Το Τείχος του Βερολίνου – Μεταξύ ντροπής, μνήμης και ιστορίας
15/11/2020Η Ανατολική Ευρώπη υπήρξε το ατυχές εργαστήριο και των τριών ιδεολογικών πειραμάτων του αιώνα, παρατηρεί στη Σκοτεινή Ήπειρο ο Mark Mazower. Το πρώτο, των φιλελεύθερων δημοκρατικών νικητών του 1918, κατέρρευσε με τη Μεγάλη Ύφεση του 1929. Το δεύτερο είναι ναζισμός που κράτησε μερικά χρόνια. Το τρίτο, το σταλινικό δημιούργημα των “Λαϊκών Δημοκρατιών”, προϊόν της μπολσεβικικής Επανάστασης, εκκινεί το 1945 και διαρκεί για σχεδόν μισό αιώνα. Η περίοδος αποδίδεται ιστορικά με τον όρο “Ψυχρός Πόλεμος”. Τέλος είναι όταν πέφτει το Τείχος του Βερολίνου, το Νοέμβριο του 1989.
Η πτώση του Τείχους αποτελεί την κοινωνικοπολιτική κοίτη ενός ορμητικού ρου που για δεκαετίες συσσώρευε και συμπαρέσυρε στις αιχμηρές δαιδαλώδεις όχθες των ανατολικοευρωπαϊκών δικτατοριών ματαιωμένες ελπίδες, οικτρές διαψεύσεις, στρεβλά ιδεολογήματα, καταπιεσμένες συνειδήσεις, φυλακισμένες φωνές και έναν δυσθεώρητο όγκο απραγματοποίητων ονείρων. Η πτώση δεν είναι παρά η κατάληξη μιας σειράς γεγονότων που είχαν προηγηθεί.
Μετά την Άνοιξη της Πράγας, κατά την οποία αναδύεται ως πρωταγωνιστής ένας “συλλογικός λαός-πολίτης” που θα διαδραματίσει τον πιο καθοριστικό ρόλο στις εξεγέρσεις του 1989, και κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και ύστερα, η κομματική νομενκλατούρα, αν και συνέχιζε να μιλάει εν ονόματι μιας μη υπάρχουσας ακόμη κοινωνίας, είχε αποστασιοποιηθεί σημαντικά από τις ανησυχίες, τις σκέψεις, τις επιθυμίες αυτής της νέας γενιάς που αισθάνονταν ολοένα και πιο ασφυκτική την καταπίεση, την ανελευθερία και τους κάθε είδους περιορισμούς.
Ο Ούγγρος διωκόμενος φιλόσοφος Ferenc Feher γράφει γι’ αυτή την περίοδο πως «στο βαθμό που η κοινωνία χειραφετούνταν βαθμιαία από την κηδεμονία ενός πανίσχυρου ολοκληρωτικού κράτους, η ιντελιγκέντσια εγκατέλειπε επιδεικτικά το βάθρο του συλλογικού προφήτη και του διαμορφωτή της κοινής γνώμης».
Η ανερμάτιστη οικονομική ύφεση
Την ίδια ώρα, οι κοινωνίες των χωρών του Υπαρκτού Σοσιαλισμού μαστίζονταν από τις συνέπειες μιας ανερμάτιστης οικονομικής ύφεσης και ο πολυθρύλητος νέος άνθρωπος έμοιαζε με μια απολιθωμένη υπερ-ιδεολογικοποιημένη καρικατουρίστικη φιγούρα που συνέρρεε καθημερινά στις ατελείωτες ουρές -σταθερά επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο Δεκάλογο του Κισλόφσκι- των κρατικών καταναλωτικών συγκροτημάτων για την αγορά αγαθών που ούτως η άλλως σπάνιζαν: «Το κομμουνιστικό κοινωνικό συμβόλαιο, που οι Δυτικοί σχολιαστές θεωρούσαν ότι αποτελούσε τη νομιμοποιητική βάση του καθεστώτος, αν είχε υπάρξει ποτέ, τώρα διαλυόταν».
