Οι “παρενέργειες” του εμβολίου στριμώχνουν την κυβέρνηση Μέρκελ
09/01/2021Πονοκέφαλο έχει προκαλέσει στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας η υπόθεση του εμβολιασμού ενόψει των προβλημάτων στη διάθεση και διανομή του εμβολίου της Pfizer/BioNtech αλλά και της απροθυμίας μιας μερίδας του πληθυσμού να το κάνει. Η καγκελάριος δέχεται έντονα πυρά από την αντιπολίτευση για τη διαχείριση της υπόθεσης, ενώ φαίνεται ότι παρόμοια είναι η εικόνα και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο υπουργός Υγείας της Γερμανίας, Γενς Σπαν, βρίσκεται σε αναμμένα κάρβουνα λόγω της διαφαινόμενης καθυστέρησης στους εμβολιασμούς στη χώρα, με την κυβέρνηση του Βερολίνου να δέχεται κλυδωνισμούς από τον μικρότερο κυβερνητικό εταίρο. Ο υπουργός Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, που τυχαίνει να είναι και ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών για την καγκελαρία, “βομβάρδισε” τον Σπαν με ερωτήματα σχετικά τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων του εμβολιασμού στη Γερμανία.
Στην ουσία, όπως γράφει ο γερμανικός Τύπος, ο Σολτς εγκαινίασε την προεκλογική περίοδο στη χώρα, με το SPD να ανεβάζει τους τόνους, λέγοντας ούτε λίγο ούτε πολύ ότι η Γερμανία, χώρα-εφευρέτης του εμβολίου (λόγω της έδρας της BioNtech) δεν μπορεί να έχει τόσες λίγες δόσεις διαθέσιμες… Ακολούθησε και ο Μάρκους Σέντερ, επικεφαλής του αδελφού κόμματος των Χριστιανοκοινωνιστών στη Βαυαρία, ο οποίος στράφηκε κατά της εναπόθεσης του θέματος των εμβολιασμών στις Βρυξέλλες.
Μέχρι τις 5 Ιανουαρίου είχαν εμβολιαστεί περίπου 318.000 άτομα στη Γερμανία, αρκετά πίσω σε σχέση με χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και ο Καναδάς, αν και η Γερμανία παραμένει πρώτη αναλογικά με τις υπόλοιπες 26 χώρες της ΕΕ. Ο Σπαν απέδωσε το “χαμηλό” ρυθμό εμβολιασμών στη χαμηλή δυνατότητα παραγωγής και όχι στο μικρό αριθμό παραγγελιών εκ μέρους της Κομισιόν, όπως διέδιδαν φημολογίες τις περασμένες ημέρες.
Προσέθεσε μάλιστα, μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου, ότι οι Αρχές πιθανό να υπαναχωρήσουν στην πρότερη σκέψη τους να καθυστερήσουν τη δεύτερη δόση με στόχο να εμβολιαστούν περισσότεροι άνθρωποι. Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι δύο μέρες μετά η CureVac ανακοίνωσε τη σύναψη συνεργασίας με τον κολοσσό Bayer, ο οποίος θα τη βοηθήσει στην έγκριση του δικού της εμβολίου και στην μετέπειτα διανομή του διεθνώς.
Σε ασφυκτικό κλοιό η κυβέρνηση
Ο Σπαν έσπευσε να ανακοινώσει τη δημιουργία νέων εγκαταστάσεων παραγωγής του εμβολίου στο Μάρμπουργκ το Φεβρουάριο, από τις οποίες θα προμηθεύεται τόσο το γερμανικό κράτος όσο και άλλες χώρες-μέλη. Μέχρι στιγμής, η Γερμανία αναμένει 85 εκατομμύρια δόσεις του εμβολίου των BioNTech/Pfizer, 50 εκατ. δόσεις του εμβολίου της Moderna –η οποία έλαβε την πολυπόθητη έγκριση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων–, 56 εκατ. δόσεις της Oxford/AstraZeneca, 62 εκατομμύρια της Curevac και 37 εκατομμύρια της Johnson & Johnson, εφόσον εγκριθούν τα σχετικά εμβόλια.
Σε κάθε περίπτωση όμως η Γερμανία έχει κινηθεί στο ευρωπαϊκό πλαίσιο χωρίς να σπεύσει να προμηθευτεί “μονομερώς” το εμβόλιο, καθώς αυτή ήταν η πολιτική απόφαση που πάρθηκε σε επίπεδο ΕΕ στα μέσα του 2020. Να θυμίσουμε ότι τότε η ΕΕ είχε δεχθεί έντονη κριτική για έλλειψη συντονισμού και αλληλεγγύης στο θέμα της διαχείρισης της πανδημίας, και συνεπώς η απόφαση για κοινοτική, “κεντρική” διαχείριση του θέματος των εμβολίων είχε στόχο να δείξει και κλίμα συνεννόησης.
