Η μοιραία κίνηση Ερντογάν που ξεχείλισε το ποτήρι
07/11/2020Είναι συνηθισμένο λάθος να βλέπουμε τα ελληνοτουρκικά σχεδόν αποκομμένα από το γεωπολιτικό πλαίσιο, στο οποίο εκ των πραγμάτων εγγράφονται. Το λάθος αυτό γίνεται κυρίως λόγω κεκτημένης ταχύτητας. Για δεκαετίες αυτό το πλαίσιο ήταν σταθερό με ασήμαντες διακυμάνσεις. Σήμερα, όμως, βρίσκεται σε φάση αλλαγής.
Η Δύση, η οποία είχε τον καθοριστικό λόγο στην περιοχή μας, τηρούσε παραδοσιακά μία ετεροβαρή ισορροπία έναντι Ελλάδας και Τουρκίας για δύο λόγους: Πρώτον, η Τουρκία είναι μεγαλύτερη χώρα και λόγω της γεωγραφικής θέσης της πιο σημαντική από την Ελλάδα για το δυτικό σύστημα ασφαλείας. Δεύτερον, λόγω αυτοκρατορικού παρελθόντος η Τουρκία ήταν πάντα περισσότερο αυτόνομη από τις ΗΠΑ και γι’ αυτό πιο απαιτητική και πιο σεβαστή ως σύμμαχος.
Αυτό που ενδιέφερε μεταπολεμικά τη Δύση ήταν η ελληνοτουρκική διένεξη να μην καταλήξει σε πολεμική σύγκρουση, η οποία εκ των πραγμάτων θα τίναζε στον αέρα τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Έτσι, για να εκτονώσει τις κατά καιρούς εντάσεις, η Ουάσιγκτον κατά κανόνα ασκούσε περισσότερες πιέσεις προς την Αθήνα, με σκοπό να προβεί σε μεγαλύτερες υποχωρήσεις.
Αυτή ήταν η κατάσταση για δεκαετίες και σε γενικές γραμμές στο ίδιο μήκος κύματος με τις ΗΠΑ κινούνταν και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, παρότι η Ελλάδα είναι εδώ και 40 χρόνια μέλος της ΕΕ. Το δόγμα της ετεροβαρούς (υπέρ της Τουρκίας) ισορροπίας είχε διαποτίσει βαθιά τόσο το ΝΑΤΟ όσο και τους αρμόδιους για την εξωτερική πολιτική και την άμυνα μηχανισμούς των επιμέρους δυτικών κρατών. Καριέρες και καριέρες είχαν χτιστεί πάνω στο δόγμα ότι η Τουρκία είναι αναντικατάστατη για τη Δύση.
Η ατζέντα Ερντογάν
Τα πράγματα άρχισαν σταδιακά να αλλάζουν όταν ο Ερντογάν κέρδισε τον εσωτερικό πόλεμο εναντίον του μετακεμαλικού βαθέως κράτους και άρχισε να ξεδιπλώνει την πολιτική ατζέντα του. Όταν, δηλαδή, δρομολόγησε τη νεοοθωμανική στρατηγική του με σκοπό να μετατρέψει την Τουρκία σε αυτόνομη από τη Δύση περιφερειακή δύναμη με ηγετικό ρόλο στον μουσουλμανικό κόσμο.
Η εκστρατεία του Ερντογάν κατά του δικτύου Γκιουλέν μετά το 2013 ήταν στην πραγματικότητα εκστρατεία κατά των αμερικανικών δικτύων επιρροής στην Τουρκία. Έτσι φθάσαμε στο αποτυχημένο πραξικόπημα, το οποίο ο Τούρκος πρόεδρος εμμέσως πλην σαφώς καταγγέλλει ως αμερικανοκίνητο. Παρά την συχνά εμπρηστική ρητορική του κατά των ΗΠΑ, ο Ερντογάν επί προεδρίας Τραμπ απολάμβανε μία κάποιου είδους ασυλία. Αυτό φάνηκε καθαρά με την αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400, η οποία υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν casus belli για τους Αμερικανούς.
