H κοσμοϊστορική ναυμαχία της Σαλαμίνας! Ανάλυση, μέρος Β’
02/10/2020Και φτάνουμε στο σημαντικότερο –ίσως – σημείο της εξιστόρησης της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Εδώ εντοπίζονται όλες οι διαφορές των εξιστορήσεων για το πώς έγινε η ναυμαχία. Οι απόψεις είναι βασικά δύο. Η μία – η επικρατούσα θα μπορούσαμε να πούμε – θεωρεί ότι ο περσικός στόλος ήταν παραταγμένος κατά μήκος της βόρειας ακτογραμμής του Στενού της Σαλαμίνας δηλαδή στην πλευρά του Περάματος και οι Έλληνες ήσαν κατά μήκος της ακτής της Σαλαμίνας. Η άλλη πιστεύει ότι οι Πέρσες βρίσκονταν έξω από το Στενό, στα ανατολικά όριά του και οι Έλληνες μέσα σ’ αυτό με μέτωπο – φυσικά – προς την ανατολική έξοδο του Στενού δηλαδή προς τον Πειραιά. Οι οπαδοί της πρώτης άποψης μάλιστα πιστεύουν ότι τα περσικά πλοία μπήκαν στο Στενό το βράδυ της παραμονής οπότε και πήραν της θέσεις μάχης.
ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΝΤΑΛΟΥΜΗ
Εδώ τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι σημαντικά και σαφώς δεν έχουν απαντηθεί. Γιατί μπορούν να ισχυρίζονται ότι τα πλοία των Περσών μπήκαν στο Στενό βοηθούμενα από το φως του φεγγαριού, δεν μας λένε όμως γιατί οι Έλληνες τα άφησαν να περάσουν από μπροστά τους – και οπωσδήποτε κοντά τους – χωρίς να αντιδράσουν! Έβλεπαν τον εχθρό να περνά σε μικρή απόσταση από τα έμβολα των τριήρεών τους και αυτοί κάθονταν και τον παρακολουθούσαν ως ουδέτεροι θεατές! Και να μην μας διαφεύγει ότι οι Πέρσες – εφόσον έκαναν αυτήν την κίνηση, νύχτα, σε εντελώς άγνωστα νερά και μάλιστα στενά – κινούνταν με πολύ μικρή ταχύτητα. Η περίπτωση να κοιμόντουσαν τα πληρώματα αποκλείεται! Αλλά ακόμα και αν αυτό συνέβαινε θα υπήρχαν σκοπούντα ελληνικά πλοία, τα οποία βεβαίως θα σήμαιναν συναγερμό.
Εκτός και αν ήσαν προδότες ή είχαν προβλήματα με την όρασή τους… Εξάλλου ποιος διοικητής ναυτικής δύναμης θα εξέθετε τα πλοία του σε τόσους κινδύνους; Νυχτερινή πλοήγηση σε άγνωστα – και στενά νερά, μπροστά στη μύτη του αντίπαλου; Μα δεν έλειπαν οι έμπειροι ναυτικοί από τον περσικό στόλο. Αμφιβάλλει κανένας για την ναυτοσύνη των Φοινίκων; Ούτε και ο Ξέρξης ήταν ηλίθιος να διατάξει κάτι τέτοιο. Άρα τα πλοία του περσικού στόλου δεν είναι δυνατόν να μπήκαν στο στενό της Σαλαμίνας το βράδυ της παραμονής της Ναυμαχίας.
Βεβαίως δημιουργείται το εύλογο ερώτημα «και πώς προέκυψε αυτή η άποψη;». Κατ’ αρχήν η περιγραφή του Ηρόδοτου δεν είναι καθόλου σαφής. Αυτό αφήνει «περιθώριο φαντασίας» στους κατοπινούς μελετητές της ιστορίας. Οι οποίοι μάλιστα έχουν ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό, που περνά απαρατήρητο: Δεν έχουν δει – «ζωντανά» θα λέγαμε – το Στενό της Σαλαμίνας. Μπορεί να έχουν μελετήσει χιλιάδες σελίδες και να έχουν δει πολλούς χάρτες, σίγουρα όμως δεν έχουν κάνει το ταξίδι Πειραιάς – Παλούκια ή Πέραμα – Παλούκια. Αντίθετα οι υποστηρικτές της αντίθετης άποψης – ότι δηλαδή ο περσικός στόλος δεν μπήκε το βράδυ της παραμονής της Ναυμαχίας – σαφέστατα και γνωρίζουν το Στενό κι έχουν επαγγελματική πείρα σε αυτό.
Και μπορεί ο Ηρόδοτος να είναι ασαφής, ο Αισχύλος όμως (Πέρσαι 388-391) αναφέρει: «πρώτον μεν ηχή κέλαδος Ελλήνων πάρα μολπηδόν ευφήμησεν, όρθιον δ’ άμα αντηλάλαξε νησιώτιδος πέτρας ηχώ˙ φόβος δε πάσι βαρβάροις παρήν γνώμης απασφαλείσιν˙ ου γαρ ως φυγή παιάν εφύμνουν σεμνόν Έλληνες τότε, αλλ’ ες μάχην ορμώντες ευψύχω θράσει = πρώτα ακούστηκε από το μέρος των Ελλήνων βοή σαν τραγούδι θριάμβου χαρούμενο, που τα βράχια του νησιού αντηχούσαν˙ κι ύστερα τρόμος σκορπίστηκε στους βαρβάρους όταν κατάλαβαν πως έπεσαν εξω˙ γιατί ο παιάνας ο ιερός που έψελναν οι Έλληνες δεν ήταν για φυγή μα για να ορμήσουν γενναία στη μάχη». Αυτό σημαίνει ότι από τον περσικό στόλο αντιλήφθηκαν ότι οι Έλληνες επετίθεντο ακούγοντας τον παιάνα. Γιατί αν είχαν οπτική επαφή θα έβλεπαν τι διάταξη είχε πάρει ο ελληνικός στόλος και θα καταλάβαιναν. Και ο λόγος που δεν έβλεπαν είναι πολύ απλός! Οι Πέρσες έχοντας αποκλείσει το Στενό από το Κερατσίνι έως την Ψυττάλεια και από εκεί έως τα Σελήνια περίπου, λόγω της Κυνοσούρας δεν έβλεπαν τι έκαναν οι Έλληνες.