Παρόλα αυτά, είναι προφανές ότι οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν κάθε (πολιτικό) λόγο να επικρίνουν την Μέρκελ ενόψει των εκλογών που επίκεινται το φθινόπωρο. Στο μεταξύ, η κυβέρνηση αποφάσισε την παράταση περιοριστικών μέτρων ως το τέλος του μήνα, ρίχνοντας λίγο ακόμα λάδι στη φωτιά της ρητορικής περί κακοδιαχείρισης της πανδημίας, και παρά το γεγονός ότι η καγκελάριος έχει καρπωθεί πολιτικά μια καλή επίδοση τους προηγούμενους μήνες.
Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και η αμφισβήτηση της εφαρμοσιμότητας του σχεδίου των εμβολιασμών του υπουργού Σπαν, καθώς ο στόχος του να έχει αναπτυχθεί ανοσία της αγέλης στο γερμανικό πληθυσμό ως το καλοκαίρι, δεν είναι ξεκάθαρο πώς θα επιτευχθεί. Ακόμα κι αν λυθούν όλα τα προβλήματα με τη διάθεση και διανομή, ακόμα κι αν δεν προκύψουν σημαντικές παρενέργειες ή τεχνικής φύσης ζητήματα, αρκετοί Γερμανοί δεν είναι πρόθυμοι να εμβολιαστούν.
Αμηχανία για τις μετρήσεις
Ήδη, μέσα στο Δεκέμβριο, όπως έγινε γνωστό, δημοσκόπηση έδειξε ότι το μισό νοσηλευτικό προσωπικό που έλαβε μέρος δεν ήθελε να κάνει το εμβόλιο, το ίδιο και περίπου το 25% των γιατρών. Ταυτόχρονα, σε αρκετά κρατίδια υπάρχουν αναφορές ότι ένα μεγάλο ποσοστό των υγειονομικών δεν θέλουν να εμβολιαστούν.
Παρομοίως, στα γηροκομεία, σύμφωνα με μη επιβεβαιωμένα στοιχεία του γερμανικού υπουργείου Υγείας, μόλις το 20% των εργαζομένων εμβολιάστηκαν. Ο γενικός γραμματέας του γερμανικού συλλόγου Εντατικής Θεραπείας, Ούβε Γιάνσενς, μίλησε για ανησυχητικά αποτελέσματα σε έρευνα που διεξήγαγε ο σύλλογος σε δείγμα άνω των 2.000 επαγγελματιών υγείας.
Αρκετοί νοσηλευτές και ιδίως νοσηλεύτριες ανέφεραν ότι φοβούνται τυχόν επιπτώσεις από το εμβόλιο mRNA των Pfizer/BioNTech και Moderna στη γονιμότητα, καθώς και γενικότερα μακροπρόθεσμες παρενέργειες. Ο Γιάνσενς σημείωσε ότι ο σκεπτικισμός απέναντι στο εμβόλιο δυσκολεύει τη διαχείριση των κρουσμάτων στα νοσοκομεία, καθώς σε αρκετές μονάδες το υγειονομικό προσωπικό έχει κολλήσει τον ιό. Σε άλλη δημοσκόπηση, του YouGov, προέκυψε ότι το 32% των Γερμανών ήταν διατεθειμένοι να κάνουν άμεσα το εμβόλιο, το 33% θα προτιμούσαν να περιμένουν να δουν τυχόν επιπτώσεις, το 19% δήλωσαν ότι δεν θα το κάνουν και το 16% παραμένουν αναποφάσιστοι.
Το ζήτημα της αποδοχής του εμβολίου από τον πληθυσμό, σε συνδυασμό με το πρόβλημα της διάθεσης, ενδεχομένως να βρίσκεται και πίσω από το τηλεφώνημα της καγκελαρίου Μέρκελ στον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, με θέμα τη συνεργασία στην παραγωγή εμβολίων. Ο ίδιος Σπαν άλλωστε, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα για την απροθυμία του πληθυσμού να εμβολιαστεί, εξήγησε ότι ο λόγος που η ΕΕ αποφάσισε να αγοράσει εμβόλια από περισσότερες από μία εταιρείες, ήταν ακριβώς αυτός, δηλαδή να υπάρχει «υψηλό επίπεδο αποδοχής».
Η Ρωσία φέρεται να αντιμετωπίζει και αυτή προβλήματα στην παραγωγή του Sputnik-V, το οποίο πάντως έχει εγκριθεί και χρησιμοποιείται σε αρκετές χώρες, από τη Λατινική Αμερική ως τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη. Το Βερολίνο, σύμφωνα με όσα μετέδωσαν τα ρωσικά δίκτυα, εμφανίζεται έτοιμο να εμπλακεί στη συμπαραγωγή των ρωσικών εμβολίων.