Ο Τραμπ απέλυσε τον υπουργό Άμυνας – Ανοίγει ο δρόμος για να κατεβάσει τον στρατό
10/11/2020Στην απόλυση του υπουργού Άμυνας, Μαρκ Έσπερ, προχώρησε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, παρότι απερχόμενος, μετά τη νίκη του Τζο Μπάιντεν, την οποία, ωστόσο, ο Ρεπουμπλικάνος δεν έχει αναγνωρίσει ακόμα. Την απόλυση του υπουργού του γνωστοποίησε ο ίδιος ο Τραμπ, με ανάρτησή του στο Twitter, ανακοινώνοντας και τον νέο επικεφαλής του Πενταγώνου.
«Ο Μαρκ Έσπερ απολύθηκε. Τον ευχαριστώ για τις υπηρεσίες του» έγραψε ο Τραμπ. «Είμαι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσω ότι ο Κρίστοφερ Σ. Μίλερ, ο αξιοσέβαστος Διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Αντιτρομοκρατίας (ο διορισμός του εγκρίθηκε ομόφωνα από τη Γερουσία) θα είναι ο ασκών χρέη υπουργού Άμυνας, με άμεση ισχύ» πρόσθεσε ο απερχόμενος πρόεδρος.
Ο Έσπερ είχε αναλάβει υπουργός Άμυνας τον Ιούνιο του 2019 και δεν είναι ο πρώτος υπουργός Άμυνας που αλλάζει ο Τραμπ. Το περίεργο με την απόλυση είναι ότι γίνεται στον απόηχο της ήττας του Ρεπουμπλικάνου στις προεδρικές εκλογές της περασμένης Τρίτης, ο λόγος που έλαβε αυτήν την απόφαση, αλλά και το γεγονός ότι η απόφαση της Γερουσίας ήταν ομόφωνη.
Γιατί έδιωξε τον Έσπερ
Ο Τραμπ ήταν έτοιμος να κάνει έναν ευρύ ανασχηματισμό, αν κέρδιζε τις εκλογές, διώχνοντας από την κυβέρνησή του άτομα που αντιτάχθηκαν στις αποφάσεις του, δεν προχώρησαν έρευνες που είχε ζητήσει ή ζητούσαν από τον πρόεδρο την υιοθέτηση άλλων πολιτικών σε σημαντικά θέματα, όπως η αντιμετώπιση του κορωνοϊού. Από την άλλη και ο ίδιος ο Έσπερ φερόταν, τους τελευταίους μήνες έτοιμος να αποχωρήσει από το αξίωμά του. Ειδικά μετά την ανοιχτή διαφωνία του με τον Τραμπ, όταν ο Ρεπουμπλικάνος εξέταζε το ενδεχόμενο να αναπτύξει στρατό για την καταστολή των ταραχών που είχαν ξεσπάσει, τον περασμένο Μάιο, με αφορμή τον θάνατο του αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ, από αστυνομική βία, στη Μινεάπολη της Μινεσότα
Οι διαδηλώσεις είχαν κρατήσει μήνες, με τους διαδηλωτές να φτάνουν μέχρι και έξω από την πόρτα του Λευκού Οίκου. Μάλιστα αναζωπυρώθηκαν πρόσφατα, μετά τον θάνατο από πυρά της αστυνομίας του επίσης αφροαμερικανού Τζέικομπ Μπλέικ στην Κενόσα του Ουισκόνσιν και πιο πρόσφατα του 27χρονου Ουόλτερ Ουάλας, στην Φιλαδέλφεια. Ο Τραμπ δεν προσέφυγε τότε στην ανάπτυξη στρατιωτών, αλλά στην χρήση της Εθνοφυλακής, που αποτελείται κυρίως από εφέδρους, οι οποίοι τίθενται στην διάθεση των κυβερνητών Πολιτειών και των δημάρχων, όταν η κριθεί ότι η αστυνομία αδυνατεί να επιβάλλει την τάξη.
Το θέμα της αξιοποίησης του στρατού επανήλθε όμως, μόλις μία εβδομάδα πριν τις εκλογές, καθώς εκφράζονταν φόβοι, οι οποίοι συντηρούνταν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για την εκδήλωση ταραχών μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων. Ανήμερα των εκλογών, εξάλλου, ο υπουργός Εσωτερικής Ασφαλείας των ΗΠΑ είχε απευθύνει έκκληση προς τους ψηφοφόρους να περιμένουν υπομονετικά το αποτέλεσμα των εκλογών, καθώς ήταν ήδη γνωστό ότι η καταμέτρηση των ψήφων θα καθυστερούσε. Τελικά, ενώ όλοι περίμεναν επεισόδια από μια πρώιμη ανακήρυξη νίκης από τον Τραμπ, επεισόδια απειλήθηκαν, όταν τα ΜΜΕ βιάστηκαν να αποδώσουν στον Μπάιντεν την Αριζόνα.
Τα επεισόδια, ωστόσο, δεν σταμάτησαν ποτέ στο Πόρτλαντ του Όρεγκον, όπου επί μήνες γίνονται τεταμένες διαδηλώσεις, στις οποίες ακροαριστεροί ακτιβιστές και πολιτοφυλακές της ακροδεξιάς συγκρούονται με την ομοσπονδιακή αστυνομία. Η ανακήρυξη νίκης από τον Τραμπ την επομένη των εκλογών και η παρατεταμένη σύγχυση σχετικά με το αποτέλεσμα έβγαλε στους δρόμους κάποιους διαδηλωτές με τουφέκια, ωστόσο δεν επιβεβαιώθηκαν οι φόβοι για ένοπλες αντιπαραθέσεις.
