Οι “ψεκασμένοι” αντιεμβολιαστές του 1800 διαλύουν τα πάνελ του 2020!
01/01/2021Δεν υπάρχει πιο εύκολο και βολικό πράγμα για ένα δημοσιογράφο να γενικεύσει και να συνθηματολογήσει απολαμβάνοντας το μονοπώλιο ενός μικροφώνου. Από το Μάρτη και μετά, τα περισσότερα ελληνόφωνα δίκτυα άστραψαν και βρόντηξαν με τους “ψεκασμένους”. Δυστυχώς, οι συνωμοτικές θεωρίες, όπως τα περί σχέσης με το δίκτυο 5G ή η άρνηση της ύπαρξης του ιού μπλέχτηκαν και τσουβαλιάστηκαν με τις ψύχραιμες διαφωνίες απέναντι στον τρόπο διαχείρισης αυτής της επιδημίας.
Το ίδιο αρχίζει να συμβαίνει και ενόψει του μαζικού εμβολιασμού. Πολύ σύντομα τα δελτία ειδήσεων θα μιλούν για τους “ψεκασμένους” αρνητές του εμβολίου και θα δικάζουν καθημερινά όσους επιλέγουν να μην το κάνουν. Όμως, πέρα και μακριά από τα επιχειρήματα που παραπέμπουν πάλι σε συνωμοσίες, πέρα και μακριά από τον κανιβαλισμό των τηλεοπτικών πάνελ, το λεγόμενο αντιεμβολιαστικό κίνημα είναι ιστορικά αναπόσπαστο κομμάτι της διαμόρφωσης της πολιτικής για τη δημόσια υγεία.
Τούτο σκιαγραφείται σε ένα ιδιαίτερα διαφωτιστικό βιβλίο, της Νάντια Ντίρμπαχ, ιστορικού των πανεπιστημίων British Columbia και Johns Hopkins University (Bodily Matters, The Anti-Vaccination Movement in England, Duke University Press, 2005), σχετικά με το πρώτο και ενδεχομένως μεγαλύτερο αντιεμβολιαστικό κίνημα στην ιστορία, αυτό στην Αγγλία του 19ου αιώνα.
Όχι μόνο είναι τόσο παλιό όσο και η εφεύρεση του πρώτου εμβολίου από τον Έντουαρντ Τζένερ, το 1798, (για την ευλογιά) αλλά συνέβαλε στην ανάδειξη της λογικής του εμβολιασμού ως πολιτική πράξη με απτές και έντονες κοινωνικές προεκτάσεις.
Σε μια εποχή που οι γονείς, οι οποίοι αρνούνταν να εμβολιάσουν τα παιδιά τους, όπως απαιτούσε ο νόμος, φυλακίζονταν ως εγκληματίες. Σε μια εποχή που οι αντιεμβολιαστές αντιμετωπίζονταν ως άσπονδοι εχθροί της προόδου που εκπροσωπούσαν τα, επώδυνα, “αδοκίμαστα” –τότε– εμβόλια, η αντίσταση σε αυτά ισοδυναμούσε με επαναστατική πράξη.
Το ταξικό πρόσημο του εμβολιασμού
Πολλά από τα επιχειρήματα των αντιεμβολιαστών δεν είχαν καμία σχέση με συνωμοσίες, παρά το λαϊκισμό ή τη γραφικότητα που εντοπίζει κανείς στο προπαγανδιστικό υλικό τους. Οι αντιρρήσεις τους βασίζονταν συχνά σε διαπιστωμένα προβλήματα που τελικά αναγκάστηκαν οι αρχές να λάβουν υπόψη, αρκετά αργότερα. Η Ντίρμπαχ, η οποία διατηρεί πάντως μια κριτική ματιά, ως ιστορικός, το περιγράφει με αρκετά γλαφυρό τρόπο, αναφερόμενη στην περίοδο μετά το 1840:
«Η επεμβατική, ανθυγιεινή και συχνά παραμορφωτική διαδικασία [του εμβολίου της ευλογιάς] έμοιαζε για πολλούς να είναι πιο βλαβερή παρά ευεργετική. Πράγματι, όσοι προωθούσαν τον υποχρεωτικό εμβολιασμό δεν έλαβαν υπόψη τις παρενέργειες στο σώμα των παιδιών, ιδίως της εργατικής τάξης, που ήταν και ο πρωταρχικός στόχος του δημόσιου εμβολιασμού.
»Η φτωχή διατροφή των παιδιών αυτών τα καθιστούσε πιο ευάλωτα σε ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Κάποια μωρά, λοιπόν, αντιδρούσαν άσχημα στο εμβόλιο, όσο αγνή κι αν ήταν η πηγή του. Άλλα εμφάνιζαν αιματογενείς ασθένειες που περνούσαν από “μπράτσο σε μπράτσο”. Οι δυσκολίες που υπήρχαν στη φροντίδα των πληγών του εμβολιασμού επιδείνωνε το πρόβλημα, καθώς στις πόλεις η περιορισμένη παροχή νερού και οι ανθυγιεινές συνθήκες σήμαιναν ότι σοβαρές μολύνσεις, όπως η γάγγραινα, έκαναν την εμφάνισή τους ακόμα και μετά από έναν επιτυχή εμβολιασμό».
