Λικούντ και ίδρυσαν το κόμμα Καντίμα. Στο Λικούντ κυριάρχησαν τα “γεράκια” υπό τον Νετανιάχου, που είχαν διαφωνήσει με την ιστορική υποχώρηση του Σαρόν και αποτελούν την σημερινή κυβέρνηση του Ισραήλ, συμμαχώντας με κόμματα της ισραηλινής Ακροδεξιάς. Είναι κοινό μυστικό πως είναι αρνητές της ίδρυσης Παλαιστινιακού Κράτους και υποστηρίζουν τις οργανώσεις των Ισραηλινών εποίκων.
Ένα Ιράν ενταγμένο στην διεθνή κοινότητα θα μπορούσε να αναλάβει πρωτοβουλίες για την επίλυση του Παλαιστινιακού, κάτι που αποτελεί ανάθεμα για την σημερινή εθνικιστική κυβέρνηση του Ισραήλ. Ο Νετανιάχου βολεύεται από την διαιώνιση της υφιστάμενης κατάστασης, διότι η δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους θα απαιτήσει την διάλυση πολλών εποικισμών στα Κατεχόμενα Εδάφη.
Σε αυτή την περίπτωση θα έρθει αντιμέτωπος με τον σκληρό πυρήνα των υποστηρικτών του. Όπως είχε πει ο Σαρόν για τον σημερινό Πρωθυπουργό «ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου συχνά λειτουργεί υπό πίεση, τον καταλαμβάνει πανικός. Για να κυβερνήσεις μία χώρα σαν το Ισραήλ χρειάζεσαι λογική και ατσαλένια νεύρα. Τίποτα από τα δύο δεν διαθέτει».
Μυρίζει τακτικά πυρηνικά όπλα
Εάν, όμως, ακυρωθεί η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, είναι αυτονόητο πως η Τεχεράνη θα δρομολογήσει και πάλι το πυρηνικό της πρόγραμμα. Ποια απάντηση διαθέτουν γι’ αυτό Τραμπ και Νετανιάχου; Προφανώς η ισραηλινή κυβέρνηση ουσιαστικά αντιπροτείνει στη συμφωνία τον μαζικό βομβαρδισμό του Ιράν.
Και επειδή το Ιράν είναι μεγάλη χώρα και είναι μάλλον απίθανο οι Αμερικανοί να στείλουν χερσαίες δυνάμεις, ο βομβαρδισμός θα πρέπει να είναι καταλυτικός. Διαφορετικά, έστω και μετ’ εμποδίων, το Ιράν θα αποκτήσει πυρηνικά όπλα και θα έχουμε επανάληψη του προβλήματος της Βόρειας Κορέας.
Για να είναι καταλυτικό ένα κύμα βομβαρδισμών, όμως, δεν αρκούν τα συμβατικά όπλα, ακόμα και τα πιο ισχυρά. Αυτός είναι ο λόγος που οδηγεί στην εκτίμηση πως οι Ισραηλινοί ερωτοτροπούν με την ιδέα να εξωθήσουν την Ουάσιγκτον να χρησιμοποιήσει τακτικά πυρηνικά όπλα. Αλλιώς, η στάση του Τελ Αβίβ δεν βγάζει νόημα…