Με βάση όλα τα παραπάνω αυτό που με σιγουριά μπορεί να ειπωθεί είναι ότι ως προς την αρχική διάταξη των αντιπάλων κατά την Ναυμαχία: Οι Έλληνες ήσαν μέσα στο Στενό από Σαλαμίνα έως Πέραμα και με μέτωπο προς τον Πειραιά, ενώ οι Πέρσες ήσαν έξω από Κερατσίνι σε Ψυττάλεια και Σελήνια δηλαδή στη «γραμμή αποκλεισμού» του Στενού, που είχαν καταλάβει το προηγούμενο βράδυ. Μάλιστα ένα άλλο στοιχείο υπέρ αυτής της άποψης είναι και η κατάληψη της Ψυττάλειας από τους Πέρσες, σε μια προσπάθεια «ενοποίησης της γραμμής αποκλεισμού».
Ο καιρός
Αρκετή συζήτηση έχει γίνει και για τον καιρό που επικρατούσε την ημέρα που έγινε η Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Ο Ηρόδοτος (Ουρανία Η΄ 96) αναφέρει: «Των δε ναυηγίων πολλά υπολαβών άνεμος ζέφυρος εξέφερε της Αττικής επί την ηιόνα την καλεομένην Κωλιάδα = Πολλά επίσης από τα ναυάγια τα παρέσυρε δυτικός άνεμος και τα ξέβρασε στην ακτή εκείνη της Αττικής που ονομάζεται Κωλιάδα». Μπορεί να γίνει σαφέστερος; Υπάρχει όμως και η έρευνα που έκανε το 1902 ο Περικλής Ρεδιάδης (1875-1938), αντιναύαρχος εα, ο οποίος μελέτησε τα ημερολόγια των πλοίων του Ναυτικού που ναυλοχούσαν στον Όρμο του Ναυστάθμου Σαλαμίνας.
Σε αυτά λοιπόν διαπίστωσε ότι οι άνεμοι που επικρατούν κάθε Σεπτέμβριο στην περιοχή είναι βόρειοι, που συνήθως μετά το μεσημέρι γυρίζουν σε δυτικούς. Άλλωστε αν επικρατούσε νότιος άνεμος, πώς θα έφτανε στους Πέρσες ο ήχος από τον παιάνα; Ποια η σημασία της διεύθυνσης του ανέμου αφού – έτσι κι αλλιώς – οι τριήρεις στις ναυμαχίες δεν έφεραν πανιά; Μα είναι πολύ απλό: Οι Έλληνες είχαν τον καιρό πρύμα ή δευτερόπρυμα, ενώ οι Πέρσες τον είχαν κατάπλωρα. Με άλλα λόγια τους πρώτους τους βοηθούσε, ενώ τους δεύτερους τους κοντράριζε. Όλα τα παραπάνω χρειάζεται να αναφερθούν προκειμένου να έχουμε μια όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαρη άποψη για τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Γιατί μπορεί να είναι ωραίο να αναφερόμαστε στις νίκες των προγόνων μας, σίγουρα όμως είναι πολύ καλύτερο στο να γνωρίζουμε πώς έγιναν αυτές.
Τα προηγηθέντα της Ναυμαχίας
Και να περάσουμε τώρα στην εξιστόρηση της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Δε υπάρχει λόγος να μπούμε σε λεπτομέρειες – όσο ενδιαφέρουσες και αν είναι αυτές – για το τι μεσολάβησε από την μάχη των Θερμοπυλών και τις ναυμαχίες στο Αρτεμίσιο, έως την άφιξη των Περσών στην Αττική. Να αρκεστούμε στο ότι οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν την πόλη τους. Έστειλαν στην Τροιζήνα τα γυναικόπαιδα και γενικά τους μη μάχιμους, ενώ όσοι μπορούσαν να πολεμήσουν – και φυσικά τα πλοία τους – πήγαν στην Σαλαμίνα. Εκεί μαζεύτηκαν και όλα τα πλοία των Ελλήνων. Γιατί στην Σαλαμίνα κι όχι κάπου αλλού; Μα γιατί εκεί υπήρχε ασφαλές αγκυροβόλιο.
Η φυγή των Αθηναίων βεβαίως μόνο εύκολη υπόθεση δεν ήταν. Ο Ηρόδοτος ((Πολύμνια Ζ΄ 139-145) περιγράφει πολύ παραστατικά τι έγινε τότε. Δεν είναι ανάγκη να τα επαναλάβουμε. Να πούμε μόνον ότι χρειάστηκαν δύο χρησμοί του Μαντείου των Δελφών και κάποια τεχνάσματα του Θεμιστοκλή για να πειστούν. Και μάλιστα όχι όλοι! Κάποιοι – κυρίως μεγάλης ηλικίας – πίστευαν ότι φτιάχνοντας ένα ξύλινο τείχος στην Ακρόπολη, θα ήσαν ασφαλείς. Φυσικά διαψεύστηκαν και το πλήρωσαν με τη ζωή τους.
Στη Σαλαμίνα λοιπόν βρίσκονταν ο στρατός και ο στόλος της Αθήνας και όλα τα πλοία των υπολοίπων Ελλήνων. Αυτών που πολεμούσαν τους Πέρσες… Ο υπόλοιπος στρατός των Ελλήνων ήτοι κυρίως οι Σπαρτιάτες, βρισκόταν στον Ισθμό της Κορίνθου, όπου είχαν αρχίσει να τον οχυρώνουν προκειμένου να αντισταθούν και να αποτρέψουν την περσική εισβολή. Με άλλα λόγια υπήρχε ένας «δυισμός». Γιατί έως τότε στρατός και στόλος πήγαιναν μαζί. Ήσαν – θα λέγαμε – αλληλένδετοι. Όλες οι ναυμαχίες γίνονταν σε παραθαλάσσια μέρη με τον στρατό να βρίσκεται σε κοντινή στεριά. Και δεν χρειάζεται να «πάμε» μακριά. Η περίπτωση των Θερμοπυλών και του Αρτεμισίου είναι χαρακτηριστική. Μάλιστα μια ήττα στην στεριά σήμαινε και την υποχώρηση του στόλου. Άσχετα τι είχε καταφέρει στην θαλάσσια σύγκρουση. Και πάλι η προηγούμενη περίπτωση είναι άκρως ενδεικτική. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα! Όχι μόνον για τους Έλληνες αλλά και για τους Πέρσες! Ας δούμε την κάθε περίπτωση χωριστά.