Η αλήθεια είναι ότι ευρύτερα στην Ουάσιγκτον κυριαρχούσε η εκτίμηση πως δεν έπρεπε να λάβουν δραστικά μέτρα κατά του Ερντογάν για να μην τον εξωθήσουν ολοσχερώς στην αγκαλιά της Ρωσίας. Από την άλλη πλευρά, όμως, η αμερικανική πολιτική άρχισε να διαφοροποιείται σιγά-σιγά. Οι επικρίσεις για την Τουρκία πλήθαιναν και εντείνονταν, ενώ άρχισαν να εμφανίζονται και θέσεις υποστήριξης της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το αμερικανικό κενό, η “Γαλάζια Πατρίδα” και η Γαλλία
Η μερική απόσυρση των Αμερικανών από τη Μεσόγειο δημιούργησε ένα κενό, το οποίο επιχείρησε να καλύψει η Τουρκία με το δόγμα για τη “Γαλάζια Πατρίδα”. Όσο αυτό στρεφόταν κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδας οι αντιδράσεις από άλλα κράτη ήταν κυρίως ρητορικές. Όταν, όμως, η Τουρκία επενέβη δραστικά στη Λιβύη, το αντιτουρκικό κλίμα οξύνθηκε.
Οι Γάλλοι θεωρούν πως δικαιούνται να είναι αυτοί που θα καλύψουν το κενό, το οποίο αφήνουν οι Αμερικανοί στη Μεσόγειο και σίγουρα είναι κατηγορηματικά αντίθετοι με την κάλυψη του κενού από την Τουρκία. Γι’ αυτό και τα τελευταία χρόνια, παραλλήλως με το ενδιαφέρον της πετρελαϊκής Total για την περιοχή, έκαναν ανοίγματα και προς την Κυπριακή Δημοκρατία και προς την Ελλάδα. Ακόμα και η παραδοσιακά μάλλον φιλοτουρκική Ιταλία ανησύχησε.
Για το καθεστώς Σίσι, η τουρκική επέμβαση στη Λιβύη υπέρ της κυβέρνησης της Τρίπολης συνιστά υπαρξιακή απειλή, λόγω των Αδελφών Μουσουλμάνων. Το ίδιο και για τα Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία. Παραλλήλως, ενέτεινε και την ανησυχία του Ισραήλ. Με άλλα λόγια, εντάθηκε το κλίμα που προϋπήρχε στην περιοχή και είχε οδηγήσει στις τριμερείς συνεργασίες (Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ και Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος) με τις ευλογίες και των ΗΠΑ και της Γαλλίας.
Το κλίμα σχετικής απομόνωσης της Τουρκίας δεν εμπόδισε τον Ερντογάν να εμπλακεί στο μέτωπο της Λιβύης και αργότερα να ανοίξει το μέτωπο στον Καύκασο. Η αποφασιστικότητά του να μιλάει με το στρατιωτικό εργαλείο, όχι μόνο με λόγια, του έδινε όλο το προηγούμενο διάστημα τακτικό πλεονέκτημα. Με τις επεκτατικές αυθαιρεσίες τους, οι Τούρκοι έχουν προκαλέσει –περισσότερη ή λιγότερη– ανησυχία και δυσαρέσκεια στη Δύση και στις τοπικές δυνάμεις, αλλά ούτε οι θιγόμενοι (Έλληνες), ούτε οι ανησυχούντες τρίτοι ήταν διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουν στρατιωτικά μέσα για να σταματήσουν την Τουρκία.
Η υπερεπέκταση και ο βομβαρδισμός της Αλ Ουατίγια
Όσο οι υπόλοιποι παίκτες ήταν καθηλωμένοι σε διπλωματικό επίπεδο, επειδή φοβούνται (Ελλάδα), ή επειδή δεν θίγονται άμεσα συμφέροντά τους (Ισραήλ, Αίγυπτος, ΗΠΑ, Γαλλία), ο Ερντογάν κέρδιζε πόντους, δημιουργώντας τετελεσμένα. Οι τακτικές νίκες όχι μόνο του εξασφάλιζαν πλεονέκτημα, αλλά και του τροφοδοτούσαν την αλαζονεία. Ως εκ τούτου, έδειχνε ότι δεν ξέρει πότε και που να σταματήσει.
