Πως να “διασκεδάσεις” με το Ολοκαύτωμα!
07/08/2020Σε ένα πολύ κεντρικό μπαρ στην Αθήνα, κάπου στο Ψυρρή, βρέθηκα με ένα φίλο, επιλέγοντας να πιούμε τα ποτά μας στη μπάρα. Εθεωρείτο πολύ καλό μαγαζί, στο οποίο σύχναζε “καλός” κόσμος, γνωστοί, δημοσιογράφοι, κτλ κτλ. Μου λέει κάποια στιγμή ο φίλος μου: «κοίτα πίσω σου, στην κολόνα». Γυρνάω και τρόμαξα από αυτό που ήταν τοιχοκολλημένο: Την κλασική φωτογραφία ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης/εξόντωσης με την πινακίδα «Arbeit macht frei (Η εργασία απελευθερώνει)»!
Χρειάστηκαν λίγα δευτερόλεπτα γουρλωμένου βλέμματος μέχρι να απευθυνθώ στον “αριστοκράτη της εργατικής τάξης“, τον μπαρτέντερ. «Γνωρίζεις τι είναι αυτό που έχετε κολλημένο στον τοίχο;». Δεν γνώριζε. Του εξήγησα ότι αυτό είναι ένα γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, και με την πινακίδα αυτή στην είσοδο “υποδέχονταν” τους Εβραίους που στη συνέχεια εξόντωναν. Εκείνος, μουδιασμένος, με παρακάλεσε να το κατεβάσω διακριτικά εκείνη τη στιγμή, ολίγον τι, ντροπιασμένος.
Το περιστατικό αυτό συνέβη πριν λίγα χρόνια, αλλά το θυμήθηκα πρόσφατα πριν την φετινή αυγουστιάτικη πανσέληνο. Ακούγοντας ραδιόφωνο, ξαφνικά έπαιξε ένα πολύ οικείο τραγούδι, αλλά διασκευασμένο. Κατάλαβα ότι ήταν το “dance me to the end of love”, το γνωστό τραγούδι που ερμήνευσε ο Λέοναρντ Κοέν. Το αριστούργημα αυτό όμως το άκουσα ρεμιξαρισμένο σε χορευτική έκδοση (περίπου όπως εδώ), ακριβώς ότι μουσική έπαιζε και το προαναφερθέν μπαρ. Για μια στιγμή όμως. Τη δεκαετία του 1990, ο Κοέν, είχε δώσει μια συνέντευξη στο ραδιόφωνο αποκαλύπτοντας, για πρώτη φορά, πως δημιουργήθηκε το συγκεκριμένο τραγούδι:
«Το τραγούδι αυτό προήλθε απλώς από την ακρόαση ή την ανάγνωση ή από τη γνώση ότι σε ορισμένα από τα στρατόπεδα θανάτου, ένα κουαρτέτο εγχόρδων αναγκάστηκε να παίξει μουσική μουσική ενώ οι συγκρατούμενοί τους σκοτώνονταν και καίγονταν. Οπότε το τραγούδι “dance me to your beauty with a burning violin” εννοεί την ομορφιά του να είσαι παρόν στην ολοκλήρωση μιας ζωής, στο τέλος της ύπαρξης της. Βέβαια, η γλώσσα είναι ίδια με αυτή που θα χρησιμοποιούσε κάποιος για να “παραδοθεί” σε ένα αγαπημένο πρόσωπο. Οπότε, αφού η γλώσσα είναι η ίδια, δε χρειάζεται να ξέρει κάποιος την πραγματική σημασία του τραγουδιού, αφού μπορεί εξίσου να χρησιμοποιηθεί για οποιονδήποτε παθιασμένο σκοπό». Για την ιστορία, ένας εξ’ αυτών των βιολιστών με το θλιβερό καθήκον ήταν και ο Ελληνοεβραίος Σαλονικιός Ιάκωβος Στρούμσα.
