‘Ωρα για κυρώσεις, όχι για διαπραγμάτευση
13/08/2020Παρακολουθούμε τις κινήσεις του τουρκικού ερευνητικού σκάφους στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, που συνοδεύεται από πλήθος τουρκικών σκαφών, ενώ παρακολουθείται από τον ελληνικό στόλο. Ωστόσο, την υφαλοκρηπίδα μας σε αυτή τη θαλάσσια περιοχή δεν την έχουμε κατοχυρώσει στον ΟΗΕ και αυτό εκμεταλλεύεται αυτή τη στιγμή η Τουρκία.
Η συμφωνία για την οριοθέτηση ΑΟΖ με την Κυπριακή Δημοκρατία δεν ήρθε και αυτό πιστώνεται ως ένα ακόμη λάθος της κυβέρνησης. Παρά ταύτα και, παρότι έχουμε την κλιμάκωση των σχέσεων με την Τουρκία, επιβάλλεται να πραγματοποιηθεί τώρα, ως ένα επιπλέον σημείο αναφοράς για τις περαιτέρω διπλωματικές εξελίξεις. Έχουμε την συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ μέσω τηλεδιάσκεψης, κατόπιν επιθυμίας της κυβέρνησης.
Επίσης, έχουμε την συνάντηση του Νίκου Δένδια με τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο στη Βιέννη. Ίσως από αυτή τη συνάντηση προκύψει κάτι θετικό (για να δούμε και κατά πόσο θα επηρεαστεί η θέση των ΗΠΑ από τη λογική των ίσων αποστάσεων), σε συνδυασμό με την αμυντική συμφωνία που υπογράψαμε πρόσφατα, αναμένοντας καρπούς.
Στη τηλεδιάσκεψη των υπουργών εξωτερικών της ΕΕ υπάρχει το ερώτημα αν θα καταφέρει η ελληνική κυβέρνηση να πείσει τους Ευρωπαίους συμμάχους της, ότι θα πρέπει να επιβληθούν οικονομικές κυρώσεις στην Άγκυρα, ώστε να εγκαταλείψει τις αναθεωρητικές διαθέσεις της. Αν αυτό είχε πραγματοποιηθεί νωρίτερα, δεν θα είχαμε φτάσει σε αυτό το σημείο και αυτό (ως λάθος τακτικής) πιστώνεται στη κυβέρνηση.
Διάλογος, αλλά σε πιο πλαίσιο;
Η λογική της Καγκελαρίας που ασκεί την προεδρία της ΕΕ, από τα μέχρι στιγμής δεδομένα, είναι να μας σπρώξει σε ένα διάλογο με την Άγκυρα με μία άγνωστη ατζέντα (του τύπου «βρέστε τα μεταξύ σας»). Είναι η ουσία, αφού το όλο θέμα το βλέπουν με μία άλλη λογική που διαφέρει ως αρχή από τη δική μας. Ας υποθέσουμε, ότι η κυβέρνηση δέχεται να καθίσει στο τραπέζι της συζήτησης με την Τουρκία.
Δεν θα πρέπει να υπάρχει ένα βασικό σημείο αναφοράς (κρίσιμο σημείο) για μία καταρχήν συζήτηση; Ποιο θα είναι αυτό; Είναι η συμφωνία του δικαίου της θάλασσας του 1982 , που καθορίζει με σχετική ακρίβεια ότι τα νησιά υπό προϋποθέσεις, έχουν υφαλοκρηπίδα .
Αυτό όμως το αρνείται κατηγορηματικά η Άγκυρα, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν έχει υπογράψει την συμφωνία του δικαίου της θάλασσας του 1982.
Επιπλέον, υποστηρίζει μία τελείως αναθεωρητική λογική, με βάση το αφήγημα της “Γαλάζιας Πατρίδας”. Ας υπογράψει πρώτα την συνθήκη του δικαίου της θάλασσας και μετά να αρχίσουμε μία συζήτηση για τα περαιτέρω. Αν τότε δεν συμφωνήσουμε, υπάρχει και η Χάγη. Αν δεν υπάρχει ένα βασικό σημείο αναφοράς, όπως είναι αυτό που μνημόνευσα του διεθνούς δικαίου, με ποια λογική είναι δυνατή μία τέτοια καταρχήν συζήτηση; Δεν θα έχει τουλάχιστον κάποια ελάχιστα σημεία (στην καλύτερη περίπτωση), παράδοσης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων;
Κίνδυνος συρρίκνωσης της πατρίδας μας
Είναι τα κυριαρχικά μας δικαιώματα διαπραγματεύσιμα; Όχι, γιατί αρχίζει η συρρίκνωση της χώρας! Εκτιμώ, ότι αυτό θα πρέπει να είναι το διαπραγματευτικό μας όπλο με τους συμμάχους μας, προκειμένου να τους πείσουμε για το δίκιο μας, ώστε “να τραβήξουν το αυτί” του Ερντογάν για να καθίσει φρόνιμος! Η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός επαναλαμβάνουν συνέχεια ό,τι δεν διαπραγματευόμαστε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και δεν δεχόμαστε τετελεσμένα.
Ωστόσο, από ότι προκύπτει από τη διέλευση για έρευνες του Oruc Reis στην δική μας υφαλοκρηπίδα, αποδεικνύεται το αντίθετο. Αυτό το έργο, λοιπόν, θα έχει συνέχεια! Το γιατί συμβαίνει αυτό, ενώ γνωρίζαμε πριν από πολύ καιρό ότι υπάρχει αυτό το ενδεχόμενο είναι ένα τεράστιο θέμα, που θα αποφύγω προς το παρόν να θίξω (για ευνόητους λόγους).
Η διαχείριση της όλης επικίνδυνης κατάστασης, που μπορεί να μας δημιουργήσει μη επιθυμητά αποτελέσματα ως χώρα που θα τα κουβαλάμε στη πλάτη μας στο διηνεκές, δεν είναι δυνατόν να γίνεται ερήμην της συμφωνίας των κομμάτων του Ελληνικού Κοινοβουλίου.
Ελπίζω ότι οι στρεβλές λογικές και οι διαχρονικές νοοτροπίες (για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους) πολλών κατά καιρούς κυβερνητικών παραγόντων, που έχουν σχέση με την άμεση ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, να τεθούν τώρα στο περιθώριο! Έστω και καθυστερημένα, ας καταλάβει η κυβέρνηση ότι οι ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις, είναι ένα πολύ μεγάλο διαπραγματευτικό εργαλείο, για να σε υπολογίζουν σοβαρά στη διεθνή διπλωματική σκακιέρα.