Αν κοιτάξουμε την σύνθεση του ελληνικού στόλου θα δούμε ότι λίγο περισσότερος από τον μισό προερχόταν από πόλεις που είχαν είτε κατακτηθεί είτε βρίσκονταν σχεδόν περικυκλωμένες από περσικές ή φιλοπερσικές δυνάμεις. Οι Αθηναίοι είχαν στρατό και πλοία συγκεντρωμένα στην Σαλαμίνα. Όλοι οι άλλοι – γενικά – είχαν τον στρατό στον Ισθμό και τον στόλο τους στη Σαλαμίνα. Πράγμα βεβαίως αντίθετο με την τότε κρατούσα στρατιωτική αντίληψη. Ευτυχώς «κουμάντο» στους Αθηναίους έκανε ο Θεμιστοκλής, με τους άλλους εννέα στρατηγούς να τον έχουν αποδεχθεί ως ηγέτη, αν και τυπικά ήσαν μεταξύ τους ισότιμοι.
Ο Θεμιστοκλής λοιπόν – όπως έχει αποδειχθεί – δεν ήταν μόνον στρατηγικό μυαλό. Ήταν και εξαιρετικός στην τακτική. Πίστευε λοιπόν ότι εξαναγκάζοντας τους Πέρσες να ναυμαχήσουν σε ένα στενό και γνωστό του χώρο – κι εντελώς άγνωστο στους αντιπάλους – εξάλειφε το αριθμητικό τους πλεονέκτημα. Έτσι λοιπόν «έμπαινε στην πλάστιγγα», υπέρ των Ελλήνων, και η γνώση του χώρου. Γιατί τουλάχιστον οι Αθηναίοι, οι Αιγινήτες και οι Μεγαρίτες, γνώριζαν την περιοχή.
Η άποψη αυτή – όσο σωστή και αν φαίνεται σήμερα, «κατόπιν εορτής» – ήταν αντίθετη όχι μόνον με τα τότε κρατούντα αλλά και τα τοπικά συμφέροντα των υπολοίπων και μάλιστα των Πελοποννησίων. Τους ήταν αδιανόητο να ναυμαχήσουν όχι απλώς μακριά από τον στρατό τους αλλά σχεδόν αποκομμένοι τόσο από αυτόν όσο και από την πόλη τους. Η αντιπαράθεση όχι μόνο «τράβαγε σε μάκρος» αλλά ήταν και ιδιαίτερα οξεία. Αρχηγός της παραμονής ήταν φυσικά ο Θεμιστοκλής, ενώ της αποχώρησης ο Αδείμαντος, ο επικεφαλής των Κορινθίων. Όπως είναι φυσικό η συζήτηση εξελίχθηκε με έναν άκρως …ελληνικό τρόπο. Δεν οξύνθηκε απλώς αλλά εκτραχύνθηκε πλήρως.
Ο Πλούταρχος μιλάει για την απόπειρα του Ευρυβιάδη του επικεφαλής των Σπαρτιατών αλλά ολόκληρου του στόλου να χτυπήσει τον Θεμιστοκλή με την ράβδο του για να πάρει την – παροιμιώδη πια – απάντηση «πάταξον μεν, άκουσον δε». Ο Αδείμαντος πάλι ζήτησε να ψηφίσουν οι εκπρόσωποι των πόλεων εκτός από τον Θεμιστοκλή διότι ήταν «άπατρις». Τότε ο Θεμιστοκλής – πάντα κατά τον Πλούταρχο – δήλωσε ότι σ’ αυτήν την περίπτωση οι Αθηναίοι θα φύγουν αμέσως και θα πάνε να εγκατασταθούν στην Μεγάλη Ελλάδα, στη νότιο Ιταλία. Σίγουρα αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να έκανε τους συνέδρους να αρχίσουν να αναθεωρούν τις απόψεις τους. Αν έφευγαν οι Αθηναίοι ο ελληνικός στόλος μειώνονταν στο μισό και τότε ήταν βέβαιο ότι θα εξοντώνονταν από τους Πέρσες. Το δεύτερο – και ίσως πιο αποφασιστικό – επιχείρημα εμφανίστηκε λίγο μετά και είχε την μορφή του Αριστείδη του επιλεγόμενου Δίκαιου.
Ο Αθηναίος πολιτικός είχε εξοριστεί από την Αθήνα, πριν κάποια χρόνια, και ζούσε στην Αίγινα. Οι αφηγήσεις μιλούν ότι βλέποντας τον περσικό στόλο να αποκλείει τα περάσματα της Σαλαμίνας, πήρε ένα πλοίο και περνώντας μέσα από τις περσικές γραμμές, πήγε στο συμβούλιο των επικεφαλής για να τους προειδοποιήσει. Η άποψη αυτή είναι εξαιρετικά απλοϊκή και παραβλέπει κάποια ουσιώδη πράγματα. Για παράδειγμα: Η απόσταση Αίγινα – Πειραιάς είναι περί τα 18 ναυτικά μίλια ήτοι 33 χιλιόμετρα. Πώς λοιπόν είδε ο Αριστείδης – και μάλιστα νύχτα – ότι τα περσικά πλοία περικύκλωναν την Σαλαμίνα;
Το λογικό είναι ότι αντιλαμβανόμενος την τραγική κατάσταση που βρίσκονταν οι συμπατριώτες του, θέλησε να συμμετέχει στον αγώνα τους, παραμερίζοντας τις όποιες πολιτικές διαφορές. Πήρε λοιπόν ένα πλεούμενο – σαφώς μικρό – και εκμεταλλευόμενος το σκοτάδι, πέρασε μέσα από τα περσικά πλοία, που είχαν αρχίσει να παίρνουν θέσεις στη γραμμή Σελήνια – Ψυττάλεια – Κερατσίνι. Η πληροφορία που έφερε ο Αριστείδης έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Τότε ήλθε και η επιβεβαίωση των λεγομένων του Αριστείδη. Την έφερε ο Παναίτιος από την Τήνο, που δραπέτευσε από την περσική παράταξη και πήγε να ενωθεί με τους άλλους Έλληνες. Τώρα πια ακόμη και να ήθελαν να αποχωρήσουν οι Έλληνες από την Σαλαμίνα, απλώς δεν μπορούσαν. Αποφάσισαν λοιπόν να μείνουν και να ναυμαχήσουν.