Ο Νόμος περί Εξέγερσης
Ο Τραμπ πάντως, ακόμα και παραμονές των εκλογών ενώ δεν σχολίαζε αν θα δεχόταν μια ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας σε περίπτωση που αποφάσιζε πως τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών της 3ης Νοεμβρίου θα είναι αποτέλεσμα νοθείας, πρότεινε την κινητοποίηση του στρατού βάση του Νόμου περί Εξέγερσης (Insurrection Act), προκειμένου να καταστείλει την αναταραχή, αν κέρδιζε.
Πρόκειται για έναν νόμο, ο οποίος χρονολογείται πριν από 200 χρόνια και δίνει στον πρόεδρο «τρομερές εξουσίες». Γι’ αυτό, όπως τόνιζαν οι ειδικοί (απόστρατοι και νομικοί) πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο ως έσχατη λύση. Επίκληση του συγκεκριμένου νόμου έχει γίνει πολλές φορές στην αμερικανική ιστορία. Ωστόσο, από το 1960, μετά την έκρηξη του κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων ο Νόμος για την εξέγερση ενεργοποιείται σπάνια.
Μάλιστα, η τελευταία φορά που έγινε επίκληση του συγκεκριμένου Νόμου ήταν το 1992, από τον πατέρα Μπους για την καταστολή των φονικών ταραχών που είχαν ξεσπάσει μετά την αθώωση τεσσάρων αστυνομικών του Λος Άντζελες, οι οποίοι κατηγορούνταν για τον άγριο ξυλοδαρμό του αφροαμερικανού αυτοκινητιστή Ρόντνεϊ Κινγκ. Ο Τραμπ επικαλέστηκε αυτόν τον νόμο στη διάρκεια των πολύμηνων διαδηλώσεων, αλλά εγκατέλειψε την ιδέα μετά την απόρριψή της από τον υπουργό Άμυνας Μαρκ Έσπερ. Έτσι, αντί για στρατό είχε στείλει πράκτορες του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας (DHS) σε πόλεις, όπου σημειώνονταν επεισόδια, όπως η Ουάσιγκτον και το Πόρτλαντ.
Αργεί η μετάβαση;
Ερωτηματικό παραμένει, ωστόσο, γιατί η αποπομπή του Έσπερ έγινε τώρα. Σε μια στιγμή που ο Τραμπ παραμένει ούτως ή άλλως πρόεδρος για κάποιο διάστημα, ενώ έχει ανακηρύξει την νίκη του και δεν αποδέχεται ως νικητή των εκλογών τον Μπάιντεν, ο οποίος επίσης προχώρησε σε ανακήρυξη της νίκης του και δέχεται συγχαρητήρια από τους ηγέτες όλου του κόσμου. Πριν από λίγο όμως, την νίκη του Μπάιντεν αμφισβήτησε και ο επικεφαλής της Γερουσίας, ο Ρεπουμπλικάνος Μιτς ΜακΚονέλ.
«Ο πρόεδρος Τραμπ έχει απόλυτο δικαίωμα να διερευνήσει ισχυρισμούς για παρατυπίες και να σταθμίζει τις νομικές του επιλογές» δήλωσε ο ΜακΚονέλ, χωρίς να αναφερθεί στο ζήτημα της μετάβασης της εξουσίας. Παραλλήλως αγνόησε και την ενέργεια άλλων Ρεπουμπλικάνων γερουσιαστών, όπως ο Μιτ Ρόμνεϊ από την Γιούτα (ήταν υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος το 2012, αλλά έχασε από τον Ομπάμα), η Λίζα Μαρκόφσκι από την Αλάσκα, η μόνιμη επικριτής του Τραμπ Σούζαν Κόλινς και ο Μπεν Σάσε. Σημειώνεται ότι την Κυριακή και ο επικεφαλής της ρεπουμπλικανικής μειοψηφίας στη Βουλή των Αντιπροσώπων, Κέβιν ΜακΚάρθι, δήλωσε στο Fox News ότι «κάθε ένδικη προσφυγή πρέπει να εξεταστεί», προτού οι Αμερικανοί να μπορούν να αποφασίσουν «ποιος κέρδισε τις εκλογές».
Την ίδια ώρα η Κόλινς, η οποία τάσσεται υπέρ της μετάβασης της εξουσίας, υποστηρίζει και την εξασφάλιση του δικαιώματος του Τραμπ να αμφισβητήσει νομικά τα αποτελέσματα των εκλογών. Οι περισσότεροι Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές αποφεύγουν πάντως, μέχρι στιγμής, να σχολιάσουν δημόσια το αποτέλεσμα. Ειδικά μετά την ανακήρυξη του Μπάιντεν ως νικητή των εκλογών από όλους τους μεγάλους δημοσιογραφικούς οργανισμούς των ΗΠΑ.
Όλα τα παραπάνω συγκλίνουν όμως στην εκτίμηση ότι ο Τραμπ δεν θα ενεργοποιήσει τις διαδικασίες μεταβίβασης της εξουσίας και σε αυτήν την περίπτωση οι Ρεπουμπλικάνοι, όπως και συνολικά οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα βρεθούν μπροστά σε νέες πρωτόγνωρες καταστάσεις. Ο πρόεδρος δεν μπορεί βεβαιώς να αρνηθεί τη μεταβίβαση, έχει όμως την εξουσία να επιβραδύνει τη διαδικασία. Το ερώτημα που παραμένει βεβαίως είναι τι άλλο θα μπορούσε να ενεργοποιήσει ο απερχόμενος πρόεδρος, αν όντως δεν προχωρήσει σε αυτό που οι Δημοκρατικοί έχουν αποκαλέσει “ομαλή μετάβαση”.