Σύμφωνα με τον Γιουγκοσλάβο αντιφρονούντα Μίλοβαν Τζίλας, οι πραγματιστές μορφωμένοι τεχνοκράτες της γραφειοκρατίας ενδιαφέρονταν πρωτίστως «να χρησιμοποιούν την εξουσία προς όφελός τους και να εξασφαλίζουν την επιβίωση της γραφειοκρατίας» διαμορφώνοντας έτσι μια κατάσταση κατά την οποία η πραγματική ελευθερία ήταν αδιανόητη αλλά «και η επάνοδος στην καταστολή εξαιρετικά απίθανη».
Δεν θα πρέπει ωστόσο να μη συνεκτιμηθεί και η θέση του Noam Chomsky που σημειώνει ότι, κατά την περίοδο αυτή (αρχές του ’80), η πίεση των Σοβιετικών στα δορυφορικά κράτη είναι σαφώς υποδεέστερη έναντι των στρατηγικών καταπίεσης και καταστολής που σχεδίαζαν οι ΗΠΑ στα αντίστοιχα δορυφορικά τους κράτη, ιδίως στην Κεντρική και Λατινική Αμερική.
Ο “σοσιαλιστικός παράδεισος”
Η Ανατολική Ευρώπη, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και ολόκληρη τη δεκαετία του 1980, αντί για «σοσιαλιστικός παράδεισος» είχε μετατραπεί σε «μια ζώνη οικολογικής καταστροφής με νεκρωμένους ποταμούς και άγονα δάση, λερές πόλεις, ρημαγμένα μνημεία και φιλάσθενους ανθρώπους», μόλυνση που υπομνημάτιζε την αποτυχημένη απόπειρα του κομμουνισμού να υποτάξει τη φύση.
Όλες αυτές οι συνιστώσες, εν συναρτήσει με την οικονομική και κοινωνικοπολιτική κινητικότητα στη Δύση, οδηγούν στην εκδήλωση μιας σειράς γεγονότων που οδηγούν στην πτώση όλων ανεξαιρέτως των κομμουνιστικών καθεστώτων της ευρωπαϊκής ηπείρου. Μετά το 1975, θα εμφανιστεί η “γενιά των αντιφρονούντων” που αμφισβητούν τόσο τη σοβιετική κηδεμονία όσο και την ασφυκτική γραφειοκρατική ακαμψία του συστήματος.
Ο Γάλλος ιστορικός και συνδιευθυντής των Annales Marc Ferro υπερτονίζει τη σημασία της απήχησης των λογοτεχνικών μαρτυριών των αντιφρονούντων συγγραφέων του Ανατολικού Μπλοκ που μεταφράζονταν πλέον συστηματικά στη Δύση τη δεκαετία του 1970 και συνέβαλλαν στο διάλογο για τις μεταλλάξεις και τη φύση του ολοκληρωτικού φαινομένου: «Απέναντι στον Κραβτσένκο και τον Σολζενίτσιν, τον Ζινόβιεφ, τον Γκινσμπούρ, τον Πλιούτς και τον Μπουκόφσκι, τον Γκριγκορένκο, τον Χάβελ και άλλους διαφωνούντες, η λογοτεχνία των αντιφρονούντων που έφτανε στη δύση κάλυπτε όλους τους τομείς της ζωής, τροφοδοτώντας τη συζήτηση για τον ολοκληρωτισμό και τις φρικαλεότητες που διαιωνίζονταν».
Το Τείχος του Βερολίνου και η πτώση
Ο Tony Judt θεωρεί ότι η συμβατική αφήγηση της τελικής κατάρρευσης του κομμουνισμού ξεκινά με την εκλογή του ανατολικοευρωπαίου Κάρολ Βοϊτίλα, καρδιναλίου Κρακοβίας, στο αξίωμα του πάπα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με το όνομα Ιωάννης Παύλος Β’, το 1978. Όταν, ένα χρόνο αργότερα, επιστρέφει περιοδεύων στην Πολωνία, με το κήρυγμά του ενθαρρύνει δημόσια τον πολωνικό λαό να αντισταθεί στον ανατολικό αθεϊσμό.