Και περνάμε στους Πέρσες. Ο Ξέρξης έχοντας κυριεύσει και καταστρέψει την Αθήνα έπρεπε να αποφασίσει τα επόμενά του βήματα. Που έπρεπε να γίνουν αμέσως. Είχε φτάσει το τρίτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου – κατά το δικό μας ημερολόγιο – και το πολύ σε ένα μήνα ολοκληρωνόταν η εκστρατευτική περίοδος. Άλλωστε βρισκόταν ήδη αρκετό καιρό μακριά από την πρωτεύουσά του και αυτό μόνον καλό δεν ήταν για την εξουσία του. Συγκάλεσε λοιπόν συμβούλιο όπου παραβρέθηκαν και μίλησαν διάφοροι αξιωματούχοι του. Φυσικά η ατμόσφαιρα εδώ δεν είχε καμία απολύτως σχέση με αυτήν του συμβουλίου των Ελλήνων. Βεβαίως και έλεγε ο καθένας την άποψή του, έχοντας όμως πάντα υπόψη ποιος είναι το «αφεντικό».
Και εδώ οι γνώμες ήσαν δύο: Να ναυμαχήσουν στην Σαλαμίνα και να τελειώνουν «μια κι έξω» με τον ελληνικό στόλο, οπότε η αντίσταση στον Ισθμό θα ήταν μια εύκολη υπόθεση ή να περιμένουν τι θα αποφάσιζαν οι Έλληνες. Όμως έτσι τους παραχωρούσαν την πρωτοβουλία, πράγμα που βεβαίως ο Ξέρξης δεν ήθελε – εκτός των άλλων – γιατί κάτι τέτοιο του «ροκάνιζε» τον χρόνο. Επίσης δεν ήθελε να παρακάμψει τα ελληνικά πλοία και να τραβήξει κατευθείαν για τον Ισθμό, γιατί έτσι άφηνε εχθρικές δυνάμεις στα νώτα του. Η συζήτηση κρατούσε πολλές ώρες και ο Μεγάλος Βασιλιάς δεν αποφάσιζε. Τότε έγινε το αναπάντεχο. Τον πληροφόρησαν ότι είχε μόλις φτάσει στο περσικό στρατόπεδο ένας απεσταλμένος του Θεμιστοκλή! Επρόκειτο για τον Σίκινο, παιδαγωγό των παιδιών του Θεμιστοκλή – ήταν δούλος – που γνώριζε την περσική γλώσσα.
Ο Σίκινος λοιπόν τους έδωσε την «πληροφορία» ότι οι Έλληνες ετοιμάζονται να αποχωρήσουν μέσα στη νύχτα και να κατευθυνθούν στον Ισθμό, που θα αποτελούσε την κύρια γραμμή αντίστασής τους. Τους είπε ακόμα ότι αυτό το έκανε ύστερα από εντολή του Θεμιστοκλή που ήθελε να συνεργαστεί με τον Ξέρξη! Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι δεν χρειάστηκε και πολύ για να πεισθεί ο Πέρσης βασιλιάς, που έδωσε αμέσως διαταγή να ξεκινήσει ο στόλος τον αποκλεισμό της Σαλαμίνας. Από τις διάφορες περιγραφές προκύπτει ότι θα ήταν κάπου περί τα μεσάνυχτα. Αμέσως άρχισε η άπαρση των περσικών πλοίων που είχαν αγκυροβολήσει στο Φάληρο, την Μουνιχία (Τουρκολίμανο), την Ζέα (Πασαλιμάνι) και το λιμάνι του Πειραιά.
Κατά την εκτέλεση αυτής της κίνησης θα πρέπει να τους προσπέρασε ο Αριστείδης. Πάντα σύμφωνα με τα όσα μας λένε οι αρχαίοι συγγραφείς, η «Αιγυπτιακή Μοίρα» δηλαδή τα 200 πλοία των Αιγυπτίων κινήθηκαν και αποκλείσανε τον – αποκαλούμενο και σήμερα – Πόρο Μεγάρων. Φυσικά και δεν αποπειράθηκαν να τον περάσουν γιατί αν ήταν μία φορά επικίνδυνο το να μπουν τα περσικά πλοία στο Στενό της Σαλαμίνας, ήταν δέκα φορές πιο επικίνδυνο από εκεί, ακόμα και την ημέρα. Όποιος έχει περάσει έστω και μία φορά το έχει αντιληφθεί. Αν και αρκεί να ρίξει μια ματιά στον χάρτη. Τώρα πια είχαν όλα στηθεί και δεν απέμενε παρά να αρχίσει το έργο.
Η Ναυμαχία
Ξημέρωσε λοιπόν η 22α Σεπτεμβρίου – η 20η ημέρα του Βοηδρομιώνα αν προτιμάτε – και οι Έλληνες άρχισαν να ετοιμάζονται για να ναυμαχήσουν. Πολλά έχουν γραφτεί για το πώς παρατάχθηκαν οι Έλληνες. Για άλλη μια φορά ο Ηρόδοτος είναι μάλλον ασαφής, δίνοντας έτσι αφορμή να διατυπωθούν διαφορετικές απόψεις. Τελικά η πλέον λογική φαίνεται να είναι αυτή που θέλει τους Αθηναίους να έχουν την αριστερή πλευρά της παράταξης, δηλαδή προς την πλευρά του Περάματος και οι Σπαρτιάτες την δεξιά ήτοι προς την Σαλαμίνα. Το μέτωπο βεβαίως της παράταξης ήταν προς τον Πειραιά. Ο Ηρόδοτος όμως «ξεχνά» να μας πει την θέση των Κορινθίων. Αυτό έχει δώσει αφορμή να διατυπωθεί η άποψη ότι οι Κορίνθιοι, μετά την διαφωνία τους επιχείρησαν να αποχωρήσουν και να κατευθυνθούν προς την πόλη τους, χρησιμοποιώντας τον Πόρο των Μεγάρων.
Τα διαπιστωμένα γεγονότα είναι δύο: Αφενός οι Κορίνθιοι δεν εμφανίζονται πουθενά κατά την διεξαγωγή της Ναυμαχίας. Αφετέρου σίγουρα δεν πέρασαν ποτέ τον Πόρο των Μεγάρων. Η άποψη ότι δεν μπόρεσαν να μπουν στον Κόλπο της Ελευσίνας και να συνεχίσουν προς τα Μέγαρα, λόγω του αντίθετου ανέμου, δεν ευσταθεί. Σαφώς και δεν θα χρησιμοποιούσαν τα πανιά προκειμένου να ταξιδέψουν σε «κλειστά νερά». Τα κουπιά ήσαν πολύ πιο αποτελεσματικά. Επομένως το πιθανότερο είναι οι Κορίνθιοι να φύλαγαν το πέρασμα προς τον Κόλπο της Ελευσίνας. Από τον Αράπη ή την Λέρο έως απέναντι το αποκαλούμενο «Στρατιωτικό Πέραμα».
