Πού πας Καταλονία;
29/10/2017του Άγγελου Συρίγου –
Η απόφαση της καταλανικής Βουλής να προχωρήσει σε κήρυξη ανεξαρτησίας και η αντίδραση της ισπανικής κυβερνήσεως να άρει το καθεστώς αυτονομίας της περιοχής έφεραν στην επιφάνεια όλα τα ερωτήματα που υπάρχουν εδώ και χρόνια ως προς τη δυνατότητα αποσπάσεως του τμήματος ενός κράτους και της κηρύξεως ανεξαρτησίας. Η διεθνής πρακτική ποικίλει. Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις του Κοσσυφοπεδίου και του Νοτίου Σουδάν.
Το 2008 το Κοσσυφοπέδιο ανακοίνωσε μονομερώς την ανεξαρτησία του από τη Σερβία. Η τελευταία δεν αποδέχθηκε την απόσχισή του, θεωρώντας ότι παραβιάζει το ψήφισμα 1244/1999 του Συμβουλίου Ασφαλείας. Έκτοτε 110 κράτη (μέχρι το 2017) έχουν αναγνωρίσει το Κοσσυφοπέδιο. Μεταξύ των κρατών που αρνούνται την αναγνώριση περιλαμβάνονται δύο μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας (Ρωσία και Κίνα).
Το Νότιο Σουδάν ήταν μία σχετικώς αυτόνομη περιοχή του Σουδάν. Μετά από δύο εμφυλίους πολέμους και 40 έτη αιματηρών συγκρούσεων, το Νότιο Σουδάν προχώρησε σε δημοψήφισμα το 2011, όπου το 98% του πληθυσμού ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας του. Το Σουδάν ήταν ένα από τα πρώτα κράτη που έσπευσαν να αναγνωρίσουν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Εντός πέντε ημερών το Νότιο Σουδάν έγινε δεκτό ως κράτος μέλος του ΟΗΕ, ενώ 80 κράτη, περιλαμβανομένων και των κρατών-μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, το είχαν ήδη αναγνωρίσει.
Από τα δύο παραδείγματα καθίσταται προφανής η βαρύνουσα σημασία που έχει η αναγνώριση της ανεξαρτησίας από το κράτος που γίνεται η απόσχιση. Στην περίπτωση του Νοτίου Σουδάν η αναγνώρισή του από το Σουδάν οδήγησε στην καθολική αποδοχή της αποσχίσεως του από τη διεθνή κοινότητα. Αντιθέτως, η άρνηση της Σερβίας να αναγνωρίσει την απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου έχει ως αποτέλεσμα να παραμένει εκκρεμές το θέμα του τελικού καθεστώτος με τη διεθνή κοινότητα διχασμένη.
Η αυτοδιάθεση των λαών
Και η αυτοδιάθεση των λαών; θα μπορούσε να ρωτήσει ευλόγως κάποιος. Είναι γεγονός ότι είναι μία από τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Αυτό δημιουργεί την απατηλή εντύπωση ότι αναφέρεται σε ένα δικαίωμα που απολαμβάνουν όλοι οι λαοί του κόσμου, ανεξαιρέτως. Εάν πράγματι συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε θα είχαμε μείζονα αλλαγή στους κανόνες του διεθνούς δικαίου.
Στη μέχρι και τις αρχές του 21ου αιώνα διεθνή πρακτική, η αρχή της αυτοδιαθέσεως αφορά αποκλειστικώς σε λαούς που βρίσκονται είτε σε αποικιακό καθεστώς, είτε σε περιοχές που είναι γεωγραφικά και πολιτικά διακριτές από το υπόλοιπο έδαφος του κράτους που τις διοικεί και παράλληλα ο λαός τους δεν συμμετέχει στη διοίκηση του κράτους. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο λαός έχει τις ακόλουθες δυνατότητες: Πρώτον, ανεξαρτησία. Δεύτερον, ενσωμάτωση σε γειτονικό κράτος. Τρίτον, σύνδεση με άλλο ανεξάρτητο κράτος. Τέταρτον, επιλογή οποιουδήποτε άλλου πολιτικού καθεστώτος.
