Τα μουσεία στα χρόνια του κορονοϊού
15/08/2020Το γενικότερο πλήγμα της οικονομίας που επέφερε ο κορονοϊός, επέδρασε στα μουσεία όλου του κόσμου και έθεσε μπροστά τους μία πρωτόγνωρη συνθήκη. Διάχυτος είναι ο προβληματισμός γύρω από την βιωσιμότητα πολλών μουσείων αλλά και τους τρόπους που πρέπει να επανεφεύρουν τον εαυτό τους προκειμένου να μείνουν ενεργά. Με τη δραστική μείωση του τουρισμού, η αυξημένη επισκεψιμότητα τους καλοκαιρινούς μήνες ανετράπη ενώ ο κανόνας για περιορισμένο αριθμό επισκεπτών που ορίζει το νέο πρωτόκολλο ασφαλείας περιστέλλει τα έσοδα τα εισιτήρια.
Η επανεκκίνηση των μουσείων έγινε κατ’ επιλογή και όχι ταυτόχρονα για όσα μουσεία άνοιξαν. Ξεκίνησε στα μέσα Ιουνίου για κύρια ελληνικά μουσεία όπως το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το αρχαιολογικό μουσείο και το Μουσείο Ακρόπολης. Στο Ηνωμένο Βασίλειο ανοίξανε από τις 10 Ιουλίου ενώ στη Γαλλία ξεκίνησε σταδιακά από τον Μάιο, ενώ το Λούβρου άνοιξε αρχές Ιουλίου.
Από τις αρχές Μαΐου επαναλειτούργησαν και μουσεία στην Γερμανία όπως η Berlinische Galerie και το μουσείο Αltes ενώ η διεθνής μέρα μουσείων (18 Μαΐου) λειτούργησε συμβολικά για το άνοιγμα κάποιων μουσείων στην Ιταλία, όπως την Galleria Nazionale και τα μουσεία του Καπιτωλίου μία μέρα μετά. To μουσείο Πράδο άνοιξε ένα μόνο κομμάτι των συλλογών του στις αρχές Ιουνίου λίγες μέρες μετά την γκαλερί Uffizi στην Φλωρεντία. Στις ΗΠΑ κάποια μουσεία, πχ μουσείο τέχνης της Φιλαδέλφειας- άνοιξαν μετά τα μέσα Ιουλίου, ενώ τα μεγάλα μουσεία της Νέας Υόρκης, όπως το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, το Guggenheim και το Μητροπολιτικό Μουσείο, παραμένουν κλειστά.
Από πρακτικής άποψης, τα μουσεία υιοθετούν λιγότερο ή περισσότερα αυστηρά μέτρα. Η τήρηση αποστάσεων ανάμεσα στους επισκέπτες (σε κάποιες λίγες περιπτώσεις δίνονται στους επισκέπτες σένσορες που χτυπούν όταν η απόσταση μειώνεται), η σηματοδότηση στα πατώματα και η υποχρεωτική χρήση μασκών είναι τα συνήθη. Κάποια μουσεία απαιτούν προκράτηση και κάποια άλλα, όπως η Tate, δέχονται μόνο χρήση πιστωτικής κάρτας για την αγορά του εισιτηρίου. Το όριο ως προς τον αριθμό των επισκεπτών ποικίλλει ανάλογα με τη χωρητικότητα: η γκαλερί Βοrghese στη Ρώμη για παράδειγμα δέχεται 80 άτομα ταυτόχρονα για επίσκεψη δύο ωρών.
Χαμηλή επισκεψιμότητα
Υπό αυτούς τους όρους, η επισκεψιμότητα έχει φτάσει τόσο χαμηλά ώστε, για παράδειγμα, οι 8-9.000 επισκέπτες που δεχόταν καθημερινά το Πράδο να έχουν τώρα γίνει 1800. Το Λούβρο υπολογίζει ότι θα έχει 80% μείωση σε σχέση με το περυσινό καλοκαίρι δεδομένου ότι το 70% των 9.6 εκατομμυρίων επισκεπτών πέρυσι ήταν τουρίστες. Πρόσφατο τεύχος του περιοδικού Burlington αναφέρει ότι σύμφωνα με την διεύθυνση του Πράδο, το μουσείο έχει ζημία επτά εκατομμυρίων ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο ένα έβδομο του ετήσιου κόστους λειτουργίας του.
