Το γηράσκον ΠΑΣΟΚ και το κατά Αλιβιζάτο κενό
17/11/2017του Δημήτρη Χρήστου –
Σημαντικές ήταν οι εκπλήξεις που προέκυψαν από τον πρώτο γύρο της εκλογικής διαδικασίας για την ανάδειξη ηγέτη για τον νέο πολιτικό φορέα της διευρυμένης ΔΗΣΥ. Έκπληξη πρώτη, το μεγαλύτερο του προβλεπομένου από τις δημοσκοπήσεις ποσοστό (42%) της κ. Γεννηματά. Έκπληξη δεύτερη, το μεγαλύτερο του προβλεπομένου ποσοστό (23,5%) του κ. Ανδρουλάκη, που ήρθε δεύτερος και πέρασε στον δεύτερο γύρο. Έκπληξη τρίτη, η καθήλωση σε χαμηλά ποσοστά τόσο του δημάρχου Καμίνη (13%), και ιδιαίτερα του Σταύρου Θεοδωράκη (9,5%).
Η εκλογική διαδικασία αποδείχτηκε οικογενειακή υπόθεση του ΠΑΣΟΚ, κάτι που σημαίνει ότι πλέον δεν είναι μεγάλη η ανάγκη για διάλυση των κομμάτων και ενσωμάτωσή τους στο νέο φορέα. Άλλωστε, πλην του μικρού ΠΑΣΟΚ, ουσιαστικά δεν υπάρχει άλλο κόμμα.
Το μαγαζί του Σταύρου Θεοδωράκη (και δεν το λέω μαγαζί για να ειρωνευτώ, αλλά γιατί ο όρος αποδίδει με ακρίβεια αυτό που ήταν) με ευθύνη του αρχηγού εξατμίστηκε, καθώς ποτέ δεν εργάστηκε με προοπτική αυτόνομης ανάπτυξης. Εγκλωβίστηκε στα σχέδια να γίνει ένας πολύτιμος μπαλαντέρ του παλαιού συστήματος. Μόνο που οι 220.000 ψηφοφόροι που στήριξαν το Ποτάμι στις τελευταίες εκλογές δεν είχαν δώσει τέτοια εντολή.
Έτσι, σήμερα, ο Θεοδωράκης δεν διαθέτει κανένα διαπραγματευτικό αβαντάζ και είναι υποχρεωμένος, αν θέλει να διασωθεί ο ίδιος πολιτικά, να ακολουθήσει χωρίς απαιτήσεις τις εντολές των νικητών.
Όσο για τον Καμίνη, που ήταν επιλογή τής περί τον Αλιβιζάτο ελίτ, δεν είχε ούτε ηγετική λάμψη ούτε δικό του κοινό. Επιπλέον, δεν θεωρείται επιτυχημένος στα καθήκοντα του δημάρχου της Αθήνας.
Για τη ΔΗΜΑΡ, δεν χρειάζεται ανάλυση, καθώς ό,τι έχει απομείνει έχει ονοματεπώνυμο: Θανάσης Θεοχαρόπουλος, Δημήτρης Χατζησωκράτης, Θεόδωρος Μαργαρίτης, και τελειώσαμε.
Ο δεύτερος και καθοριστικός γύρος
Πάμε, λοιπόν, για τον «πράσινο» τελικό. Έχει ελπίδες να τερματίσει πρώτος ο Ανδρουλάκης, με τόσο μεγάλη απόσταση από την Φώφη Γεννηματά; Πολλοί δηλώνουν επιφυλακτικοί, έχοντας στο νου το πάθημα του Βαγγέλη Μεϊμαράκη και την ανατροπή που κατάφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Πλην, όμως, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με συγκροτημένα μπλοκ, όπως εκείνα του ακροδεξιού Άδωνη και του βορειοελλαδίτη Τζιτζικώστα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, και να θέλει ο Καμίνης και ο Θεοδωράκης, δύσκολα μπορούν να στείλουν όσους τους επέλεξαν σε έναν από τους δύο υποψηφίους. Κατά συνέπεια, πολύ δύσκολα η Γεννηματά θα χάσει την εκλογή της.