Είναι προφανές ότι μετά τα γεγονότα της προηγούμενης βραδιάς, μπορεί τυπικά αρχηγός να ήταν πάντα ο Ευρυβιάδης, σίγουρα όμως ο «κατευθυντήριος νους» ήταν ο Θεμιστοκλής. Οι Έλληνες λοιπόν δεν φαίνεται ότι βιάζονταν και πολύ να ξεκινήσουν τη Ναυμαχία. Όχι βέβαια γιατί είχαν ξενυχτήσει. Πρέπει να θεωρούμε ως σίγουρο ότι τα πληρώματα είχαν – κάπως – ξεκουραστεί. Αντίθετα τα πληρώματα του περσικού στόλου σαφέστατα και ήσαν πολύ πιο κουρασμένα. Εκτός από το – μικρό – νυχτερινό τους ταξίδι από τα αγκυροβόλιά τους, στις θέσεις αποκλεισμού του Στενού, όλο τη νύχτα θα πρέπει να ήσαν σε εγρήγορση προκειμένου να διατηρούν την θέση τους στην παράταξη. Εξάλλου ο Θεμιστοκλής δεν βιαζόταν να ξεκινήσουν καθώς γνώριζε ότι όσο «προχωρούσε» η ημέρα τόσο δυνάμωνε ο ούριος για τους Έλληνες άνεμος. Ο στόλος των Περσών απλώς περίμενε…
Κάποια στιγμή έφτασε στα αφτιά τους ο παιάνας των Ελλήνων και στη συνέχεια θα είδαν τα ελληνικά πλοία. Τότε άρχισαν και οι Πέρσες να κινούνται προς το Στενόν. Εδώ να πούμε ότι απέναντι από τους Αθηναίους είχαν πάρει θέση οι Φοίνικες κι απέναντι από τους Σπαρτιάτες οι Ίωνες. Αμέσως όμως από τον περσικό στόλο διαπίστωσαν ότι μόλις τους είδαν οι Έλληνες άρχισαν να υποχωρούν. Με άλλα λόγια τα ελληνικά πλοία αντί να συνεχίσουν το δρόμο τους προκειμένου να τους συναντήσουν και να συγκρουστούν, «έκαναν ανάποδα»! Οι Πέρσες λοιπόν πίστεψαν ότι οι Έλληνες είχαν πανικοβληθεί και εγκατέλειπαν το πεδίο της μάχης. Αύξησαν – όσο μπορούσαν – ταχύτητα προκειμένου να τους προλάβουν και να τους βυθίσουν. Προσπαθώντας όμως να τρέξουν να προλάβουν τους Έλληνες, πάνω στον ενθουσιασμό τους και θέλοντας να δείξουν την πίστη τους στον Ξέρξη, «ξεχνούσαν» ότι έμπαιναν σε στενό χώρο, με αποτέλεσμα να συγκρούονται μεταξύ τους! Το σχέδιο του Θεμιστοκλή δούλευε στην εντέλεια.
Όταν οι Πέρσες είχαν μπει αρκετά μέσα στο Στενό, σταμάτησε η ελληνική υποχώρηση και άρχισε η επίθεση. Ο Ηρόδοτος και οι Αθηναίοι θέλουν το πρώτο πλοίο που επιτέθηκε στους Πέρσες να είναι αυτό του Αμεινία από την Παλλήνη. Αξίζει βεβαίως να αναφερθεί ότι ο Αμεινίας ήταν αδελφός του Κυναίγειρου – του γνωστού ήρωα της μάχης του Μαραθώνα – και του Αισχύλου, του τραγικού ποιητή. Όμως αυτήν την άποψη την αμφισβητούσαν οι Αιγινήτες, που θεωρούσαν ότι δικά τους πλοία ήσαν αυτά που ξεκίνησαν την σύγκρουση. Και αυτή η αντιπαράθεσή δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από – ένα ακόμα –σύμπτωμα ελληνικής συμπεριφοράς. Δεν έχει καμία απολύτως σημασία η προέλευση του πλοίου που ήλθε πρώτο σε επαφή με τους Πέρσες. Η ουσία είναι μία: Οι Έλληνες έδειξαν πρώτον πόσο καλοί ναυτικοί ήσαν και δεύτερον ότι ήξεραν γιατί πολεμούσαν.
Εδώ αξίζει να αναφερθούν ένα απόσπασμα από τον Ηρόδοτο κι ένα από τον Αισχύλο. Το πρώτο (Ουρανία Η΄ 84): «Λέγεται δε και τάδε, ως φάσμα σφι γυναικός εφάνη, φανείσαν δε διακελεύσασθαι ώστε και άπαν ακούσαι των Έλλήνων στρατόπεδον, ονειδίσασαν πρότερον τάδε˙ Ω δαιμόνιοι, μέχρι κόσου έτι πρύμνην ανακρούσεσθε; = Διηγούνται όμως και τα εξής, ότι δηλαδή εμφανίστηκε σ΄αυτούς φάντασμα γυναίκας, η οποία, όταν παρουσιάστηκε, λένε ότι τους παρακινούσε με τέτοιο τρόπο, ώστε να την ακούσει και όλο το ελληνικό στρατόπεδο. Και αυτό συνέβη, αφού πρώτα τους χλεύασε με τα ακόλουθα λόγια: Ως πότε τετραπέρατοι θα πισωφέρνετε ακόμη;». Φυσικά και δεν υπήρξε κανένα φάντασμα, γυναίκας ή άντρα. Αυτό που σίγουρα υπήρξε ήταν η υποδειγματική επικοινωνία και ο άψογος συντονισμός ανάμεσα στα πλοία. Αυτή η ομαδική κίνηση ανάποδα–πρόσω, δείχνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, πόσο εκπαιδευμένα ήσαν τα ελληνικά πληρώματα. Άρα πόσο καλοί ναυτικοί ήσαν.