Σύμφωνα με έρευνα της ΝΕΜΟ (Ευρωπαϊκό Δίκτυο Μουσείων) που διεξήχθη τον Μάρτιο και Απρίλιο, 30% των ευρωπαϊκών μουσείων κατέγραψαν κατά την περίοδο της πανδημίας, απώλεια χιλίων ευρώ την εβδομάδα, με το ποσό αυτό να εκτοξεύεται στα 100.000–600.000 ευρώ για τα μεγάλα μουσεία. Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, έρευνα του Ιουνίου με πρωτοβουλία της Αμερικανικής Ένωσης Μουσείων και συμμετοχή 760 μουσείων, αναφέρει ότι το 67% των μουσείων υπολογίζει ότι τα οικονομικά τους αποθέματα που προορίζονται για το λειτουργικό κόστος θα εξαντληθούν το λιγότερο σε ένα χρόνο ενώ τα υπόλοιπα δίνουν διάρκεια ενάμιση χρόνο ή δύο χρόνια το πολύ.
Εξ’ αιτίας του κορονοϊού, τα μουσεία στις ΗΠΑ χάνουν, σύμφωνα με το περιοδικό Architectural Digest, 33 εκατομμύρια δολάρια καθημερινά ενώ έρευνα του American Alliance of Museums and Oxford Economics το 2017 έδειξε ότι αποφέρει 50 δισ. δολ. στo ΑΕΠ και 12 εκ. δολ. σε εισφορές φόρων.
Καθίζηση εσόδων
Στην εξ’ αποστάσεως, διαδικτυακή ομιλία του Daniel Weiss, που οργάνωσε η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη στα τέλη Ιουνίου, o πρόεδρος του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης είπε ότι η ζημία του μουσείου υπολογίζεται στα 150 εκατομμύρια δολάρια καθώς το μουσείο που βασίζεται στα εισιτήρια για το εν τρίτο των εσόδων του παραμένει κλειστό για πέντε συνεχείς μήνες. Όλα αυτά είναι κεραυνός εν αιθρία, μία ανυπολόγιστη ανατροπή σε μία χρυσή εποχή των μουσείων που χαρακτηρίζεται από αύξηση στον αριθμό τους (95.000 μουσεία ανά τον κόσμο το 2020, μία αύξηση 60% σε σχέση με το 2012) και μουσειακές πολιτικές που επιχειρούν μεγαλύτερη και μαζικότερη προσβασιμότητα για το κοινό.
Οι περικοπές στο προσωπικό συνοδεύονται και από ακύρωση εκθέσεων καθώς και στροφή προς μικρότερες παραγωγές και όχι σε εκθέσεις “blockbuster” (θεματικές εκθέσεις μεγάλης εισπρακτικής επιτυχίας) και σε εκθέσεις που αντλούν από τις μόνιμες συλλογές του μουσείου. Η τάση δηλαδή είναι για επιστροφή σε μικρότερες κλίμακες.
Κάποια μουσεία βέβαια ήταν ανέκαθεν μικρής κλίμακας ή τοπικού ενδιαφέροντος που σημαίνει ότι τα προβλήματα και άρα οι λύσεις δεν είναι κοινά. Σοβαρά προβλήματα αντιμετωπίζουν τα μουσεία της περιφέρειας που αποβλέπουν στον τουρισμό για την οικονομία τους, ή τα μουσεία των οποίων το προφίλ προτάσσει κοινοτικές δράσεις άρα καλλιεργούν την συνεύρεση των επισκεπτών και την κοινωνικότητα. Η προέλευση των οικονομικών πόρων των μουσείων είναι άλλη μεταβλητή που προσδιορίζει το μέγεθος του προβλήματος καθώς οι χορηγίες έχουν περισταλεί.
Θετική εξέλιξη κρίσης
Εν αναμονή του καλοκαιρινού απολογισμού για όσα μουσεία άνοιξαν, μία ψύχραιμη ματιά οφείλει όμως να επισημάνει και την θετική εξέλιξη της κρίσης. Εξ αιτίας του κορονοϊού η παρουσία και ο τρόπος λειτουργίας των μουσείων ως θεσμοί που καταξιώνουν αξίες, μεταδίδουν γνώση και σε κάποιο βαθμό λειτουργούν και εκπαιδευτικά αναδύεται ως προβληματισμός και για το ευρύ κοινό.