Αντιθέτως, εθνικές ομάδες ή μειονότητες που ζουν σε ήδη ανεξάρτητα κράτη και εκπροσωπούνται και συμμετέχουν στη διακυβέρνησή αυτών των κρατών ισότιμα και ελεύθερα δεν μπορούν να επικαλεσθούν την αρχή της αυτοδιαθέσεως για να αποσπασθούν από το κράτος.
Μοναδική περίπτωση όπου θα μπορούσε να γίνει δεκτή εξαίρεση από αυτόν τον κανόνα είναι όταν μία ομάδα γίνεται «αντικείμενο ακραίων και αδιάκοπων διώξεων» και παράλληλα δεν υπάρχει οποιαδήποτε «λογική προοπτική» αλλαγής της καταστάσεως. Θεωρητικώς αυτή ήταν η κατάσταση του Κοσσυφοπεδίου. Ακόμη, όμως και αυτή η περίπτωση παρουσιάζει πρακτικά προβλήματα σε πιθανή εφαρμογή της.
Η νομική θεώρηση
Είναι προφανές όμως, ότι κατά τεκμήριο εντός της ΕΕ δεν υφίσταται δικαίωμα αυτοδιαθέσεως καθ’ ότι όλες οι πληθυσμιακές ομάδες ενός κράτους συμμετέχουν ισότιμα στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας, δεν καταπιέζονται και απολαύουν ελεύθερα τα δικαιώματά τους. Στην ειδικότερη περίπτωση της Ισπανίας, το Σύνταγμα προβλέπει όχι μόνον την εκπροσώπηση σε εθνικό επίπεδο, αλλά και την αυτονομία σε τοπικό επίπεδο. Η Καταλονία είναι (ή μάλλον ήταν) μία από 17 αυτόνομες περιοχές της Ισπανίας με ευρύτατες αρμοδιότητες, όπως τον διορισμό δικαστών, την παιδεία ή τον πολιτισμό.
Είναι προφανές ότι από πλευράς διεθνούς δικαίου θέμα ασκήσεως δικαιώματος αυτοδιαθέσεως για την Καταλονία δεν μπορεί να τεθεί. Κατ’ επέκταση, από νομικής πλευράς το θέμα της Καταλονίας, είναι αποκλειστικώς εσωτερικό θέμα της Ισπανίας. Εάν επιθυμεί η Μαδρίτη, μπορεί να τους δώσει το δικαίωμα να διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους μέσω δημοψηφίσματος, όπως έγινε στη Σκωτία πριν μερικά χρόνια. Δεν έχει, όμως, τέτοια νομική υποχρέωση.
Τέλος, υπάρχει και μία ηθική διάσταση του θέματος. Το φαινόμενο της Καταλονίας συνδέεται άμεσα με την τάση που παρατηρήθηκε κατά τη δεκαετία του 1990 να αποσχισθούν πλούσιες κοινωνίες από τους φτωχούς εταίρους τους. Τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ξεκίνησαν Σλοβενία και Κροατία το 1991. Το 1993 η ευρισκόμενη σε καλύτερη οικονομική μοίρα Τσεχία θέλησε να φύγει από το κοινό κράτος με τη φτωχή Σλοβακία.
Την ίδια περίοδο δημιουργήθηκαν κινήματα όπως η Λέγκα του Βορρά που θέλουν να αποσπάσουν την ευημερούσα βόρειο Ιταλία από τον υπανάπτυκτο Νότο. Αντιστοίχως, οι πλούσιοι Φλαμανδοί θέλουν να χωρισθούν από τους φτωχούς γαλλόφωνους Βαλώνους στο Βέλγιο. Η πλούσια (λόγω πετρελαίων) Σκωτία σκέφτεται να φύγει από το Ηνωμένο Βασίλειο. Μπορεί η άσκηση βίας από πλευράς κεντρικής ισπανικής κυβερνήσεως να έχει δημιουργήσει συμπάθειες για τους Καταλανούς, αλλά δεν παύει το όλο εγχείρημα της Βαρκελώνης να πάσχει ηθικά.