Το δεύτερο (Πέρσαι 402-405): «Ω παίδες Ελλήνων, ίτε, ελευθερούτε πατρίδ’, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων˙ νυν υπέρ πάντων αγών = Εμπρός παιδιά των Ελλήνων, ελευθερώστε την πατρίδα, ελευθερώστε τα παιδιά, τις γυναίκες, τα ιερά των πατρογονικών θεών, τους τάφους των προγόνων˙ τώρα είναι ο αγώνας για όλα.». Πέρα από το άκρως επικό του ύφος – στο κάτω-κάτω της γραφής για παιάνα μιλάμε – έχουμε μια πλήρη και άκρως θεμελιωμένη, ψυχρή ανάλυση των λόγων για τους οποίους πολεμούσαν οι Έλληνες.
Αντίθετα αυτοί που πολεμούσαν με την πλευρά των Περσών δεν είχαν κανένα επιχείρημα! Ευελπιστούσαν ότι θα ικανοποιούσαν τον Μεγάλο Βασιλιά και αυτός θα τους έδινε μια κάποια ανταμοιβή. Δεν μάχονταν δηλαδή για κάτι – συλλογικά ή ατομικά – δικό τους. Αγγαρεία έκαναν.
Σε σύγχρονη διάλεκτο θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε το κίνητρό τους στο «άντε να τελειώνουμε μπας και βγάλουμε κάνα φράγκο και να γυρίσουμε σπιτάκι μας». Ως προς τη ναυτοσύνη τώρα, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι οι Φοίνικες ήσαν άριστοι ναυτικοί. Όπως ξέρουμε είχαν γυρίσει όλη την Μεσόγειο. Αντίστοιχα καλοί ναυτικοί ήσαν και οι Ίωνες που – δεν πρέπει να το ξεχνάμε ούτε στιγμή – ήσαν Έλληνες. Ήσαν όμως λαοί σκλαβωμένοι. Πολεμούσαν για τον αφέντη τους κι όχι για τους εαυτούς τους και τους δικούς τους.
Επιπλέον – λόγω της ελληνικής μας έπαρσης – παραβλέπουμε ότι οι τριήρεις του ελληνικού στόλου ήσαν πιο βαριές και πιο δυσκίνητες από αυτές του περσικού. Κάτι που πρώτος μας το έχει πει ο Ηρόδοτος (Ουρανία Η΄ 60): « ες το ήκιστα ημίν σύμφορόν εστι νέας έχουσι βαρυτέρας = πράγμα το οποίο ελάχιστα μας συμφέρει, καθώς έχουμε πλοία δισκίνητα». Και σ’ αυτό συμφωνούν και οι σύγχρονοι ερευνητές. Γιατί μπορεί ο Θουκυδίδης να θεωρεί ότι ο «εφευρέτης» της τριήρους ήταν ο Αμεινοκλής ο Κορίνθιος περί το 705 πΧ, όμως από διάφορα ευρήματα θεωρείται πολύ πιθανότερο οι πρώτοι που ναυπήγησαν τριήρεις να είναι οι Φοίνικες, που ήσαν εξαιρετικοί και ως ναυπηγοί.
Και αυτό βεβαίως μόνον υποτιμητικό δεν είναι για εμάς τους Έλληνες. Άλλωστε με τον χρόνο οι ελληνικές τριήρεις εξελίχθηκαν και βελτιώθηκαν. Άλλες οι τριήρεις των Περσικών πολέμων, άλλες οι τριήρεις του Πελοποννησιακού κι άλλες του Μ. Αλεξάνδρου. Να θυμίσουμε ότι το προαναφερόμενο απόσπασμα του Ηρόδοτου, είναι ένα από τα επιχειρήματα του Θεμιστοκλή μιλώντας προς τον Ευρυβιάδη, στην προσπάθειά του να τον πείσει ότι πρέπει να ναυμαχήσουν σε στενό χώρο.
Ένα άλλο θέμα που πρέπει να προσέξουμε είναι το πώς μάχονταν με τις τριήρεις. Το κύριο όπλο της ήταν το έμβολο. Έπεφταν με ορμή πάνω στο αντίπαλο πλοίο, το τρυπούσαν, έκαναν «ανάποδα» ώστε να αποκολληθούν και το άφηναν να βυθιστεί. Βεβαίως πάνω στην τριήρη υπήρχαν και οι – τότε – αποκαλούμενοι επιβάτες, που με τα σημερινά δεδομένα θα τους λέγαμε πεζοναύτες. Ήσαν έως 15 από τους οποίους οι 4-5 τοξότες και οι υπόλοιποι «οπλίτες». Χρησιμοποιούμε εισαγωγικά επειδή οι επιβάτες δεν έφεραν τον ίδιο ακριβώς εξοπλισμό με τους οπλίτες της ξηράς. Για παράδειγμα, δεν ήταν δυνατόν να φέρουν θώρακα και κνημίδες γιατί αυτό σήμαινε βέβαιο πνιγμό, σε περίπτωση που έπεφταν στη θάλασσα. Και αυτό το τελευταίο ήταν λίαν πιθανό να συμβεί αφού πάνω σε πλοίο πολεμούσαν.
Σίγουρα έφεραν σπαθί, κάποια ασπίδα ελαφράς κατασκευής και οπωσδήποτε θα είχαν στη διάθεσή τους ακόντια και πιθανώς δόρατα. Ήσαν δηλαδή «πιο κοντά» στους πελταστές παρά στους οπλίτες. Για τους τοξότες φυσικά δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Αυτοί ούτως ή άλλως μόνο τα τόξα και τα βέλη τους έφεραν. Ο προορισμός των επιβατών ήταν – κατά πρώτον – η απόκρουση της εισπήδησης από την αντίπαλη τριήρη μετά τον εμβολισμό και μέχρι να γίνει η αποκόλληση. Όποιες τέτοιες συμπλοκές έγιναν κατά την Ναυμαχία της Σαλαμίνας ήσαν σαφώς λίγες και οπωσδήποτε δεν έπαιξαν ρόλο στην εξέλιξή της. Ο Αισχύλος (Πέρσαι 278-279) είναι κατηγορηματικός επ’ αυτού: «ουδέν γαρ ήρκει τόξα, πας δ’ απώλλυτο στρατός δαμασθείς ναΐοισιν εμβολαίς = Γιατί δεν αρκούσαν τα τόξα, ολόκληρος ο στρατός χάθηκε δαμασμένος απ’ των πλοίων τα έμβολα». Εδώ πρέπει να θυμίσουμε ότι στις περσικές τριήρεις οι επιβάτες ήσαν περίπου διπλάσιοι από τις ελληνικές. Μία από τις αιτίες ήταν και το ότι έπρεπε να προστατεύουν το πλοίο τους και από τους …εσωτερικούς εχθρούς. Η περίπτωση της διαφυγής της τριήρους του Παναίτιου από την Τήνο – αν και μοναδική – είναι άκρως χαρακτηριστική.