Το μουσείο “αποδομείται” καθώς πρέπει να επινοήσει νέους τρόπους που απαντούν στην νέα συνθήκη. Άλλα ζητήματα όπως νέοι τρόποι χρηματοδότησης, δωρεές από το κοινό, φοροαπαλλαγές για χορηγούς είναι επίσης ζωτικά θέματα προς συζήτηση. Ζητήματα διαχείρισης που όλο και περισσότερο διεισδύουν στην σύγχρονη προσέγγιση της ζωής, ακόμα και στην πολιτική, γίνονται οδηγός και για τα μουσεία ενδεχομένως μεταβάλλοντας σταδιακά την γνώση σε έναν εργαλειακό ρόλο.
Το φαινόμενο είναι κάθε άλλο παρά πρωτόγνωρο, καθώς το μοντέλο του σύγχρονου μουσείου αλλάζει συνεχώς. Ίσως η διαφορά με το παρελθόν είναι ότι η ανάγκη για μία νέα αρχή δεν επέρχεται σταδιακά αλλά προκύπτει βίαια, ξαφνικά και με απώλειες όχι μόνο για τα μουσεία αλλά και το ανθρώπινο δυναμικό του.
Σε κάθε περίπτωση, εξελίξεις που είχαν δρομολογηθεί επισπεύδονται. Η βασικότερη είναι η ψηφιακή κατεύθυνση. Το καιρό της καραντίνας η ενεργοποίηση της ψηφιακής πρόσβασης στις συλλογές κέρδισε ένα μαζικό κοινό και σε κάποιον σχετικό βαθμό ταρακούνησε τον κοινωνικό και οικονομικό διαχωρισμό σε σχέση με την μουσειακή εμπειρία. Από την άλλη, δημιουργείται ένας εσωτερικός διαχωρισμός καθώς αποκλείονται μουσεία που δεν έχουν τους πόρους για να αναπτύξουν σύγχρονες ψηφιακές πλατφόρμες. Όσο για τα μουσεία που έχουν την δυνατότητα, το άνοιγμα αυτό σημαίνει νέες συνέργειες εκτός του θεωρητικού πεδίου των όλο και περισσότερο υποτιμημένων ανθρωπιστικών σπουδών. Δεν συνεπάγεται ωστόσο ότι το ένα, δηλαδή η τεχνολογία ή και το θέαμα αποκλείει το άλλο, δηλαδή την περισυλλογή.
Το πρώτο ψηφιακό μουσείο
Από αυτήν την λογική προκύπτει και το VOMA το πρώτο ψηφιακό μουσείο που ανοίγει στις 14 Αυγούστου. Περιεχόμενό του έργα από μεγάλα μουσεία όπως το Musée d’Orsay, το ΜοΜΑ, το Art Institute του Σικάγο. Δεν πρόκειται μόνο για μία επεξήγηση των έργων αλλά για μία περιήγηση στους εξωτερικούς χώρους του ψηφιακού κτιρίου (το κτίριο μπορεί να προσαρμοστεί στον τόπο του κάθε χρήστη) σε μία διαδραστική εμπειρία.
Επικριτές του ψηφιακού στέκονται επιφυλακτικά απέναντι στο βάθος της μουσειακής εμπειρίας που καλλιεργεί και εμπεδώνουν οι ψηφιακές τεχνολογίες. Το ψηφιακό εργαλείο προσθέτει μία άλλη διαμεσολάβηση στην ήδη διαμεσολαβημένη πρόσληψη της τέχνης μέσα από την ταξινόμηση των έργων στα μουσεία ή την επιμελητική ματιά μίας έκθεσης. Το πρόβλημα ξεκινά στον βαθμό που ο θεατής το αγνοεί και νοιώθει κυρίως συν-δημιουργός. Η αίσθηση του ελέγχου μεταθέτει την κατανόηση και αισθητηριακή εκτίμηση του έργου σε μία πράξη πλοήγησης. Ενδεχόμενη συνέπεια είναι ότι αποδυναμώνεται η κατανόηση του έργου στο πλαίσιο της ιστορίας και της αισθητικής.
