Ποιοι παράγοντες πριονίζουν τον θρόνο του νεοσουλτάνου
14/11/2020Αντιμέτωπος με σημαντικά προβλήματα βρίσκεται ο Ταγίπ Ερντογάν που αρχίζουν να υπονομεύουν την εξουσία του. Αν δεν τα αντιμετωπίσει ενδέχεται να αναδείξουν με έντονο τρόπο την αμφισβήτησή του από κορυφαίους κυβερνητικούς αξιωματούχους του ισλαμιστικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), ανοίγοντας εκ νέου τα σενάρια διαδοχής του.
Η φθίνουσα πορεία της τουρκικής οικονομίας, η διαχείριση του κορονοϊού, η ανεργία και η εκλογή του Τζο Μπάιντεν, κάνουν τον Ερντογάν να νιώθει άβολα σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια της διακυβέρνησής του. Ο Ερντογάν από τον Ιούνιο του 2018 που ανέλαβε εκτεταμένες εξουσίες επηρέασε και την πορεία της οικονομίας. Το ζήτημα που προκάλεσε αντιπαραθέσεις αφορά την επιμονή του να διατηρήσει χαμηλά τα επιτόκια ως μέσο για την καταπολέμηση του πληθωρισμού.
Οι ξένοι επενδυτές –σύμφωνα με δημοσιεύματα των διεθνών Μίντια– έδειξαν επιφυλακτικοί στη διαχείριση των προβλημάτων της τουρκικής οικονομίας από την κυβέρνηση Ερντογάν, με αποτέλεσμα να έχουν εδώ και αρκετό καιρό αποσύρει τις επενδύσεις τους. Ταυτόχρονα, η πτώση της τουρκικής λίρας δυναμιτίζει ακόμα περισσότερο το κλίμα, υπονομεύοντας την πολιτική ηγεμονία του Τούρκου προέδρου.
Η αντικατάσταση του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας και η αποπομπή του γαμβρού του Ερντογάν από τη θέση του υπουργού Οικονομίας, εντάσσεται στο πλαίσιο των κινήσεών του, για περιορίσει τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης, να αποφύγει την επίρριψη ευθυνών και να αντιστρέψει το ήδη επιβαρυμένο κλίμα. Ο Ερντογάν σε ομιλία προς τους βουλευτές του AKP αναφέρθηκε σε μια νέα οικονομική πολιτική «που θα βασίζεται σε τρεις πυλώνες: σταθερότητα των τιμών, χρηματοοικονομική και μακροοικονομική σταθερότητα».
Ο Ερντογάν επέμεινε στη μείωση των επιτοκίων με στόχο την αναζωογόνηση της εσωτερικής αγοράς και την τόνωση της ανάπτυξης. Άλλαξε το διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, για να του υπαγορεύει νομισματικές και συναλλαγματικές πολιτικές. Πράγματι, ακολούθησε μια σειρά μειώσεων επιτοκίων και η Κεντρική Τράπεζα χρησιμοποίησε τα αποθεματικά της για να διοχετεύσει σκληρό νόμισμα στην αγορά μέσω των δημόσιων τραπεζών, σε μια προσπάθεια να ενισχύσει την τουρκική λίρα.
Ένα ακόμα σημαντικό πρόβλημα για τον Ερντογάν αποτελεί η μάστιγα της ανεργίας. Το Ερευνητικό Κέντρο της Συνομοσπονδίας Προοδευτικών Συνδικάτων της Τουρκίας (DİSK) αναφέρει σε έκθεσή του για την ανεργία: Η καταστροφή της αγοράς εργασίας από το COVID-19 και η οικονομική κρίση συνεχίστηκαν και τον Αύγουστο του 2020. Οι άνεργοι υπολογίστηκαν σε 10,5 εκατομμύρια. To ποσοστό ανεργίας και απώλειας θέσεων εργασίας ανήλθε σε 29%. Η πανδημία του κορονοϊού προκάλεσε τουλάχιστον 2 εκατ. απώλειες θέσεων εργασίας. Το ποσοστό απασχόλησης μειώθηκε στο 43,9%. Το εργατικό δυναμικό των γυναικών μειώθηκε κατά 7% και η απασχόληση των γυναικών κατά 5,1%.
Ερντογάν και κορονοϊός
Η ανεργία και η φθίνουσα πορεία της τουρκικής οικονομίας υπονομεύει τα θεμέλια της εξουσίας του Ερντογάν. Η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt επισημαίνει ότι «όσο συνεχίζεται η κατάρρευση της λίρας τόσο εντείνονται οι αμφιβολίες για την παντοδυναμία του προέδρου Ερντογάν, αλλά και η ανησυχία για ενδεχόμενη ανατροπή του. Και για αυτό ο Τραμπ του Βοσπόρου πρέπει τώρα να δώσει τη μεγαλύτερη μάχη: ενάντια στον εαυτό του και ενάντια στη οικογένειά του».