Και μετά, τι; Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί τίποτα. Το ΠΑΣΟΚ μετά το πρώτο αποτέλεσμα είναι σε θέση ισχύος και δεν χρειάζεται να κάνει μεγάλες παραχωρήσεις στις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν. Οι υπόλοιποι, εκτός ΠΑΣΟΚ συνοδοιπόροι είναι άγνωστο αν θα συνεχίσουν και θα ολοκληρώσουν το πείραμα, ό,τι και αν δηλώνουν τώρα. Μάλιστα, στο κόμμα του Σταύρου Θεοδωράκη οι αντιδράσεις είναι μεγάλες και μη αντιμετωπίσιμες ως προς την προοπτική συνεργασίας.
Με κείμενό τους την επόμενη του πρώτου γύρου, που φέρει 59 υπογραφές, στελέχη του Ποταμιού αναφέρουν: «Ο Σταύρος Θεοδωράκης εντελώς αυθαίρετα και αντικαταστατικά, προδιέγραψε την αναστολή λειτουργίας του Ποταμιού και την απορρόφησή του από αυτό που μέχρι τώρα πολεμούσε. Το Ποτάμι δεν μπορεί να γίνει θυσία για τον εξαγνισμό του παλιού πολιτικού συστήματος».
Η γήρανση
Ποιο, όμως, είναι το μέλλον της ΔΗΣΥ από εδω και πέρα; Το κοινό που φιλοτιμήθηκε να λάβει μέρος και να πάει στις κάλπες είναι ουσιαστικά εκτός παραγωγικού ιστού. Πρόκειται, κυρίως, για άτομα της τρίτης ηλικίας με αναμνήσεις από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και του Γιώργου Γεννηματά. Το 65% από όσους έλαβαν μέρος στις εκλογές ήταν πολίτες πάνω από τα 55!
Συγκεκριμένα 39% πάνω από τα 65 και 26% πάνω από τα 55, ενώ η νεολαία συμμετείχε σε ποσοστό μόλις 3%! Και αυτό δεν ήταν τυχαίο, είναι μόνιμο χαρακτηριστικό για την εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ της κρίσης. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 στη νεολαία είχε 2,3% και στις ηλικίες 55 και άνω 6% φτάνοντας το τελικό 6,9% ως ΔΗΣΥ.
Και αυτό είναι αποτέλεσμα του τεράστιου ιδεολογικοπολιτικού ελλείμματος σε σχέση με τις ιδρυτικές του αξίες. Είναι αποτέλεσμα της τυφλής υποστήριξης προς τη ΝΔ, και μάλιστα στην πλέον δεξιά, νεοφιλελεύθερη εκδοχή της. Είναι αποτέλεσμα της γραφειοκρατίας που έχει απομείνει με αμαρτωλό παρελθόν (κυβέρνηση Σημίτη, κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου, ηγεσία Βενιζέλου), που ωθεί προς τα δεξιά, καθώς ο αριστερός χώρος έχει καταληφθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ. Χωρίς μέλη δεν υπάρχει κίνημα και χωρίς κίνημα δεν υπάρχει ελπίδα ανάκαμψης.
Άλλωστε, ο επικεφαλής της εκλογικής διαδικασίας καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος δεν έκρυψε τις προθέσεις για το μέλλον του νέου φορέα, αναφέροντας τον στόχο: «Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επιθυμεί τις μεταρρυθμίσεις και κατά βάθος επιδιώκει τη ρήξη, ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλει να γίνουν μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν το επιτρέπουν οι δομές της συντηρητικής παράταξης. Αυτό το κενό πρέπει να καλύψει η προοδευτική παράταξη».