Το ψηφιακό δημιουργεί επίσης μία άλλη σχέση με το χώρο και την κίνηση του θεατή σε αυτόν και πιθανότατα δεν μεταφέρει μία αίσθηση της κλίμακας του έργου σε σχέση με την αρχιτεκτονική και τον χώρο. Η αίσθηση μπορεί να είναι διαφορετική αλλά όχι αναγκαστικά υποδεέστερη. Το ζήτημα δεν απλό. Η σύγχρονη μελέτη της λειτουργίας και της δυνατότητας των αισθήσεων και τρόπων ενεργοποιήσεων τους μπορεί να αποκαλύψουν νέα δεδομένα και να εμπλουτίσουν τον τρόπο που μπορούμε να προσλάβουμε την «πραγματικότητα».
Ένα πρακτικό πρόβλημα είναι ότι το ψηφιακό, όσο είναι ελεύθερα προσβάσιμο, δεν συμβάλλει οικονομικά στο μουσείο. Mία αντιμετώπιση που συζητείται είναι για συνέργειες με εταιρείες/χορηγούς που επιδιώκουν την προβολή μέσα από την διαφήμιση. Το ζήτημα της συνδρομής ή της ελεύθερης πρόσβασης δεν είναι πρόβλημα των μουσείων και μόνο αλλά και άλλων τομέων όπως του τύπου. Ο θεσμός όμως του μουσείου ως παραγωγός κοινωνικού έργου και στην υπηρεσία των πολιτών, στέκεται εμπόδιο στην συνδρομή. Η συνδρομή για ορισμένα προγράμματα π.χ. εκπαιδευτικά θα μπορούσε να είναι μία λύση.
Προσπαθώντας να βρουν βηματισμό
Η μαζικότητα και οι επιπτώσεις του όχι μόνο στην πρόσληψη της τέχνης αλλά και στο είδος της τέχνης που θα παραχθεί είναι επίσης αμφιλεγόμενο ζήτημα. Η χρήση του διαδικτύου δεν σημαίνει απαραίτητα απλουστευμένη γνώση παρότι τα μουσεία όλο και περισσότερο χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα για να κερδίσουν ένα νεανικό κοινό ενίοτε συνδέοντας την υψηλή με την μαζική κουλτούρα όπως η γκαλερί Uffizi σε κάποιες αναρτήσεις της στην πλατφόρμα TikTok.
Υπάρχουν πράγματι, χάρη στην τεχνολογία, εξαιρετικά ντοκιμαντέρ ενεργοποίησης των έργων μέσα από την κινούμενη εικόνα, τα γραφικά ή τις νέες τεχνολογίες (πχ ντοκιμαντέρ Les petits secrets des grands tableaux κανάλι Βουλής). Η ταινία Loving Vincent που προβλήθηκε το 2018 στην Αθήνα είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα σύμπραξης της ζωγραφικής με την τεχνολογία: κάθε καρέ έχει ζωγραφιστεί στο χέρι.
Καθώς η ψηφιακή πραγματικότητα διεισδύει όλο και περισσότερο στις πρακτικές των μουσείων, η “ψηφιακή έκθεση” ή ο ψηφιακός τρόπος έκθεσης γίνεται μία πιο εξειδικευμένη επιμελητική δεξιότητα. Ο σχεδιασμός μίας ψηφιακής έκθεσης είναι μία αυτόνομη γλώσσα με τα δικά της εργαλεία, την δική της φαντασία και συνεπώς παράθυρο προς μία διαφορετική εμπειρία. Δεν αρκεί η ψηφιακή έκθεση να αναπαράξει μία έκθεση εκ του φυσικού αλλά να δείξει την τέχνη σε ένα νέο πλαίσια. Εγχειρήματα αυτού του είδους έχουν ήδη γίνει.
Τα μουσεία προσπαθούν να βρουν τον βηματισμό τους. Το μέλλον είναι ακόμα αβέβαιο. Μέσα σε αυτή την ρευστή διαδικασία, η σημασία της οποίας θα φανεί αργότερα, η ευαισθητοποίηση απέναντι στο τί σημαίνει σε κάθε ιστορικό συγκείμενο, τέχνη, θεσμοί της τέχνης αλλά κυρίως ο τρόπος που βλέπουμε και αφομοιώνουμε τις εικόνες που μας περιβάλλουν ίσως αποφέρει και περισσότερη δημιουργικότητα και αυτογνωσία ως προς την ίδια την ζωή, όχι την εικονική, την επαυξημένη ή την ψηφιακή αλλά την πραγματική.