Στο μεταξύ, μέχρι το 1850, οπότε και νομοθετήθηκε ο υποχρεωτικός εμβολιασμός των βρεφών, το ταξικό στίγμα των μαζών είχε φτάσει στο απόγειό του. Ενδεικτικά, η Ντίρμπαχ παραθέτει την αποστροφή του διάσημου ιατρού Έντουαρντ Σίτον, σε επιστολή του προς τον επικείμενο υπουργό Εσωτερικών, Υποκόμη Πάλμερστον, όπου διαμαρτύρεται ότι «οι αμόρφωτες και χαμηλότερες τάξεις» δεν πήγαιναν να κάνουν τα δωρεάν εμβόλια…
Ο Σίτον ήταν επιδημιολόγος, επικεφαλής της αρμόδιας επιτροπής που εισηγήθηκε τον υποχρεωτικό εμβολιασμό. Πίστευε ότι «οι φτωχοί έπρεπε να εξαναγκαστούν να κάνουν εμβόλια, καθώς ήταν απαθείς, αδιάφοροι και αμελείς γονείς». Εδώ η Ντίρμπαχ εξηγεί την «υπόρρητη επαγγελματική και θεσμική επιθυμία να “προστατευθούν τα παιδιά”» από ανάρμοστους γονείς. Δηλαδή «φτωχούς, οι οποίοι είχαν τη μεγαλύτερη πιθανότητα να διαδώσουν τη νόσο και τη μικρότερη να εμβολιαστούν, καθώς ήταν “υπερβολικά απορροφημένοι με το να βγάλουν τα προς το ζην”, από το να σκεφτούν την υγεία και ασφάλεια των παιδιών ή της ευρύτερης κοινότητας».
Η πολιτικοποίηση της αντίστασης
Τα πρώτα σκιρτήματα ενάντια στο λεγόμενο “ιατρικό δεσποτισμό” που ενσάρκωνε ο υποχρεωτικός εμβολιασμός προήλθαν από επαγγελματίες υγείας, φαρμακοποιούς, εναλλακτικούς θεραπευτές αλλά και μη “ορθόδοξους” γιατρούς. Ωστόσο, στα τέλη της δεκαετίας του 1860, όταν η νομοθεσία έγινε ακόμα πιο αυστηρή, η αντίσταση πήρε μαζικό χαρακτήρα. Πλήθος οργανώσεων και συνδέσμων συστρατεύθηκαν σε όλη την Αγγλία, και η ραχοκοκαλιά του αντιεμβολιαστικού κινήματος ήταν «εργάτες, τεχνίτες, μικρομαγαζάτορες, μπακάληδες, μικροϋπάλληλοι, χειριστές εργοστασίων, έμποροι, τσαγκάρηδες, μισθωτοί και οι σύζυγοί τους».
Το κίνημα ήταν πραγματικά εντυπωσιακό, εκδηλωνόταν σε διάφορες μορφές, είχε τα δικά του, μαζικής κυκλοφορίας έντυπα, τα οποία ήταν γεμάτα με κάθε λογής προπαγάνδα. Η οργάνωσή του ήταν ανώτερη από αυτή του αντίπαλου “στρατοπέδου” και κατάφερνε να κινητοποιήσει δεκάδες χιλιάδες άτομα στις διαδηλώσεις του. Εξέφραζαν –συχνά διόλου πολιτισμένα– την αντίστασή τους ενάντια στην “ιατρική αστυνομία” της εποχής, τους εργοδότες που εκβίαζαν με απόλυση όσους εργαζόμενους δεν εμβολιάζονταν, το νέο Νόμο περί των Φτωχών, όπως ονομαζόταν.
Ένα στοιχείο που αξιοποίησαν οι αντιεμβολιαστές της εποχής ήταν επίσης ο συσχετισμός της νοσηρότητας με τις συνθήκες ζωής και εργασίας. Πέρα από τα επιχειρήματα, δηλαδή, που αφορούσαν στο κατά πόσο είναι ωφέλιμα τα εμβόλια αυτά καθ’ αυτά, «επιχείρησαν συστηματικά να μετατοπίσουν το διάλογο για τα αίτια της νοσηρότητας από το αμιγώς επιστημονικό πλαίσιο σε μια συζήτηση για τα κοινωνικά προβλήματα», τα οποία οι ιθύνοντες αγνοούσαν όλο και περισσότερο, όσο προχωρούσε η βακτηριολογία.
