Από τη Σκύλα στη Χάρυβδη
16/11/2017Σάββας Ρομπόλης κ Βασίλης Μπέτσης –
Οι δυσμενείς οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις κατά την τρέχουσα δεκαετία (2010-20), ιδιαίτερα, στην Ελλάδα και τις άλλες μεσογειακές χώρες, όπως συμβαίνει συνήθως, συνοδεύονται, μεταξύ των άλλων, και από ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Σύμφωνα με αυτές, λοιπόν, η κρίση χρέους αποτέλεσε την προδιαγεγραμμένη έκβαση της δανειακής εξάρτησης που γνώρισαν η Ελλάδα και οι άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, κατά κύριο λόγο, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.
Με άλλα λόγια, υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα και οι άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου μετέτρεψαν τις οικονομίες τους, διαμέσου του δανεισμού, σε οικονομίες της κατανάλωσης και της ζήτησης. Στη χώρα μας, για παράδειγμα, το 74% του ΑΕΠ το 2008 προερχόταν από τη ζήτηση και την καταναλωτική δαπάνη.
Όμως, κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι ανεπτυγμένες χώρες οργάνωσαν τους όρους και τις προϋποθέσεις της άνισης ανάπτυξης στο εσωτερικό της ΕΕ. Μετέφεραν σημαντικούς πόρους από τη νότια στη βόρεια Ευρώπη, είτε διαμέσου της εξόφλησης των δανείων είτε διαμέσου της κατανάλωσης προϊόντων και υπηρεσιών που ο Νότος εισάγει από τον Βορρά.
Η απαξίωση της μεσογειακής παραγωγής
Βασικό μοχλό και συγκροτημένο μηχανισμό εγκαθίδρυσης και ενδυνάμωσης του μοντέλου της άνισης ανάπτυξης αποτέλεσε ο ευρωπαϊκός καταμερισμός εργασίας. Αυτός τοποθέτησε την Ελλάδα και τις άλλες μεσογειακές χώρες στον δρόμο της σταδιακής τεχνολογικής, καινοτομικής, οργανωτικής και ποιοτικής απαξίωσης της παραγωγής. Το επέτυχε προωθώντας την ανάπτυξη του τουρισμού, των κατασκευών- οικοδομών και των υπηρεσιών. Χαρακτηριστικό αυτής της παραγωγικής απαξίωσης αποτελεί το γεγονός ότι στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας η ελληνική οικονομία παρήγε μόνο το 27% των προϊόντων που κατανάλωνε.
Η ευρωπαϊκή αυτή στρατηγική της άνισης ανάπτυξης οδήγησε την ελληνική οικονομία στην:
- Απασχόληση κυρίως ανειδίκευτης και όχι εξειδικευμένης εργασίας.
- Παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών χαμηλής ποιότητας, χαμηλής προστιθέμενης αξίας και χαμηλής διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας στις διεθνείς αγορές
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία «δίδυμων ελλειμμάτων», στα δημόσια οικονομικά (δημόσιο έλλειμμα και χρέος) και στις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας (έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου).
Από οικονομίες της ζήτησης, οικονομίες της προσφοράς
Με αφετηρία αυτά τα δεδομένα, ιδιαίτερα όπως αποτυπώθηκαν στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας στην Ελλάδα, με την όξυνση της κρίσης χρέους, οι διεθνείς οργανισμοί, το διευθυντήριο της ΕΕ και του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, υποστήριξαν ότι το μοντέλο της ̶ δικής τους έμπνευσης και αναπαραγωγής ̶ άνισης δανειακής «ανάπτυξης» χρεοκόπησε. Χρεοκόπησε, με την έννοια της αδυναμίας να συνεχισθεί η μεταφορά προστιθέμενης αξίας και πόρων από το Νότο στον Βορρά.