Πάνω σε αυτή τη βάση μπορεί να ερμηνευτεί η υπέρμετρη τόλμη των γενικευμένων εξεγέρσεων των εργατικών συνδικάτων στη βιομηχανική ζώνη του Γκντανσκ το 1980 που είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψη του άγνωστου, μέχρι τότε, Λεχ Βαλέσα και το θρίαμβο του κινήματος της Αλληλεγγύης. Το μήνυμα του Γκντανσκ, υπό την οπτική των Milza-Berstein, επιβεβαίωνε στη σοβιετική εξουσία πως, σε αντίθεση με τις εξεγέρσεις του 1956 και 1968, η απειλή δεν προέρχονταν πλέον από τη ρεβιζιονιστική διανόηση αλλά από την ίδια την εργατική τάξη, την οποία υποτίθεται ότι ενσάρκωνε το Κόμμα στηρίζοντας τη νομιμότητα της εξουσίας του.
Δεύτερο σημείο ιστορικής αναφοράς σε αυτή την αφήγηση των γεγονότων που προοιωνίζονται τις εξελίξεις του 1989 είναι η εκλογή του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στην ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης και η νέα πολιτική πορεία που χαράζει, μετά το 1985, γνωστή ως «περεστρόικα» -πολιτική που προώθησε στο μεγαλύτερο βαθμό την κατάρρευση του σοβιετικού ελέγχου που υπήρξε γρήγορη, απρόσμενη, ειρηνική και σάρωσε όλη την ευρύτερη περιοχή.
Το 1989, γενικευμένες διαδηλώσεις σε όλες τις κομμουνιστικές χώρες οδήγησαν σε μια απρόσμενα ειρηνική ανατροπή, με εξαίρεση τη Ρουμανία, των υπερ-συντηρητικών καθεστώτων τους. Αναμφισβήτητα, η πιο συμβολική –βαθύτατα ουσιαστική ταυτόχρονα– στιγμή στην κατάρρευση του ανατολικοευρωπαϊκού κομμουνισμού υπήρξε η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, στις 9 Νοεμβρίου του 1989, που σήμανε την επανένωση των δύο Γερμανιών και συνακόλουθα την επανένωση των δύο τμημάτων της Γηραιάς Ηπείρου που για χρόνια είχε αρθεί μεταξύ τους ένα χάσμα ασύλληπτα μεγαλύτερο από τη γεωγραφική τους απόσταση.
Πείραμα ολοκληρωτισμού
Η κατάρρευση του κομμουνισμού υπήρξε, ιστορικά, ένα ανατολικοευρωπαϊκό φαινόμενο. Πιο ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της γεωπολιτικής παραμέτρου αποτελεί η περίπτωση της Κομμουνιστικής Αλβανίας. Παρότι αυταρχικότερο, ακραιφνώς σταλινικό και ολοκληρωτικά ανελεύθερο, σε σχέση με το κομμουνιστικό καθεστώς του Ντενγκ Ξιάο-Πινγκ στην Κίνα, το καθεστώς του Ραμίζ Αλία δεν μπόρεσε να αποτρέψει την ειρηνική φοιτητική διαδήλωση στα Τίρανα. Αυτή επιτάχυνε την κατάρρευση του κομμουνισμού στη χώρα, προδήλως επειδή η Αλβανία συμπαρασύρθηκε από τις προηγηθείσες καθεστωτικές ανατροπές στα γειτονικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Αντίθετα, το κινέζικο καθεστώς κατάπνιξε βίαια τη φοιτητική εξεγερμένη λαοθάλασσα στην Πλατεία Τιαν-Ανμέν το 1989.
Συμπερασματικά, παρά τις όποιες εφαρμοσμένες εκδοχές του (σοβιετική, τσεχοσλοβακική, πολωνική, ουγγρική, αλβανική, ρουμανική, γιουγκοσλαβική, βουλγαρική), ο ανατολικοευρωπαϊκός κομμουνισμός, εκτός από “μεγάλος υπονομευτής” του καπιταλισμού, υπήρξε η ιδεολογική αφορμή ενός άκαμπτου κοινωνικοοικονομικού μετασχηματισμού ο οποίος αποτιμάται, πλέον, ως ένα πείραμα ολοκληρωτισμού που προκάλεσε την ανάδυση μιας τραυματικής μνήμης στις κοινωνίες των πολιτών της Ανατολικής Ευρώπης κατά τον 20ο αιώνα.