Αλλά να ξαναγυρίσουμε στην διεξαγωγή της ναυμαχίας. Οι πρώτοι που άρχισαν να υποχωρούν, ήσαν οι Φοίνικες. Που σημαίνει ότι οι Αθηναίοι «έκαναν καλή δουλειά». Τους Φοίνικες ακολούθησαν οι Λύκιοι και οι Κίλικες κι έτσι γενικεύτηκε η υποχώρηση. Τότε ακριβώς έγινε αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε «χαμός». Γιατί ενώ όσοι βρίσκονταν στις πρώτες γραμμές της παράταξης, άρχισαν να κινούνται ανάποδα – η περίπτωση αναστροφής πρέπει να αποκλειστεί καθώς δεν υπήρχε χώρος για κάτι τέτοιο – έπεφταν πάνω στους ακολουθούντες, που σαφώς και δεν είχαν αντιληφθεί τι ακριβώς γινόταν μπροστά τους. Αντίστοιχες σκηνές βεβαίως διαδραματίζονταν και στην άλλη πλευρά του μετώπου, σ’ αυτήν μεταξύ Ψυττάλειας και Κυνοσούρας.
Σχετικά σύντομα οι Έλληνες είχαν εκδιώξει τα περσικά πλοία από το στενό, πέρα από την Ψυττάλεια. Αναφέρεται ότι βυθίστηκαν περί τις 200 περσικές τριήρεις, ενώ υπήρξε κι ένας – απροσδιόριστος – αριθμός που αιχμαλωτίστηκαν. Οι ίδιες πηγές – ο Διόδωρος συγκεκριμένα – θέλουν τις ελληνικές απώλειες περί τα 40 πλοία. Μετά από αυτές τις εξελίξεις είναι απολύτως φυσικό τα εναπομείναντα περσικά πλοία – ας μην το ξεχνάμε ήσαν υπερδιπλάσια των ελληνικών – εγκατέλειψαν τον χώρο και τράπηκαν σε φυγή αναζητώντας ασφάλεια κυρίως στα αγκυροβόλια του Φαλήρου. (Ουρανία Η΄ 93) «ήσαν δε και οι άλλοι των αι νέες περιεγεγόνεσαν εν των Φαλήρω = όσων τα πλοία είχαν διασωθεί συγκεντρώθηκαν κι εκείνοι στο Φάληρο». Ο δυτικός άνεμος που φυσούσε, έφερε και την επιβεβαίωση μιας παλιάς προφητείας-χρησμού που έλεγε: « Κωλιάδες δε γυναίκες ερετμοίσι φρύξουσι = οι γυναίκες της Κωλιάδας θα ψήνουν με κουπιά» (Ουρανία Η΄ 96). Η περιοχή που τότε αποκαλούσαν Κωλιάδα άκρα, είναι ταυτισμένη με το ακρωτήριο του Αγίου Κοσμά, στο Ελληνικό.
Όμως η σύγκρουση δεν είχε ολοκληρωθεί. Η τελευταία πράξη του δράματος παίχτηκε το ίδιο απόγευμα στην Ψυττάλεια. Εκεί έκανε απόβαση ο Αριστείδης με Αθηναίους οπλίτες και κατέσφαξε – κυριολεκτικά – όλους τους Πέρσες. Ο Ηρόδοτος (Ουρανία Η΄ 95) είναι ξεκάθαρος: «γένος εόντες Αθηναίοι, ες την Ψυττάλειαν νήσον απέβησαν άγων, οι τους Πέρσας τους εν τη νησίδι ταύτην κατεφόνευσαν πάντας = που ήσαν Αθηναίοι την καταγωγή, τους αποβίβασε στο νησί της Ψυττάλειας και αυτοί κατέσφαξαν όλους τους Πέρσες που βρίσκονταν σ’ αυτό το μικρό νησί».
Είναι μάλλον περιττό να ασχοληθούμε με τον Ξέρξη και σε ποια κατάσταση βρισκόταν. Είχε μόλις δει με τα ίδια του τα μάτια, την συντριβή – και την φυγή – του στόλου του. Και μπορεί ο στρατός του να παρέμενε αλώβητος, όμως ο στόλος του αποτελούσε – ίσως τον σημαντικότερο – συνδετικό κρίκο με την πατρίδα του. Δεν μπορούσε επομένως να παραμείνει άλλο στην Ελλάδα. Φοβόταν ότι όταν τα νέα έφταναν στις χώρες του βασιλείου του – και λίαν πιθανώς διογκωμένα από τους αντιπάλους του –τότε η θέση του θα γινόταν εξαιρετικά επισφαλής.
Τα όσα λέει ο Αισχύλος στους Πέρσες μπορεί να είναι δημιούργημα δραματουργίας, σίγουρα όμως «έχει πιάσει τον σφυγμό» των γεγονότων. Άρχισε λοιπόν αμέσως τις διεργασίες αποχώρησης του από την Ελλάδα. Όπως όλοι γνωρίζουμε, άφησε πίσω του τον Μαρδόνιο, που σε έντεκα μήνες θα υποστεί δεινή ήττα στις Πλαταιές. Αυτό σε συνδυασμό με την διπλή μάχη – πεζομαχία και ναυμαχία – που έγινε την ίδια ημέρα στην Μυκάλη (μια πολύ μεγάλη νίκη των Ελλήνων που δυστυχώς παραμένει άγνωστη ελλείψει πηγών), θα δώσει τέλος στην περίοδο που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «Περσικοί Πόλεμοι».
Τα κατοπινά
Στα χρόνια που ακολούθησαν έγιναν αρκετά πράγματα που αφενός δικαίωσαν τον Θεμιστοκλή κι αφετέρου έδειξαν την αγνωμοσύνη των Ελλήνων, σ’ όλο της το μεγαλείο. Γιατί μπορεί ο Θεμιστοκλής να υπήρξε ο άνθρωπος που οδήγησε τους Έλληνες να νικήσουν τους Πέρσες κι έτσι να διασωθεί ο ελληνικός πολιτισμός – που στη συνέχεια εξελίχθηκε σ’ αυτό που αποκαλούμε «δυτικός πολιτισμός» – όμως οι σύγχρονοί του Έλληνες, αλλά και για πολλά χρόνια αργότερα, σαφώς και δεν του το αναγνώρισαν. Όταν αποφάσισαν να βραβεύσουν αυτόν που τους οδήγησε στην νίκη, για τον Θεμιστοκλή επεφύλαξαν το δεύτερο βραβείο.
