Το 1/3 των ΜΕΘ είναι ήδη “κατειλημμένο” κι ας είμαστε στα 200 κρούσματα ημερησίως
05/09/2020Παρότι η χώρα έχει μόνον 200 κρουσματα ημερησίως, αριθμό δυσάρεστο αλλά όχι προς πανικό αν αναλογιστεί κανείς τα νούμερα σε άλλες χώρες, δυστυχώς το σύστημα υγείας της χώρας ήδη τρίζει. Η πληρότητα των ΜΕΘ έφτασε το 30%, καθώς οι Μονάδες αυτές δεν προορίζονται μόνον για τον κορωνοϊό, αλλά και για τροχαία ατυχήματα ή και βαριά περιστατικά χρονίων ασθενειών.
Όπως είπε ο αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας – Προληπτικής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ και μέλος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας, Δημήτρης Παρασκευής μιλώντας στο Πρακτορείο Fm του ΑΠΕ-ΜΠΕ, η κατάσταση είναι προς το παρόν διαχειρίσιμη.
«Υπάρχουν αρκετοί δείκτες τους οποίους επεξεργαζόμαστε σε καθημερινή και σε εβδομαδιαία βάση. Αναφορικά με το σύστημα υγείας, οι δείκτες οι οποίοι ενδιαφέρουν, είναι ο αριθμός των νοσηλευομένων, η διαθεσιμότητα των κλινών που αφορούν στα περιστατικά Covid, καθώς και η διαθεσιμότητα των κλινών σε ΜΕΘ, έτσι ώστε να ξέρουμε πού βρισκόμαστε και αν θα είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε μία τυχόν αύξηση κρουσμάτων στο μέλλον», είπε.
«Αυτή τη στιγμή οι δείκτες είναι χαμηλά. Η πληρότητα των κλινών σε ΜΕΘ, είναι περίπου 30% σε Αττική και Θεσσαλονίκη, γεγονός που μας προκαλεί αισιοδοξία, ότι θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά ένα επερχόμενο τρίτο κύμα στο φθινόπωρο ή το χειμώνα. Πρέπει όμως να είμαστε προσεκτικοί, γιατί αν αυξηθεί απότομα και πολύ ο αριθμός των κρουσμάτων, ανάλογα θα αυξηθούν και τα ποσοστά κάλυψης και θα μειωθεί η δυνατότητα διαχείρισης των κρουσμάτων», συμπλήρωσε.
Υπενθυμιζεται ότι η Λομβαρδία, που επλήγη βαρύτατα από τον ιό, είχε ήδη 1.200 ΜΕΘ για τον πληθυσμό της (10 εκατομμύρια) και ότι είχε ένα απο τα καλύτερα συστήματα υγείας στην Ευρώπη. Η Ελλάδα έχει παρά τις εξαγγελίες και τις προσπάθειες, θεωρητικά, 910 ΜΕΘ αλλά είναι άγνωστο πόσες είναι λειτουργικές. Προ κορωνοϊού είχε 570 και δεν επαρκούσαν ούτε καν για τα κρούσματα εποχικής γρίπης, που νοσηλεύονταν σε ράντζα.
Τα επόμενα κύματα
Όσον αφορά το δεύτερο ή το τρίτο και τέταρτο κύμα που παρατηρείται σε πολλές ιώσεις, είπε:
«Το ενδεχόμενο για τρίτο, τέταρτο ή και πέμπτο επιδημικό κύμα υπάρχει και απ’ ό,τι φαίνεται για αυτό τον ιό δεν παρουσιάζει την ίδια εποχικότητα με τον ιό της γρίπης ή με άλλους. Αυτό σημαίνει ότι ανά πάσα στιγμή –αν οι συνθήκες το επιτρέψουν–, μπορεί να έχουμε και ένα νέο επιδημικό κύμα. Τα κύματα αυτά θα εξαρτηθούν από το τηρούμε τα μέτρα. Το καλοκαίρι η κύρια παράμετρος που οδήγησε στο δεύτερο κύμα ήταν η χαλάρωση, και το γεγονός επίσης ότι είχαμε μία αύξηση στα εισαγόμενα κρούσματα στην κοινότητα, που έπαιξε και αυτό το ρόλο του σε ότι αφορά τη διασπορά».
Το κατά πόσον τα κύματα αυτά θα είναι πιο απειλητικά για την υγεία ή ηπιότερα, δυστυχώς δεν μπορεί να προβλεφθεί. Στην γρίπη του 2018, για παράδειγμα. το κυρίως θανατηφόρο κύμα ήταν το δεύτερο, όχι το τρίτο και το τέταρτο. Όμως με τον νέο κορωνοϊό, δεν υπάρχουν στοιχεία που να βοηθούν σε πρόγνωση.
Η συμπεριφορά του ιού
Ένας λόγος είναι η πιθανότητα μεταλλάξεων του ιού αλλά και το ότι για να αποκτηθεί ανοσία αγέλης, πρέπει να έχει μολυνθεί πάνω από το 60%-70% του πληθυσμού. Αν υπάρχει ανοσία αγέλης, τότε τα κύματα βαίνουν ασθενέστερα ως προς τις απώλειες. Όμως ακόμα και σε χώρες σαν τη Σουηδία, η οποία ουσιαστικά υιοθέτησε πλήρως την πολιτική ανάπτυξης ανοσίας της αγέλης, τα ποσοστά φορέων είναι πολύ χαμηλά.
Άλλος λόγος είναι ότι ακόμα και εκεί όπου οι φορείς είναι σχετικά πολλοί, οι ειδικοί δεν βλέπουν επαρκή αντισώματα διαρκείας, αλλά έχουμε ήδη και περιστατικά αναμολύνσεων -ηπιότερων λοιμώξεων, αλλά πάντως ενδεικτικών ότι η νόσηση δεν διασφαλίζει από μελλοντικές επαναλοιμώξεις από το ίδιο ή από συγγενές στέλεχος του ιού.