Ως εκ τούτου, υποστήριξαν για τους δικούς τους ̶ οικονομικών και τραπεζικών συμφερόντων ̶ λόγους τη μεταμόρφωση του μίγματος οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής στην Ελλάδα και στις άλλες μεσογειακές χώρες, με τη μετατροπή τους από οικονομίες της ζήτησης σε οικονομίες της προσφοράς. Βασικός μοχλός αυτής της αναπτυξιακής και οικονομικής μετάβασης στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία, στην Κύπρο και άλλες χώρες, αποτέλεσαν τα Μνημόνια «διάσωσης» των οικονομιών κρίσης χρέους. Αυτά επιβλήθηκαν από τους τρεις διεθνείς οργανισμούς (ΕΕ, ΕΚΤ και ΔΝΤ) και υλοποιήθηκαν από τις εθνικές κυβερνήσεις με το πρόγραμμα της «εσωτερικής υποτίμησης», της λιτότητας, της ύφεσης, της ανεργίας και της ελεγχόμενης χρεοκοπίας.
Μετά από οκτώ χρόνια εφαρμογής του προγράμματος «εσωτερικής υποτίμησης» στην Ελλάδα η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε δραματικά (-22% στο διάστημα 2010-16). Το ίδιο και η δημόσια κατανάλωση (-30% στο διάστημα 2010-16). Διαπιστώνεται, όμως, ότι αμφότερες διατήρησαν σχεδόν το ίδιο ποσοστό στο σχηματισμό του ΑΕΠ(ΕΛΣΤΑΤ, 2017).
Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά τη μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης η συμβολή της στον σχηματισμό του ΑΕΠ είναι στο υψηλότερο επίπεδο (69% το 2015) μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ (ο μέσος όρος ΕΕ είναι 55%). Προκάλεσε, όμως, τη σοβαρή επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου της πλειοψηφίας των πολιτών στην Ελλάδα. Η φτωχοποίηση του πληθυσμού διευρύνθηκε (35,7% ή 3.828.000 άτομα).
Η στρατηγική της άνισης ανάπτυξης
Έτσι, οι εξ αντικειμένου κίνδυνοι κατάρρευσης της κοινωνικής συνοχής στην Ελλάδα συνηγορούν στην αποτροπή περαιτέρω μείωσης του επιπέδου της ιδιωτικής κατανάλωσης και της ζήτησης. Μείωση που συνδυάσθηκε με τον προσανατολισμό των αντίστοιχων πόρων είτε στην εξυπηρέτηση του χρέους είτε στην σταδιακή εγκαθίδρυση του μοντέλου της οικονομίας της προσφοράς.
Η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας στο μοντέλο της «οικονομίας της προσφοράς» κατά τη διάρκεια της εφαρμογής των Μνημονίων, αλλά και μετά την τυπική λήξη τους (Αύγουστος 2018), διαμέσου των πολιτικών λιτότητας, της ευελιξίας της απασχόλησης, της ανεργίας και ούτω καθεξής, αποτελεί ουσιαστικά μια νέα εκδοχή μεταφοράς πόρων και άνισης ανάπτυξης Βορρά-Νότου. Αυτό γίνεται διαμέσου της ασιατοποίησης των εργασιακών σχέσεων, των ιδιωτικοποιήσεων και της εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πόρων.
Κατά συνέπεια, προκύπτει με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι το διακύβευμα για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας δεν είναι η επιλογή του μοντέλου της οικονομίας της προσφοράς ή της οικονομίας της κατανάλωσης και της ζήτησης. Και τα δύο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αναπαράγουν τους όρους και τις συνθήκες συμφερόντων των αγορών (δανειστές). Εμβαθύνουν παράλληλα το μοντέλο της άνισης ανάπτυξης στο εσωτερικό της ΕΕ.
Αντίθετα, το διακύβευμα είναι η άνιση ή η ισομερής ανάπτυξη. Η στρατηγική επιλογή της τελευταίας, προϋποθέτει, κατά βάση, την αποκατάσταση, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, της αναδιανομής και του αναπροσανατολισμού των πόρων και των εισοδημάτων. Αυτό σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση ενός νέου ευρωπαϊκού ισομερούς αναπτυξιακού προτύπου καινοτομικής, παραγωγικής και ποιοτικής ανάπτυξης. Μόνο έτσι θα είναι ουσιαστική και όχι τυπική η έξοδος της ελληνικής οικονομίας από τα Μνημόνια και της ευρωπαϊκής οικονομίας από την αναπτυξιακή και κοινωνικοοικονομική στασιμότητα.