Ούτε όμως και στην ιδιαίτερή του πατρίδα, την Αθήνα, είχε πολύ καλύτερη τύχη. Μπορεί να παραπλάνησε τους Σπαρτιάτες κι έτσι οι Αθηναίοι έκτισαν τα Τείχη της Αθήνας, τα Μακρά Τείχη και τα Τείχη του Πειραιά, που έγινε το κεντρικό λιμάνι της Αθήνας. Μπορεί να οδήγησε τους συμπατριώτες του στην δημιουργία της Συμμαχίας της Δήλου, που δεν ήταν τίποτα λιγότερο από την ηγεμονία της Αθήνας, όμως το 471 πΧ – μόλις εννέα χρόνια μετά την Σαλαμίνα – τον εξοστράκισαν! Αφού περιπλανήθηκε – επειδή τον κυνηγούσαν κυρίως οι Σπαρτιάτες – βρήκε καταφύγιο στην Μαγνησία «την επί Μαιάνδρω».
Ο Αρταξέρξης – που είχε διαδεχτεί τον Ξέρξη το 465 πΧ – τον φιλοξένησε με ιδιαίτερες τιμές. Ο Θεμιστοκλής πέθανε 460 ή το 459. Κατά τον Πλούταρχο (31, 6) αυτοκτόνησε. Αντίθετα ο – πάντα ακριβέστατος – Θουκυδίδης (1, 138) αναφέρει ότι πέθανε ύστερα από ασθένεια. Όπως και να έχει πάντως στην Μαγνησία τον τίμησαν με λαμπρό ταφικό μνημείο και αδριάντα στην αγορά.
Η άποψη ότι δικοί του άνθρωποι έφεραν τα λείψανά του και τα έθαψαν κρυφά στον Πειραιά, σαφώς και δεν έχει καμία λογική βάση. Απλούστατα επειδή στην αρχαία Αθήνα απαγορευόταν αυστηρά ένας εξόριστος ακόμα και νεκρός να ταφεί στην πόλη. Αλλά και με τον υποτιθέμενο τάφο του Θεμιστοκλή υπάρχει ένα μπέρδεμα. Σύμφωνα με την προηγούμενη θεωρία ο «τάφος» του Θεμιστοκλή ήταν στην βορειοδυτική άκρη της εισόδου του λιμανιού του Πειραιά. Στην Δραπετσώνα, εκεί που ήσαν οι εγκαταστάσεις του εργοστασίου των Λιπασμάτων.
Σχεδόν όλοι όμως έχουν την εντύπωση ότι ο – υποτιθέμενος μην το ξεχνάμε – τάφος του Θεμιστοκλή βρίσκεται στην απέναντι άκρη, εκεί που βρίσκονται οι εγκαταστάσεις της Ναυτικής Διοίκησης Αιγαίου και της Υπηρεσίας Φάρων. Και εκεί μεν υπάρχουν κάποιοι τάφοι λαξεμένοι στον βράχο και μια – μάλλον αναθηματική – πέτρινη στήλη, που από πουθενά όμως δε μπορεί να θεωρηθούν ότι έχουν κάποια σχέση με τον Θεμιστοκλή. Η αναγνώριση αυτού του εξαιρετικού ηγέτη ήλθε πολύ – πολύ αργότερα.
Οι άλλοι Έλληνες ηγέτες τα ονόματα των οποίων εμπλέκονται στην εξιστόρηση της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας πχ ο Ευρυβιάδης και ο Αδείμαντος, απλώς …εξαφανίζονται. Και για μεν τον πρώτο ο Ηρόδοτος (Ουρανία Η΄ 124) γράφει: «Αριστήια μεν νυν έδοσαν <ανδρηίης μεν> Ευρυβιάδη ελαίης στέφανον, σοφίης δε και δεξιότητος Θεμιστοκλέϊ, και τούτω στέφανον ελαίης˙ εδωρήσαντο τε μιν όχω τω εν Σπάρτη καλλιστεύοντι = τα εύσημα όμως, όσον αφορά τη γενναιότητα, ένα στεφάνι δηλαδή ελιάς, τα απένειμαν (οι Λακεδαιμόνιοι) στον Ευρυβιάδη, ενώ το βραβείο της ορθοφροσύνης και της επιδεξιότητας το έδωσαν στον Θεμιστοκλή, που ήταν και γι’ αυτόν επίσης ένα στεφάνι ελιάς˙ αλλά του χάρισαν ακόμη και ένα άρμα, το ομορφότερο που υπήρχε στην Σπάρτη». Με τον δεύτερο – τον Αδείμαντο – δεν ασχολήθηκε ποτέ κανένας.
Ο Ξέρξης, κι εδώ να πούμε ότι αυτό είναι το «εξελληνισμένο» όνομά του, στην πατρίδα του τον έλεγαν Ξαγιαρσά, που σημαίνει ο κυρίαρχος ανθρώπων – βασιλιάς με άλλα λόγια – επέστρεψε αρχικά στις Σάρδεις της Μ. Ασίας και μετά την ήττα της Μυκάλης, στα Σούσα. Αντιμετώπισε μια εξέγερση στην Βαβυλώνα με επιτυχία αλλά – όπως φαίνεται από τα λιγοστά ιστορικά στοιχεία που είναι διαθέσιμα – είχε γίνει ελάχιστα κοινωνικός και, «βλέποντας» παντού συνωμοσίες, είχε επιδοθεί στην εξόντωση των μελών του ευρύτερου οικογενειακού του κύκλους του. Σαφέστατο δείγμα του πόσο τον είχε κλονίσει η αποτυχία του στην Σαλαμίνα και – γενικότερα – στην ελληνική εκστρατεία. Τελικά τον δολοφόνησαν το 465 πΧ κι ένα χρόνο αργότερα τον διαδέχθηκε ο γιος του Αρταξέρξης. Και μια διευκρίνιση. Ως ένα είδος αφιέρωσης στην αρχή, χρησιμοποιήθηκε ένα απόσπασμα από το ποίημα Don Juan του Lord Byron για να δοθεί ένα μικρό δείγμα του πόσο επηρέασε η Ναυμαχία της Σαλαμίνας τον Δυτικό Πολιτισμό κι όχι μόνον στον τομέα της Ιστορίας.