Το επιχείρημά τους άντλησαν από την ίδια την επιστήμη: Το 1871, ο διακεκριμένος γιατρός Χένρι Πίτμαν ισχυριζόταν ότι «όσοι ζουν σε καθαρό περιβάλλον υπέφεραν λιγότερο από την ευλογιά». Συνεπώς η αντιμετώπισή της για τους κοινωνικούς μεταρρυθμιστές όπως ο Ουίλιαμ Τεμπ, ξεκινούσε από τη λήψη μέτρων για να μην είναι ο πληθυσμός «φτωχός, βρώμικος, κουρασμένος και κακοσιτεμένος». Θέματα δηλαδή καθαρά κοινωνικής φύσης και όχι ιατρικής.
Η συμβολή των αντιεμβολιαστών
Το μήνυμα, εδώ, ήταν πολύ απλό: «Η βρωμιά, για τους αντιεμβολιαστές, είναι αλληλένδετη με τη φτώχεια», σημειώνει η Ντίρμπαχ, και συμπληρώνει: «Τόσο εκείνοι υπέρ των εμβολίων όσο και εκείνοι εναντίον τους φοβούνταν ότι οι μεταδοτικές ασθένειες προκύπτουν από τα φτωχότερα στρώματα των αστικών κέντρων», καθώς «αναγκάζονταν να ζουν σε άθλιες συνθήκες».
Οι αντιεμβολιαστές λοιπόν απαιτούσαν καλύτερες συνθήκες υγιεινής για την εργατική τάξη, «συνεχή παροχή καθαρού νερού, αποτελεσματικά συστήματα αποχέτευσης, μέτρα πρόληψης του συνωστισμού, αστική στέγαση σε οικίες με σωστό αερισμό, τη δημιουργία δημοσίων λουτρών, πάρκων και ανοιχτών χώρων […]». Ζητούσαν να αντιμετωπιστούν «τα μεγάλα προβλήματα της εκβιομηχάνισης και της αστικοποίησης, όπως οι χαμηλοί μισθοί και η διατροφική ανεπάρκεια».
Τις απόψεις αυτές ενστερνίζονταν σε μεγάλο βαθμό αναγνωρισμένοι γιατροί και επιστήμονες της εποχής, όπως ο Έντγκαρ Κρούκσανκ και ο Τσαρλς Κρέιτον, οι οποίοι λοιδωρήθηκαν ως τσαρλατάνοι από συναδέλφους τους επειδή αρνούνταν να ταχθούν άνευ όρων υπέρ των εμβολίων. Μετά το 1880 και την ανάπτυξη της μικροβιακής θεωρίας (ότι πολλές ασθένειες οφείλονται σε παθογόνους μικροοργανισμούς) οι αντιεμβολιαστές, σε γενικές γραμμές, όχι μόνο δεν αρνήθηκαν τη θεωρία, αλλά υποστήριξαν ότι αναδεικνύει πόση αξία έχει η καθαριότητα και το επίπεδο υγείας στον ανθρώπινο οργανισμό.
Ήταν το άνοιγμα αυτής της συζήτησης, που ενέπλεξε τη μικροβιακή θεωρία με τις πρακτικές πρόνοιας για την υγιεινή και τη φροντίδα των φτωχών στρωμάτων, το οποίο οδήγησε τελικά στη σταδιακή κατάργηση του υποχρεωτικού εμβολιασμού, ήδη από το 1907 (μέσω των εξαιρέσεων) και κατ’ επέκταση στην υποχώρηση του αντιεμβολιαστικού κινήματος.
Απέχοντας μακράν από το να είναι μια αντιδραστική κίνηση ολίγων περιθωριακών “ψεκασμένων”, το αντιεμβολιαστικό κίνημα έβαλε το λιθαράκι του στη διαμόρφωση της πολιτικής δημόσιας υγείας με κοινωνικό πρόσημο. Έθεσε κορυφαίας σημασίας ερωτήματα, όπως, για παράδειγμα, ως πού δικαιούται η εξουσία να παρέμβει στη ζωή και το σώμα του ανθρώπου; ποιο δημόσιο ή κοινωνικό συμφέρον εξυπηρετείται από τις κρατικές πολιτικές υγείας;
Στην κατακλείδα της, η Ντίρμπαχ αναγνωρίζει τη συμβολή του κινήματος ώστε, στη μεταπολεμική Βρετανία να διαμορφωθεί ένα εθνικό σύστημα υγείας με σημαντικές παροχές και ελεύθερη επιλογή εμβολίων χωρίς το στίγμα και τον τιμωρητικό χαρακτήρα των βικτωριανών Νόμων περί των Φτωχών. Ή, όπως το λέει χαρακτηριστικά, έχοντας πρώτα εξάρει την αδιαμφισβήτητη αξία των εμβολίων σήμερα: «Μια εθνική Υπηρεσία Υγείας που αναδύθηκε ως ευθεία αντίδραση ενάντια στις πολιτικές εξαναγκασμού που μετουσίωνε ο υποχρεωτικός εμβολιασμός».