H πανδημία του κορονοϊού έχει και αυτή άμεσες αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στην κοινωνία. Η Τουρκία έχει μέχρι στιγμής, σύμφωνα με τα κρατικά στοιχεία που δίνονται στη δημοσιότητα, επιβεβαιωμένα 408,000 κρούσματα κορονοϊού και 11,300 θανάτους, που όμως αμφισβητούνται καθώς ενδέχεται να είναι πολύ περισσότερα. Η διαχείριση του κορονοϊού από τον Ερντογάν δεν έχει φέρει μέχρι στιγμής τα προσδοκώμενα, αποτελέσματα.
Προτίμησε να προτάξει το εγώ του και να μην συνεργαστεί για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του με δημάρχους των μητροπόλεων που ανήκουν στην αντιπολίτευση, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η Άγκυρα. Η επέλαση του κορονοϊού, έχει μετατρέψει την Τουρκία σε “υγειονομική βόμβα” που επηρεάζει αρνητικά την ήδη συρρικνωμένη οικονομία της.
Ο Ερντογάν έχει δεχτεί έντονη κριτική για τη διαχείριση της επιδημίας του κορονοϊού από την αντιπολίτευση. Θεωρεί αντίδοτο στον κορονοϊό τη δική του εθνική εκστρατεία αλληλεγγύης για την παροχή οικονομικής υποστήριξης στους πολίτες που λαμβάνουν το χαμηλότερο εισόδημα της χώρας, που επλήγησαν περισσότερο από τις επιπτώσεις από τον κορονοϊό.
Ερντογάν και Μπάιντεν
Η επιθετική εξωτερική πολιτική του Ερντογάν με τις προκλήσεις στην ανατολική Μεσόγειο και τις εμπλοκές σε Συρία, Λιβύη, Ναγκόρνο- Καραμπάχ, που λειτουργεί και σε επικοινωνιακό επίπεδο για να συσπειρώσει το εθνικιστικό-ισλαμιστικό ακροατήριό του, εφαρμόστηκε και με την ανοχή του Τραμπ. Ο Ερντογάν παρά τη στενή σχέση που είχε με τον απερχόμενο Αμερικανό πρόεδρο, έσπευσε να συγχαρεί τον Μπάιντεν με μήνυμα, που έλεγε ότι η Άγκυρα είναι αποφασισμένη να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ, μέσα στο επόμενο διάστημα, τονίζοντας ότι «η ισχυρή συνεργασία και συμμαχία» μεταξύ των δύο χωρών θα συνεχίσει να συμβάλλει στην παγκόσμια ειρήνη.
Ο Ερντογάν έχασε τον πιο πολύτιμο σύμμαχό του στην Ουάσιγκτον, γεγονός που θα αφήσει την Τουρκία ευάλωτη στις διαθέσεις του οργισμένου προς αυτήν αμερικανικού Κογκρέσου και ορισμένων αμερικανικών υπηρεσιών οι οποίες είναι δύσπιστοι προς την Άγκυρα και επιθυμούν την επιβολή κυρώσεων για την αγορά και τη δοκιμή των ρωσικών S-400. O Μπάιντεν, ο οποίος χαρακτήρισε τον Ερντογάν “αυταρχικό”, είναι πιθανό να υιοθετήσει μια σκληρότερη στάση από αυτή του Τραμπ προς την Τουρκία, εξαιτίας της εκτεταμένης παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της εξαφάνισης των δημοκρατικών θεσμών.
Η επιβολή κυρώσεων μπορεί να είναι ένα μέτρο συμμόρφωσης του Ερντογάν, καθώς η τουρκική λίρα είναι ευάλωτη σε αυτές. Όμως, ο Ερντογάν έχει αποδείξει ότι ξέρει να επιβιώνει από δύσκολες καταστάσεις. Το ερώτημα που εγείρεται είναι αν θα έχει τη δυνατότητα να το κάνει. Η αυταρχική διακυβέρνηση, το σημαντικό πρόβλημα της τουρκικής οικονομίας σε συνδυασμό με την πανδημία του κορονοϊού, οι λανθασμένες επιλογές και η προώθηση των νεό-οθωμανικών του στρατηγικών χωρίς όριο, ενδέχεται να θέσει σε λειτουργία εσωτερικούς μηχανισμούς υπονόμευσης της εξουσίας του με στόχο την απομάκρυνση του από την εξουσία.