Ουσιαστικά έχει πέσει στην παγίδα της “υπερεπέκτασης”, η οποία, είναι συνταγή για στρατηγική ήττα. Γιατί; Επειδή ήταν δεδομένο πως κάποια στιγμή και οι άλλοι παίκτες θα υποχρεωθούν από τα πράγματα να αναχαιτίσουν τον “νταή”. Με άλλα λόγια, θα υποχρεωθούν να χρησιμοποιήσουν κι αυτοί τα μέσα που χρησιμοποιεί ο Ερντογάν με πολύ δυσάρεστα αποτελέσματα για την Τουρκία.
Αυτό και συνέβη στη Λιβύη. Εκεί, τα πράγματα άλλαξαν όταν “άγνωστα” αεροσκάφη βομβάρδισαν την τουρκική βάση Αλ Ουατίγια στο δυτικό τμήμα της χώρας. Μετά από τον καταστροφικό βομβαρδισμό, ο Ερντογάν υποχώρησε σιωπηρά, εγκαταλείποντας την ιδέα να επιτεθεί εναντίον της Σύρτης, όπως ετοιμαζόταν και είχε προαναγγείλει. Κι αυτό, επειδή για πρώτη φορά του απάντησαν με τον τρόπο που καταλαβαίνει.
Η Τουρκία δεν επιδιώκει μόνο να αρπάξει τον όποιο ενεργειακό πλούτο της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδας. Επιδιώκει ταυτοχρόνως να εδραιώσει και τη “Γαλάζια Πατρίδα”, να μετατρέψει δηλαδή την καρδιά της Ανατολικής Μεσογείου σε “τουρκική λίμνη”. Αυτό δεν συμφέρει τις άλλες μεσογειακές δυνάμεις και γι’ αυτό έχει διαμορφωθεί το κλίμα σχετικής απομόνωσης της Τουρκίας.
Ο κόμπος στο χτένι
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα εκαλείτο όλο το προηγούμενο διάστημα η Ελλάδα να αντιμετωπίσει την κλιμακούμενη τουρκική επιθετικότητα. Η αποτρεπτική στρατηγική της έχει υπονομευθεί από την ίδια την Αθήνα με αποτέλεσμα να έχει σε μεγάλο βαθμό ακυρωθεί. Εξ ου και η Τουρκία τολμάει τη διεξαγωγή ερευνών με το Oruc Reis έξω από τα χωρικά ύδατα του Καστελλορίζου. Εξ ου και πιθανότατα θα δούμε προσεχώς και τουρκική γεώτρηση στη δυνάμει ελληνική ΑΟΖ.
Είναι προφανές ότι ο Ερντογάν ανεβάζει συνεχώς τον πήχη της πρόκλησης, εκβιάζοντας την Αθήνα ή να καταπιεί το ολοένα και βαρύτερο τετελεσμένο (εκτιμά ότι αυτό είναι πιθανότερο), ή να αντιδράσει με στρατιωτικά μέσα. Σ’ αυτή την περίπτωση, που η Άγκυρα όχι αδικαιολόγητα θεωρεί μειονοτικό σενάριο, ο Τούρκος πρόεδρος φαίνεται αποφασισμένος να προκαλέσει ένα θερμό επεισόδιο στον χρόνο και τόπο που θα βολεύει την Τουρκία. Είναι, άλλωστε, πεπεισμένος πως η Ελλάδα δεν πρόκειται να μπει σ’ ένα γενικευμένο πόλεμο, ο οποίος θα ήταν καταστροφικός και για τις δύο χώρες.
Η Ελλάδα δεν έχει λόγο να παίξει το παιχνίδι του Ερντογάν. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν μπορεί για πολύ να ανέχεται τέτοιους είδους παραβιάσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων της, οι οποίες, μάλιστα, συνεχώς κλιμακώνονται. Γι’ αυτό και πριν ο κόμπος φθάσει στο χτένι, πρέπει να χρησιμοποιήσει τον χρόνο κατά τρόπο που να υψώσει τείχος αποτροπής στις τουρκικές επιθετικές κινήσεις. Για το κρίσιμο αυτό ζήτημα, όμως, για το πως μπορεί να γίνει, αναλυτικά στο επόμενο άρθρο.