Όταν έλεγε ο Κοέν ότι “δεν χρειάζεται να ξέρει κάποιος την πραγματική ιστορία του τραγουδιού” είχε ένα δίκιο και ένα άδικο. Το δίκιο είναι ότι η τέχνη προσφέρει ανοιχτό πεδίο μετα/ανα-δημιουργίας. Το σχετικό άδικο είναι ότι και οι καλλιτέχνες έχουν -πρέπει να έχουν- πνευματικές νόρμες. Αλήθεια, τι είχε στο μυαλό του ο “δημιουργός” όταν νόθευσε, μετατρέποντάς το σε bit, ένα τραγούδι που γεννήθηκε στα στρατόπεδα; Πίστεψε πραγματικά ότι θέλει να προσφέρει νυχτερινή διασκέδαση με την τοξική διασκευή ενός τέτοιου ιερού τραγουδιού δίχως να διαβάσει την ιστορία του; Ρυθμός και στίχοι εμπνεόμενοι από τη δραματική σκηνή συνανθρώπων να εκτελούνται. Μήπως, αυτός ο καλλιτέχνης έχει χάσει όλα τα χαρακτηριστικά που τον κάνουν τέτοιον, και ας τον έχει οδηγήσει ο μουσικός βανδαλισμός του σε εισπράξεις;
Για να κάνουμε μια σύγκριση με την τηλεόραση, υπήρχαν Έλληνες ηθοποιοί, (π.χ. ο Νίκος Καλογερόπουλος) που προς τιμήν τους δεν δέχτηκαν –παρά τα καλά λεφτά– να παίξουν σε σκουπίδια των βιντεοταινιών της δεκαετίας του 1980. Τυπικά θα κάνανε τέχνη, αλλά αντιλαμβάνονταν ότι ουσιαστικά θα την γελοιοποιούσαν.
Édith Piaf και Μουζουράκης
Στην Ελλάδα, πολλοί νέοι κυρίως τραγουδιστές έχουν πάρει παλαιότερα κομμάτια και τους έχουν κάνει τέτοιες παρεμβάσεις που ξεφεύγουν εντελώς από το αρχικό νόημα. Πάρτε παράδειγμα το γαλλικό βαλς “Padam, padam” της Édith Piaf: «Λέει: Θυμήσου τους έρωτες σου, θυμήσου αφού ήρθε η σειρά σου, τώρα έχεις λόγο να κλάψεις, έχεις τις αναμνήσεις κοντά, και εγώ ξαναβλέπω αυτούς που θυμάμαι, ξαναγυρνάω στα είκοσι χρόνια μου».
Το 2013, οι Πάνος Μουζουράκης και Παντελής Αμπαζής πήραν το κομμάτι, του διέλυσαν τον ρυθμό, κάνοντάς το ποπ, και του αντικατέστησαν τους στοίχους με τους παρακάτω: «Madame, madame, madame, Με ένα μόνο oui σας madame, Madame, madame, madame, Στο κρεβάτι θα γίνει το μπαμ, Madame, madame, madame, Σιγοβράζω σε χύτρα Sitram, Κοκκινίζω σα να ‘μαι ιμάμ, madame σας γουστάρω αναντάμ παπαντάμ». Ένα γαλλικό νοσταλγικό/ερωτικό κομμάτι του 1951 το πήραν οι εν λόγω Έλληνες καλλιτέχνες και το μετέτρεψαν σε ποπ εναλλακτικό ύμνο λιγούρη που λιμπίζεται γαμπάκια. Με άλλα λόγια, έκαναν το τραγούδι “Μπουρδέλο γαλλικό” όπως έλεγε και ο Καρβέλας.
Τέτοιοι καλλιτέχνες, ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων, μπάρμεν, ραδιοφωνικοί παραγωγοί υπάρχουν στην Αθήνα ενώ στην επαρχία πάνε να τους αντιγράψουν. Αυτό είναι fact. Για τον μπάρμαν δεν έχω να πω και πολλά παρά “omne ignotum pro magnifico”. Για τον δε ιδιοκτήτη, αν ήταν εις γνώση του, πρόκειται περί επικίνδυνου ηλίθιου. Για τους δε καλλιτεχνούντες, η σύγχρονη πνευματική τους στειρότητα τους οδηγεί στον ρεμιξαρισμένο βιασμό του παρελθόντος. Και αυτό το πλασάρουν ως εναλλακτικό, και γι΄αυτό, δυστυχώς, τους προβάλλουν σε πολλά μεγάλα ραδιόφωνα, μαγαζιά κτλ. Η τέχνη γεννήθηκε -και- από δυστυχία, η κακή τέχνη από τη δυστυχή μετα-διαχείριση της προηγούμενης καλής και οι βιολιστές των στρατοπέδων ακόμα παίζουν αλλά δεν τους ακούνε οι “καλλιτέχνες”, αυτοί διασκεδάζουν…